Toυ Γιάννη Κωνσταντίνου *
Χωρίς ιδιαίτερο
πρόλογο εισέρχομαι απευθείας στο θέμα μου που είναι η νομική αξιολόγηση του
μαθήματος των Θρησκευτικών και, συγκεκριμένα, ο εντοπισμός και η ερμηνεία των
συνταγματικών διατάξεων που διέπουν τη διδασκαλία του μαθήματος. Ιδίως θα μας
απασχολήσει αν το υπό συζήτηση νέο Πρόγραμμα Σπουδών, όπως αναλύεται στο βιβλίο
που σήμερα παρουσιάζουμε, μαζί με τις τοποθετήσεις των συντακτών του, εισφέρει οποιαδήποτε
καινούργια οπτική στη συζήτηση για την υποχρεωτικότητα ή μη του μαθήματος.
Κατανοώ απολύτως τη συμβιβαστική και συναινετική θέση των εισηγητών του νέου
προγράμματος, οι οποίοι βρίσκονται ανάμεσα σε συμπληγάδες: Από τη μια η
νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, εν μέρει του ΣτΕ και ιδίως του Συνήγορου
του Πολίτη και της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, έχουν χαρακτηρίσει το
μάθημα, όπως σήμερα διδάσκεται, ως ομολογιακού ή κατηχητικού χαρακτήρα, πράγμα
που συνεπάγεται ότι η υποχρεωτικότητα της διδασκαλίας του προσκρούει στην
ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης όσων δεν ασπάζονται τη συγκεκριμένη
ομολογία.
Συνεπάγεται
επίσης ότι η μόνη σίγουρη διέξοδος για την υποχρεωτική διδασκαλία είναι η
μετατροπή του μαθήματος σε αμιγώς θρησκειολογικό με ουδέτερο πρόσημο
αντιμετώπισης των επιμέρους θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Από την άλλη,
συντηρητικοί θεολογικοί κύκλοι υπερασπίζονται με νύχια και δόντια το σημερινό
στάτους του μαθήματος, ακριβώς επειδή πιστεύουν ότι αυτό είναι και πρέπει να
παραμείνει ομολογιακό. Συχνότατα εργαλείο αυτής της υπεράσπισης είναι η
καταγγελία ότι το θρησκευτικό φρόνημα οποιουδήποτε μεταρρυθμιστή εκφεύγει της
ορθόδοξης πίστης και, επίσης συχνότατα, οι εισηγητές των μεταρρυθμίσεων
καταγγέλλονται ως αντεθνικά δρώντες ή ως υπηρετούντες σκοτεινά συμφέροντα
εχθρών του έθνους και της ορθοδοξίας. Το πρόβλημα είναι ότι δυστυχώς η
μεταρρυθμιστική προσπάθεια οφείλει να συνυπολογίσει τέτοιες αντιδράσεις και
γιατί είναι πολυάριθμες και γιατί διαθέτουν καθοριστική πρόσβαση στην Εκκλησία
της Ελλάδος.
Ενόψει όλων
αυτών ο συμβιβασμός που προβάλλεται σχηματικά έχει ως εξής:
Το νέο μάθημα
των θρησκευτικών μπορεί να ξαναγίνει υποχρεωτικό επειδή έχει αποβάλει τον
ορθόδοξο ομολογιακό του χαρακτήρα. Κρατά μόνο ως επίκεντρο την ελληνορθόδοξη
παράδοση του τόπου και την παράδοση της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας, έτσι
ώστε ο μαθητής -ακόμη και ο μη ορθόδοξος- να γνωρίζει τη θρησκευτική παράδοση
του τόπου ως «πίστη, λατρεία, ζωή, τέχνη και πολιτισμό», όπως επιγραμματικά
επισημαίνει ο κ.Γιαγκάζογλου στο εισηγητικό κείμενο του τόμου. Περαιτέρω,
επεκτείνεται στη γνώση των άλλων μεγάλων χριστιανικών παραδόσεων και καταλήγει
στην επαφή με στοιχεία άλλων θρησκειών. Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του
κειμένου των κυριών Γριζοπούλου και Καζλάρη, στόχος ενός τέτοιου μαθήματος
οφείλει να είναι ο θρησκευτικός εγγραμματισμός των μαθητών.
Αναμφίβολα
πρόκειται για μια έντιμη πρόταση με ιδιαίτερη παιδαγωγική και εκπαιδευτική
αξία. Ως νομικός, όμως, διαφωνώ ότι ακόμη με ένα τέτοιο περιεχόμενο μπορεί το
μάθημα των θρησκευτικών να ξαναγίνει υποχρεωτικό.
Εξηγούμαι:
Το άρθρο 16
παρ.2 του Σ ορίζει ως βασική αποστολή του κράτους την «ανάπτυξη της
θρησκευτικής συνείδησης». Το τι εστί θρησκευτική συνείδηση ορίζεται σε άλλο
άρθρο, και συγκεκριμένα στο 13 παρ.1 εδ.α΄, το οποίο επιτάσσει το απαραβίαστο
της θρησκευτικής συνείδησης. Πάγια το σύνολο της θεωρίας και της νομολογίας
εξηγεί ότι από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η θρησκευτική συνείδηση κυμαίνεται
εξίσου αποδεκτά από το ένα άκρο της απόλυτης αθεϊας έως το άλλο άκρο της όποιας
θρησκοληψίας.
