Του Κώστα Νούση,
Φιλολόγου – Θεολόγου (M.Th)
Οι αντιδράσεις στο πρώτο [1]
γεννούν συνήθως – ίσως και αφεύκτως - τις δευτερολογίες και πάει λέγοντας. Δεν
μπορείς να σιωπήσεις, όταν βλέπεις να παραχαράσσεται και να διασύρεται η
στοιχειώδης αλήθεια των πραγμάτων. Θα ξεκινήσω με τις (ορθόδοξες) θρησκευτικές
οργανώσεις, τις γνωστές και ως παρεκκλησιαστικές. Είναι ο κύριος πυλώνας των
αντιδράσεων, σε συνδυασμό με την ομοούσια ΠΕΘ (πανελλήνια ένωση θεολόγων).
Κοινό και βασικό τους χαρακτηριστικό: ο αναχρονιστικός συντηρητισμός και ο –
τουλάχιστον υφέρπων – φονταμενταλισμός. Παρέσυραν, μάλιστα, στην αρχή και τον ίδιο
τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος αντέδρασε κατά του νέου μαθήματος των θρησκευτικών
με τρόπο που δεν τον δικαιώνει η μεταγενέστερη συνοδική απόφαση. Η θεολογία των
Οργανώσεων, όταν παραβιάζει τα χωρικά ύδατα της ορθής εκκλησιολογίας, τούτα και
χειρότερα γεννάει. Και μη χειρότερα δηλαδή…
Κανένα βιβλίο δεν μπορεί να είναι ποτέ αρεστό
σε όλους. Αυτό, ωστόσο, δεν συνιστά κριτήριο απόρριψης ή απαξίωσής του. Οι
θεολόγοι πρέπει να «συμβιβαστούν» με τη νέα μορφή των εγχειριδίων, και μαζί με
αυτούς και οι γονείς, οι μαθητές και όποιος άλλος εμπλέκεται άμεσα ή έμμεσα με
το μάθημα. Και όλα αυτά μέχρι τη μέρα που η ίδια η Εκκλησία θα συγγράψει δικά
της διδακτικά βιβλία, τα οποία θα προτείνει προς έγκριση στο αρμόδιο Υπουργείο.
Μέχρι τότε περισσότερη σιωπή και σεμνότητα απέναντι σε αυτούς που μόχθησαν να
καταγράψουν τα νέα βιβλία των θρησκευτικών.
Οι περισσότεροι
αντιδρώντες – μια ισχνή μειοψηφία ωστόσο μέσα στο γενικό σύνολο – δυστυχέστατα
δεν έχουν ξεφυλλίσει καν τα νέα εγχειρίδια. Απλά αναπαράγουν συνθήματα και μασημένη
τροφή επιχειρημάτων από χώρους και πρόσωπα που δεν θέλω ποσώς να χαρακτηρίσω
για την εγκυρότητα και καθαρότητα της κρίσης τους. Και αυτό είναι το χείριστο:
η κατάργηση της ελεύθερης γνώμης, την οποία αβασάνιστα εκχωρούν σε κείνους που
δεν πρέπει. Αυτό είναι το πιο εξοργιστικό της υπόθεσης, τουλάχιστο για τον
γράφοντα το παρόν.
Ας επιστρέψουμε
στην ουσία. Το πρόβλημα του μαθήματος δεν βρίσκεται σίγουρα στα νέα βιβλία. Θα
έλεγα ίσως ότι μπορούμε να το εντοπίσουμε οπουδήποτε αλλού παρεκτός των
καημένων των βιβλίων. Είναι πρόβλημα εξάπαντος βαθύτερο: τι εκπαίδευση θέλουμε,
αν θα γίνουμε χώρα ουδετερόθρησκη τύπου Σουηδίας ή Γαλλίας και τα συναφή. Με
λίγα λόγια, δηλαδή, αντιμετωπίζουμε ως έθνος και εκπαιδευτικό σύστημα πρόβλημα ταυτότητας. Ας ελπίσουμε ότι
στην πορεία δεν θα πραγματωθεί ο πόθος των αγνωστικιστών, τουτέστιν να
εξοβελιστεί εντελώς η συνάφεια Εκκλησίας και λαού, όπως βιώνεται, έστω και
αμυδρά, ακόμη στον ελλαδικό χώρο.
Η Εκκλησία
πρέπει πρωταρχικά να φροντίσει να συγγράψει νέα βιβλία σε συνεργασία με το Υπουργείο.
Το άριστο θα ήταν να διδάσκεται το μάθημα και στα δημοτικά από θεολόγους, αν
και μέσα στην κρίση ένας τέτοιος στόχος ακούγεται λίγο μακρινός. Το μάθημα
καλώς παρέμεινε υποχρεωτικό και έτσι πρέπει να συνεχίσει. Η παρουσία του και
μόνο στο σχολείο έχει τη θετική της, συλλήβδην, προσφορά. Αυτά κατά την ταπεινή
μου γνώμη είναι τα όσα πρέπει να μας απασχολούν και όχι αν τα εγχειρίδια είναι
προβληματικά. Διότι επανέρχομαι: πού ακριβώς εστιάζεται η προβληματικότητά
τους; Στο ότι τάχα λένε πολλά για το Ισλάμ και τους Εβραίους;
Η ένσταση για
το ποσοστό της θρησκειολογίας που διδάσκεται μέσα από αυτά είναι και πάλι
σχετική. Ο κορμός του μαθήματος και η ουσία του παραμένουν ορθόδοξοι και
ομολογιακοί. Και αυτό επίσης είναι μια επιτυχία, την οποία δεν προσέχουν πολλοί
και φωνασκούν για σημεία κατά βάση και πλάτος επουσιώδη. Έπειτα, η ορθή αντιπαραβολή
Ορθοδοξίας και λοιπών θρησκευμάτων σαφέστατα κλίνει υπέρ της πρώτης. Ας μην
ξεχνάνε ακόμη οι κύριοι ενιστάμενοι – οι εν γνώσει και εν αγνοία! – πως δεν
πρέπει να στρουθοκαμηλίζουμε σε προφανέστατα ζητήματα: είναι δυνατό στην εποχή
του διαδικτύου να μην έχουν ήδη έρθει σε επαφή οι μαθητές κάθε βαθμίδας με
έτερες θρησκείες και ομολογίες; Αστεία πράγματα, ως φρονώ…
Σε τελική
ανάλυση, το όλο πρόβλημα εντάσσεται στο ευρύτερο και διαχρονικό: θα πάμε με τη
μεριά των ζηλωτών ή με αυτήν της Εκκλησίας; Ποτέ η Ορθοδοξία δεν είχε ζηλωτισμό
και φανατισμό. Οι ασθένειες αυτές είναι φαινόμενα θρησκευτικής νοσηρότητας και
όχι εκκλησιαστικής υγείας. Πόρρω απέχει η ψυχοπαθολογία των «ευλαβών βλαμμένων»
- έκφραση του οσίου Παϊσίου – από αυτήν των ορθοδόξως εκκλησιαζομένων. Ας
διαλέξουμε και ας πάμε στην χορεία που μας ταιριάζει. Αυτό όμως δεν μας
νομιμοποιεί να βγαίνουμε στους δρόμους με σημαίες «ορθοδοξία ή θάνατος» και να πιστεύουμε πως μαζί μας
συμφωνεί – και συμμαχεί! – και ο Θεός…