Toυ πρωτοπρεσβυτέρου π. Δημητρίου
Θεοδωροπούλου, Θεολόγου ΑΠΘ
Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς δὲν περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἀλλάξουμε γιὰ νὰ μᾶς δεχθεῖ. Μᾶς δέχεται ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως εἴμαστε, μὲ τὰ πάθη, τὶς ἀδυναμίες μας, τὴν ἁμαρτωλότητά μας, τὰ ἀμέτρητα λάθη μας. Θέλει νὰ ἀλλάξουμε καὶ νὰ γίνουμε καλύτεροι, ὅμως δὲν τὸ θέτει αὐτὸ ὡς προϋπόθεση. Μᾶς συναντᾷ στὸ διάβα τῆς ζωῆς καὶ λέει· «ἐλᾶτε νὰ τὸ παλέψουμε μαζί». Ὅταν πέφτουμε, δὲν μᾶς ἀποστρέφεται. Ὅταν τὸν ξεχνοῦμε, δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει. Ὅταν τὸν ζητοῦμε, τρέχει μὲ λαχτάρα. Ξέρει τὰ χάλια μας. Ὅμως εἶναι φίλος μας.
Τί ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς (γιὰ ἐμᾶς βέβαια,ὄχι γι’ αὐτόν); Νὰ τὸν δεχθοῦμε ὅπως εἶναι. «Ἐγὼ σᾶς δέχομαι ὅπως εἶστε· δεχθεῖτε καὶ ἐσεῖς ἐμένα ὅπως εἶμαι. Μὴ μὲ παραμορφώνετε! Μὴ μὲ ἀδικεῖτε! Μὴ μὲ φοβεῖσθε! Μὴ μὲ βλέπετε σὰν μπαμπούλα, σὰν δικαστή, σὰν μία σπάθη ποὺ ἐπικρέμαται ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν κάθε ποὺ ἀστοχεῖτε στὴν ζωή σας. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ὁ Ἰησοῦς ποὺ σταυρώθηκα γιὰ σᾶς; Δὲν εἶμαι αὐτὸς ποὺ σᾶς ἔπλυνα τὰ πόδια; Αὐτὸς ποὺ σᾶς ὑποσχέθηκα ὅτι θὰ ζωσθῶ ξανὰ τὴν ποδιά μου στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ θὰ σᾶς διακονῶ αἰωνίως; Δὲν μὲ ἀδικεῖτε, ὅταν μὲ φοβεῖσθε; Δὲν δείχνετε ὀλιγοπιστία στὰ λόγια μου; Ἀθέτησα ποτὲ ἐγὼ ὑπόσχεσή μου;»
Ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, δὲν λυπεῖται τόσο ὅταν παραβαίνουμε τὶς ἐντολές του, ὅσο ὅταν παραμορφώνουμε τὸ πρόσωπό του, τὴν ἀλήθειά του. Δὲν εἴδατε ὅτι ἀγκάλιασε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἔβαλε λάδι στὶς πληγές τους, ἐνῷ στάθηκε ἀμείλικτος πρὸς τοὺς ὑποκριτές; Δὲν εἴδατε ὅτι οἱ Πατέρες μας, οἱ τόσο πραεῖς καὶ ταπεινοί, ἐγίνοντο κέρβεροι ὁσάκις ἐθίγετο ἡ ἀλήθεια; Διότι αὐτὴ (ἡ ἀλήθεια) προηγεῖται τῆς ἠθικῆς. Πότε ἐπὶ τέλους θὰ τὸ καταλάβουμε αὐτό!