Συνεπώς η
αποστολή της κρατικής παιδείας ως προς την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης
οφείλει να αντιμετωπίζει ισότιμα τόσο την επιλογή της αθεϊας και του
αγνωστικισμού όσο και οποιοδήποτε θρησκευτικό φρόνημα. Για να αναπτυχθεί η κατά
το Σύνταγμα θρησκευτική συνείδηση, στο σχολείο όμοια θέση πρέπει να αποδοθεί
τόσο στην αντίληψη ότι «η θρησκεία είναι το όπιο των λαών» ή ότι δεν υπάρχει θεός ή ότι δεν με
ενδιαφέρει να ξέρω αν υπάρχει θεός όσο και σε οποιαδήποτε άλλη αναζήτηση που
οδηγεί στην παραδοχή της ύπαρξης θεού και περαιτέρω σε ενδεχόμενη ένταξη σε
θρησκευτικό ρεύμα.
Με άλλη
διατύπωση, επειδή η θρησκευτική συνείδηση είναι κατά το σύνταγμα ένα απολύτως
ανοιχτό πεδίο, το μόνο συνταγματικά ανεκτό υποχρεωτικό μάθημα θρησκευτικών
είναι το ουδέτερο θρησκειολογικό.
Συχνά αντίθετη
ερμηνεία γίνεται προσπάθεια να συναχθεί από τη σύστοιχη στο άρθρο 16 παρ.2
κρατική αποστολή της «ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης». Υποστηρίζεται, λοιπόν,
ότι αν δεν είναι υποχρεωτικό το μάθημα των θρησκευτικών, όμοια πρέπει να είναι
προαιρετικά όσα πεδία του εκπαιδευτικού προγράμματος συμβάλλουν στην ανάπτυξη
της εθνικής συνείδησης. Το επιχείρημα δεν ευσταθεί διότι, σε αντίθεση με τη
θρησκευτική συνείδηση και το ανοικτό, ακόμη και μηδενικό περιεχόμενό της, η
εθνική συνείδηση ορίζεται θετικά στο άρθρο 120 του Συντάγματος, όχι ως
δικαίωμα, αλλά ως θεμελιώδης υποχρέωση των ελλήνων. Μάλιστα, ακόμη περισσότερο,
στο Σύνταγμα ορίζεται και το ελάχιστο του επόμενου σταδίου της εθνικής
συνείδησης, που είναι ο πατριωτισμός, ο οποίος -το λιγότερο- συγκροτείται από
το φρόνημα τήρησης του Συντάγματος.
Στα προηγούμενα
πρέπει να προσθέσουμε έναν σαφή κίνδυνο που κρύβει η θέση ότι, ως -κατά δήλωση-
μη ομολογιακό, το νέο πρόγραμμα σπουδών επιτάσσει την επιστροφή στην
υποχρεωτικότητα των θρησκευτικών.
Εξηγούμαι και πάλι:
Όποιος
αμφισβητεί τη δήλωση αυτή, είναι ελεύθερος να προσφύγει στη δικαιοσύνη
διεκδικώντας να μη διδάσκεται το παιδί του τα νέα θρησκευτικά. Με δεδομένη τη
θέση της νομολογίας ότι το ομολογιακό μάθημα δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικό, η
έκβαση των δικών θα κριθεί από τη δικαστική αξιολόγηση ως προς το ομολογιακό ή
μη κάθε επιμέρους προγράμματος, κάθε τάξης του δημοτικού ή του γυμνασίου.
Με άλλη
διατύπωση, ο ομολογιακός ή μη χαρακτήρας του μαθήματος θα μετατραπεί σε μια
αόριστη νομική έννοια, το περιεχόμενο της οποίας θα καθορίζεται από τα ανά την
Ελλάδα δικαστήρια. Τόσο εγώ ως νομικός όσο κι εσείς ως θεολόγοι πρέπει να
απευχόμαστε αυτό ενδεχόμενο. Ο χαρακτήρας του προγράμματος σπουδών πρέπει να
παραμείνει θέμα της θεολογικής και της παιδαγωγικής επιστήμης και κοινότητας
και να μην κακοπέσει στον ξερολισμό των νομικών.
Ολοκληρώνω και
με μια ακόμη σκοπιά.
Η
προαιρετικότητα του μαθήματος των θρησκευτικών δύσκολα ανατρέπεται. Μ” αυτήν
έχει κατοχυρωθεί ένα κεκτημένο ελεύθερης ανάπτυξης της συνείδησης, πράγμα
καθόλου αρνητικό σε ένα σχολείο γεμάτο πρέπει και μη. Δεν είναι καθόλου
αρνητικό σε μια πολιτεία που, κακά τα ψέματα, όχι μόνο δεν είναι ανεξίθρησκη,
αλλά επιμένει να θρησκεύεται, αφού επιβάλλει τον ομαδικό σχολικό εκκλησιασμό,
την ομαδική σχολική προσευχή, τα θρησκευτικά σύμβολα σε δημόσια κτίρια, την
κρατική μισθοδοσία θρησκευτικών λειτουργών κοκ. Και πάλι κακά τα ψέματα, όσο κι
αν το ξορκίζουμε, το μάθημα των θρησκευτικών, όπως έχει διαμορφωθεί, αποτελεί
αντικείμενο των τριβών που προκαλεί ο μη χωρισμός κράτους εκκλησίας.
Σ΄αυτόν λοιπόν
τον αμυντικό χώρο ελευθερίας που αντικειμενικά βάλλεται από το θρησκευόμενο
κράτος και τη θρησκευόμενη εκπαίδευση, κάθε πιθανή αλλαγή θα κριθεί υπό το
πρίσμα της αρχής in dubio pro libertate, δηλαδή εν αμφιβολία υπέρ της
ελευθερίας. Κι αυτήν την αμφιβολία σε βάρος της ελευθερίας της θρησκευτικής
συνείδησης, την καλλιεργεί συχνά (άθελά της;) και η μεταρρυθμιστική
επιχειρηματολογία, όταν, στην προσπάθειά της να καλύψει τα νώτα της από τις
συντηρητικές επιθέσεις, παραδέχεται ότι και το σημερινό μάθημα «τείνει» να μην
είναι ομολογιακό (μόνο που το Σύνταγμα δεν ανέχεται ούτε την ολίγη παραβίαση) ή
όταν δεν συνομολογεί ευθαρσώς ότι δεν έχει καμία θέση στο λύκειο (όπου και το
ζήτημα της απαλλαγής αφορά στους ίδιους τους μαθητές και όχι στους γονείς τους)
ένα μάθημα που χρησιμοποιεί προσχηματικά τη θεολογία για να διδάξει ότι
υπάρχουν κακής ποιότητας ερωτικές σχέσεις νέων, ότι το απλό σεξ μεταξύ νέων
ανθρώπων ενδέχεται να είναι πορνικό ή ότι υπάρχει μονόδρομος που οδηγεί από τα
μαλακά στα σκληρά ναρκωτικά ή ότι υπάρχουν δίκαιοι πόλεμοι κοκ.
Κλείνω με μια
γενικότερη παρατήρηση.
Στη χώρα μας,
και ίσως και όπου αλλού η ορθοδοξία επικρατεί ως θρησκεία, είναι έντονη η
δυσανεξία σε κάθε έκφραση δημιουργικής πνοής του θρησκευτικού συναισθήματος. Η
αγιογραφία οφείλει να παραμένει προσκολλημένη στη γνωστή μας τυποποίηση ή
εσχάτως στο κιτς για ρώσους τουρίστες, η λοιπή θρησκευτική ζωγραφική δεν έχει
να επιδείξει τίποτε μετά τον Πεντζίκη, ως εκκλησιαστική αρχιτεκτονική
αναγνωρίζεται μόνο η μεταβυζαντινή τούρτα και η μουσική δεν λέει να ξεκολλήσει
από την υμνογραφία ή να εισέλθει στους ναούς.
Αν λοιπόν για
κάτι αξίζει το νέο πρόγραμμα σπουδών στα θρησκευτικά του Δημοτικού και του
Γυμνασίου, είναι γιατί αποτελεί την εξαίρεση. Είναι γιατί συντάχθηκε με
δημιουργική πνοή και στόχευση την απελευθέρωση δημιουργικών θεολογικών
αναζητήσεων με αποδέκτες τους νέους ανθρώπους. Η προσπάθεια αυτή προκάλεσε έναν
γόνιμο διάλογο με θύραθεν δημιουργικές δυνάμεις και μια σαφή οριοθέτηση έναντι
του σκοταδισμού. Και τα δύο αποτυπώνονται ευκρινέστατα στο βιβλίο που
παρουσιάζουμε.
Εύχομαι ολόψυχα
κάθε επιτυχία στους επιμελητές και τον εκδότη του. Τους ευχαριστώ άλλη μια φορά
για την πρόσκληση, όπως ευχαριστώ όλες και όλους εσάς για την προσοχή σας.
* Ο Γιάννης Κωνσταντίνου είναι
δικηγόρος. Το παραπάνω κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση για τη παρουσίαση
του συλλογικού Τόμου «Τα Θρησκευτικά στο Σύγχρονο Σχολείο» την οποία συνδιοργάνωσαν
ο Πανελλήνιος
Θεολογικός Σύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ και
οι Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, την Παρασκευή 7 Φεβρουάριου 2014 στις 18.30 μ.μ. στην
Αίθουσα Συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δημαρχιακό Μέγαρο του Δήμου
Θεσσαλονίκης. Το κείμενο αναδημοσιεύται από τα ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου