Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Η συγκατάβαση μας προς τον Αλλον

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΜΕ ΘΕΜΑ
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗ ΣΗΜΕΡΑ


Η συγκατάβασή μας προς τον "Aλλο"

στοιχείο του ορθόδοξού μας ήθους

* Διοργανώθηκε από τον Σχολικό Σύμβουλο Θεολόγων Βορείου Αιγαίου και την Ενωση θεολόγων ν. Λέσβου


Tης κ. Αναστασίας Σκούρτσου – Αναγνώστου *


O Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων Β. Αιγαίου κ. Ανδρέας Αργυρόπουλος σε συνεργασία με την Ένωση Θεολόγων Λέσβου πραγματοποίησε συνάντηση των Θεολόγων του νησιού με τον π. Βασίλειο Θερμό, επίκουρο καθηγητή της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών, ψυχίατρο παιδιών και εφήβων, το Σάββατο στις 23 Μαΐου 2009 στο Π.Ε.Κ. Μυτιλήνης. Τη συνάντηση τίμησαν με την παρουσία τους ο Προϊστάμενος Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης κ. Ευστράτιος Αναγνώστου, ο Σχολικός Σύμβουλος Μαθηματικών κ. Πρόδρομος Ελευθερίου, ο Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής κ. Γεώργιος Πανσεληνάς και ο Διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ν. Λέσβου κ. Αθανάσιος Φραγκόπουλος.

Tο θέμα της εισήγησης του π. Βασιλείου Θερμού ήταν «Η Θεολογία σε διάλογο με το σήμερα». Ιστορικά ο εισηγητής αναφέρθηκε στην εποχή της νεωτερικότητας, που ξεκίνησε την εποχή του διαφωτισμού, όπου κυριαρχούσε η έννοια της ιδεολογίας. Κάθε ιδεολογία ερχόταν με την φιλοδοξία της μοναδικής αλήθειας. Στη συνέχεια με τη μετανεωτερικότητα ήρθε να ατονήσει η σημασία της ιδεολογίας και τονίστηκε η έννοια και η αξία της εμπειρίας. Ακόμα και με την αποδόμηση κάποιων παραδοσιακών αξιών έρχονται κάποιες άλλες νέες αξίες, που έχουν τη δική τους συμβολή στη δημιουργία του κοινωνικού «γίγνεσθαι».

Το θέμα, λοιπόν, της εισήγησης αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα, γιατί ζούμε σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου καλείται ο καθένας μας, και πιο συγκεκριμένα ο θεολόγος, να αναπτύξει διάλογο με το «διαφορετικό» άνθρωπο, σε ένα κλίμα σεβασμού και αποδοχής του άλλου. Η λέξη κλειδί, που χρησιμοποιήθηκε από τον π. Βασίλειο Θερμό, ήταν η «συγκατάβασή» μας προς τον «Άλλο». Αυτό σημαίνει ότι κατεβαίνω εκεί, που είναι «ο Άλλος», και τον συναντώ ως πρόσωπο με αγάπη και ωριμότητα. Αυτά τα γνωρίσματα είναι απαραίτητα για το θεολόγο να συνυπάρχουν, προκειμένου να πετύχει μια ουσιαστική σχέση με τους μαθητές του και τις μαθήτριες του. «Δεν μιλώ για την πίστη μου από θέση υπεροχής και έπαρσης, γιατί αυτά τα γνωρίσματα δεν συνάδουν με το Ορθόδοξο ήθος», τόνισε χαρακτηριστικά ο π. Βασίλειος Θερμός.

Ο ομιλητής στη συνέχεια αναφέρθηκε σε ιεραποστόλους, που έζησαν κοντά σε ανθρώπους, σεβόμενοι τους ίδιους, τον πολιτισμό τους, τη γλώσσα τους. Αφού πρώτα δημιούργησαν κλίμα αγάπης και εμπιστοσύνης, τότε μόνο μπόρεσαν να τους μιλήσουν για το Χριστό. Αυτή η στάση τους μας παραπέμπει στην «ενανθρώπηση» του Χριστού. Ο ίδιος γίνεται άνθρωπος, δίνει αξία στον άνθρωπο και τον καλεί να εξυψωθεί. Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήλθε σε συγκεκριμένο πολιτισμό, στον οποίο ο ίδιος υπάκουσε κατά την ανθρώπινη φύση Του.

Ο π. Βασίλειος Θερμός υπενθύμισε ότι έχουμε ξεχάσει σήμερα οι ορθόδοξοι τη μεγάλη σημασία της ενανθρώπησης. Ενοχλούμαστε απ’ τη διαφορετικότητα του άλλου, την αμφιβολία του, την όποια αθεΐα του, γιατί πιθανώς όλα αυτά αποκαλύπτουν τις δικές μας ανασφάλειες, τις δικές μας αμφιβολίες. Είναι καιρός να ανοιχτούμε και να εκτιμήσουμε το όποιο καλό έχουν και οι «Άλλοι».

Aνέφερε, επίσης, ο π. Βασίλειος τα λόγια του προφήτη Ησαΐα, ο οποίος γράφει προς τη Νέα Ιερουσαλήμ, τη μελλοντική Εκκλησία: «Θα θηλάσεις γάλα Εθνών», δηλαδή τα έθνη θα προσφέρουν το γάλα τους, για να θρέψουν την Εκκλησία, η οποία μπορεί να το μεταβολίσει, διατηρώντας την ταυτότητά της. Αυτό ας το πάρουμε εμείς ως παράδειγμα ζωής. Εξάλλου, όλοι γνωρίζουμε την προσφορά του Ελληνισμού στο Χριστιανισμό και τη στάση των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας απέναντι στους Έλληνες συγγραφείς.
Ο π. Βασίλειος τόνισε παράλληλα τη μεγάλη προσφορά της θεολογικής σκέψης, που σήμερα αναγνωρίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Έργα αξιόλογων θεολόγων, όπως του Ολιβιέ Κλεμάν, του Σμέμαν, του Στανιλοάε, του Φλωρόφσκυ, του μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, έρχονται να διατρανώσουν την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα του διαλόγου της Θεολογίας με το σήμερα. Είναι καιρός πλέον να αναλάβουμε την προσωπική μας ευθύνη ως άνθρωποι και ως θεολόγοι.

Ο λόγος του π. Βασίλειου, όπως πάντα μεστός προβληματισμού, μας έφερε αντιμέτωπους με την ευθύνη μας μπροστά στο θεολογικό ρόλο μας. Θίχτηκε το θέμα του σχολικού εκκλησιασμού απ’ τους παρευρισκόμενους και τονίστηκε η αναγκαιότητα ουσιαστικών αλλαγών στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Συνοψίζοντας, νομίζω, ότι η επιτυχία μιας συζήτησης κρίνεται απ’ τον προβληματισμό και τη διάθεση αυτοκριτικής, που γεννά στον καθένα. Ευχόμαστε να ακολουθήσουν πολλοί από μας την ανοιχτότητα της σκέψης του π. Βασίλειου Θερμού, την αμεσότητα του λόγου του και την γλυκύτητα της έκφρασής του, μα πάνω από όλα την αγάπη του, γι αυτό που υπηρετεί.

* H κ. Αναστασία Σκούρτσου – Αναγνώστου είναι καθηγήτρια - θεολόγος

Πηγή: Ενωση Θεολόγων ν. Λάρισας: http://theologylar.blogspot.com/2009/05/h_31.html

Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Aπάντηση αδιορίστων θεολόγων στο κείμενο των "44"

Απάντηση της Συντονιστικής Επιτροπής

αδιορίστων θεολόγων στο κείμενο των «44»

Από την Συντονιστική Πανθεσσαλική Επιτροπή αδιορίστων Θεολόγων, λάβαμε και δημοσιεύουμε την παρακάτω επιστολή:

Βλέποντας το κείμενο που υπογράφεται από 44 θεολόγους, τους πρωτοεμφανιζόμενους ως «Πρωτοβουλία θεολόγων», θέλουμε να εκφράσουμε τις απορίες που δημιουργούνται και κάποιες προτάσεις μας.

Λέτε πως ο δάσκαλος πρέπει να διδάξει τα θρησκευτικά για να μην χαθεί η παντοδυναμία του. Όμως δεν σκεφτήκατε πως ο δάσκαλος έχασε την παντοδυναμία του με την εισαγωγή του θεσμού του ολοήμερου; (το ολοήμερο μόνο για φύλαξη των παιδιών έπρεπε να λειτουργεί. Είδατε εσείς παιδιά να φεύγουν από το ολοήμερο και να είναι καλογραμμένες οι εργασίες τους και να είναι προετοιμασμένα για τα μαθήματα της επόμενης μέρας; Τα παιδιά είναι κουρασμένα, εξαντλημένα γιατί μένουν έως τις 4 μ.μ. και ακολουθεί εντατικό πρόγραμμα εξωσχολικών δραστηριοτήτων και πραγματικής μελέτης στο σπίτι). Πως δέχθηκαν οι δάσκαλοι να δημιουργηθεί το ολοήμερο, (μήπως για να καλύψει την αδιοριστία τους εκείνη την εποχή;), να μπουν τόσες άλλες ειδικότητες εκπαιδευτικών υποστηρίζοντας πως ο ίδιοι δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις για να διδάξουν όλα τα μαθήματα. Τα Θρησκευτικά που δεν τα διδάσκεται στα παιδαγωγικά τμήματα (και αποδεικνύεται αν ανατρέξει κάποιος στα αναλυτικά προγράμματα των σχολών) πως μπορεί χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις να τα διδάξει; Δηλαδή βασίζεται στις εμπειρίες της προσωπικής του ζωής; Κι αν ανήκει κρυφά σε άλλο θρήσκευμα: Σε άλλη αίρεση; ‘Η αν είναι, όπως δηλώνουν ανεπίσημα στο διαδίκτυο, άθεοι; Τα παιδιά μας θέλουμε να διδαχθούν αρχές της αρτιότερης από τις θρησκείες, τη διδασκαλία της ορθόδοξης χριστιανικής μας θρησκείας.

Και ποιος είναι ο καταλληλότερος για να τις διδάξει; Φυσικά κάποιος που τα έχει διδαχθεί με μεράκι για οκτώ εξάμηνα στις Θεολογικές σχολές της Θεσσαλονίκης και Αθήνας. Προτείνετε να γίνουν επιμορφώσεις δασκάλων. Και γιατί να μην γίνουν επιμορφώσεις θεολόγων και να διδάξουν σε σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης; Και όποιος έχει πιστοποίηση υπολογιστή αναγνωρισμένη από το κράτος και επάρκεια σε κάποια ξένη γλώσσα γιατί να μην του γίνει κάποια επιμόρφωση και να διδάξει τα αντίστοιχα μαθήματα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης;

Και όσο για τη συμπαράσταση που θέλετε να απευθύνετε στους αδιόριστους συναδέλφους σας, θέλουμε να αντιπροτείνουμε το εξής: Αφού το κράτος καθιέρωσε να εισάγονται με τον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ οι άριστοι των εκπαιδευτικών για να στελεχώσουν το διδακτικό προσωπικό, γιατί να μην καθιερώσει κάτι τέτοιο, δηλαδή να συμμετέχουν με τις ίδιες προϋποθέσεις και οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί θεολόγοι στην διεκδίκηση της θέσης σε μια βαθμίδα της εκπαίδευσης; Πιστεύετε ότι δεν θα αναβαθμιστεί το εκπαιδευτικό σύστημα; Δεν θα ήταν πραγματική συμπαράσταση η συμμετοχή στην ίδια αγωνία και να διαβάζετε εντατικά, αν και θα έχετε το προνόμιο να απασχολείστε στο ίδιο αντικείμενο. Πιστεύετε πως δεν θα ήταν ανακούφιση για τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ αν ήξεραν πως υπάρχουν 4.033 θέσεις και να τις διεκδικούν 8.000 μόνιμοι και αδιόριστοι; Ξέρετε τι δουλειά θα έκαναν όσοι γνώριζαν ότι απειλούνταν η θέση τους;
Και αφού θεωρείτε ότι δεν χρειάζεται αύξηση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών τότε που οφείλεται αυτή η ηθική κατιούσα που ακολουθεί η κοινωνία μας; Μήπως οφείλεται και στην μη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, από μη καταρτισμένους διδασκάλους, ή το έργο των ήδη ενεργών στο διδασκαλικό έργο θεολόγων δεν είναι επαρκές;

Και σχετικά με την ύπαρξη αλλοδαπών μαθητών στα ελληνικά σχολεία θα ήταν φρόνιμο να υπάρχουν θεολόγοι που θα διδάσκουν χωριστά σε άλλα τμήματα παιδιά άλλων θρησκειών, όπως δηλαδή διδάσκονται με επιλογή από τους μαθητές η ξένη γλώσσα, Γαλλικά ή Ιταλικά. Πιστεύετε ότι θα μπορούσαν να διδαχθούν τη διδασκαλία του Χριστού ή τη διδασκαλία του Μωάμεθ κ.τ.λ. σε ένα κράτος όπου η πλειοψηφία των πολιτών είναι ορθόδοξοι; Κάτι τέτοιο υπάρχει στις άλλες χώρες; Διδάσκονται μόνο τη διδασκαλία του Χριστού σε κράτη που είναι μουσουλμανικά κ.τ.λ.; Τι προτείνετε εσείς; Μήπως θα ήταν καλό και για τους μη ορθόδοξους να διδαχθούν την ορθόδοξη διδασκαλία και τμήματα από τα άλλα θρησκεύματα; Πιστεύετε ότι οι ιδέες της ορθοδοξίας δεν θα ωφελήσουν αν τις ακούσουν και παιδιά από άλλες θρησκείες ως γενικές γνώσεις ;

Κι αν μέσα στην ίδια τη χώρα μας σταματήσουμε να διδασκόμαστε την παράδοση την ορθόδοξη για να ικανοποιήσουμε μόνο τους οικονομικούς μετανάστες σκεφτήκατε πως αυτό πρέπει να γίνει και στο μάθημα της ιστορίας ,της γεωγραφίας, στην αγωγή του πολίτη, στη γλώσσα;

Τέλος, αγαπητοί συνάδελφοι που υπογράφετε το κείμενο, που τόσο πολύ ενδιαφέρεστε για το μη διορισμό των θεολόγων στα δημοτικά σχολεία, για το τυχόν ψυχολογικά προβλήματα που θα δημιουργήσουμε στη νεολαία μας, με αποτέλεσμα εξαιτίας μας να δημιουργηθεί μια <βίαια κοινωνία>, δεν είδαμε κανέναν από τους δασκάλους που δηλώνουν άθεοι στο διαδίκτυο και ζητούν κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, δεν ενημερώσατε για τις απόψεις τους, ούτε το Παιδαγωγικό ινστιτούτο, ούτε τον υπουργό Παιδείας, ούτε τον Αρχιεπίσκοπο ούτε και τις Ενώσεις των θεολόγων .

Επίσης δεν είδαμε πολλούς μόνιμους καθηγητές και δασκάλους που απαξιώνουν το μάθημά μας να κάνουν αγώνα και να ζητήσουν την άρση των επίσημων θρησκευτικών αργιών για να αναπληρώσουν τις "χαμένες ημέρες» αλλά βολεύονται κατά το δοκούν .

Με εκτίμηση

ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΝΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΔΙΟΡΙΣΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ, Καραμαλίγκα Ζωή 6947273783, Μπεκίρης Αλέξανδρος 6934617724, Παυλής Μιχαήλ 6945319698, Παπαϊωάννου Μαρία 6944999440, Τότσικα Βάσω 6945287347.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

"Tα Θρησκευτικά ως αίτημα Παιδείας και όχι συντεχνίας"

AΠΑΝΤΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΣΕ
ΜΙΑ EΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ:

«Τα “Θρησκευτικά” ως αίτημα

παιδείας και όχι συντεχνίας» [1]

Στις αρχές Μαρτίου διαβιβάστηκε προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων η αρ. 4312 Επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφερόμενη στην αντιμετώπιση της αδιοριστίας των θεολόγων. Παρά το γεγονός ότι η Επιστολή στην πραγματικότητα διαβιβάζει πορίσματα μιας ημερίδας της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (Π.Ε.Θ.) με θέμα «Εκκλησία και θεολόγοι», ταυτόχρονα προσεγγίζει καίρια ζητήματα θρησκευτικής εκπαίδευσης με τρόπο που ευνοεί λαθεμένες και συγχυτικές αντιλήψεις γύρω από τις διεκδικήσεις του μαθήματος των Θρησκευτικών (ΘΜ). Κι όλα αυτά σε μια χρονική στιγμή που το μάθημα βρίσκεται σε μια πραγματικά κρίσιμη καμπή. Ποια είναι αυτά τα ζητήματα;

Πρώτα πρώτα αυτό που λέγεται στην κατακλείδα της Επιστολής, για το χαρακτήρα του ΘΜ, καθώς η ΔΙΣ εκφράζει με σαφήνεια την «παγίαν θέσιν Αυτής» για ένα καθαρά ομολογιακό ΘΜ το οποίο να διδάσκεται υποχρεωτικά «δια τους Χριστιανούς Ορθοδόξους μαθητάς». Κι εμείς, απορούμε: Αυτός είναι άραγε ο στόχος των «Θρησκευτικών»; Να διδάσκεται υποχρεωτικά στους Ορθοδόξους μαθητές; Ακριβώς επειδή ένας τέτοιος στόχος συνεπάγεται την προαιρετικότητά του μαθήματος, αφού στις σχολικές μας τάξεις δεν φοιτούν πλέον αποκλειστικά Ορθόδοξοι μαθητές, όλοι εμείς οι δάσκαλοι των Θρησκευτικών, μετά τις παλινωδίες του καλοκαιριού, έχουμε θέσει ως κυρίαρχη διεκδίκησή μας την υποχρεωτική διδασκαλία του ΘΜ σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής τους – ή μη – δέσμευσης. Και επειδή το ομολογιακά σχεδιασμένο μάθημά μας δεν μπορεί να ανταποκριθεί σ’ αυτό το στόχο, έχουμε δεσμευτεί να επεξεργαστούμε συγκεκριμένες προτάσεις για τον επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα, των διαστάσεων και των στοχεύσεων του ΘΜ.

Ως εκπαιδευτικοί, θεωρούμε την ανάγκη για ανανέωση, καθώς οι εποχές αλλάζουν, ως μια απόλυτα υγιή και συνετή αντίδραση οποιουδήποτε σχολικού μαθήματος επιδιώκει να λειτουργήσει κατ’ ουσίαν εκπαιδευτικά και μορφωτικά. Άλλωστε η ανθρωπιστική και η μορφωτική αρετή του ΘΜ – όπως και κάθε μαθήματος – δεν έγκειται στο εγγενές και απαράβατο περιεχόμενό του εκτός τόπου και χρόνου, αλλά στον τρόπο με τον οποίο υλοποιείται εδώ και τώρα. Κι εδώ και τώρα – ας παραδεχτούμε επιτέλους την πραγματικότητα – έχουμε σοβαρότατο πρόβλημα! Έχουμε πρόβλημα γιατί το μάθημά μας παρά την υπέρβαση του κατηχητισμού και τις πολλές και δυναμικές του βελτιώσεις (απ’ τη δεκαετία του 80 και μετά) κινείται – στο μεγαλύτερό του μέρος – σε στενά ομολογιακά πλαίσια. Παράδειγμα / απόδειξη: ας απαντήσουμε με ειλικρίνεια, όσοι από μας είμαστε δάσκαλοι, τι σημαίνει για το χαρακτήρα και τη νομιμοποιητική βάση ενός μαθήματος να τίθενται ως ζητήματα εργασίας σε λυκειακές σχολικές τάξεις τα παρακάτω ερωτήματα: «Πώς μπορούμε να αποδείξουμε ότι συμφωνούμε με την άποψη της Εκκλησίας;» ή «Ο Χριστός σταυρώθηκε για μας. Πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε κι εμείς στη μεγάλη δωρεά που μας έκαμε;» ή ακόμη «Ποια είναι τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται ο εξομολογούμενος;». Όσοι εκτιμούν ότι θα πρέπει να διατηρηθεί ο στενά ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος, που νομιμοποιεί τέτοιου είδους ερωτήσεις/προσεγγίσεις, ας είναι έτοιμοι για την αναπόφευκτη καθιέρωση της προαιρετικότητάς του. Ως δάσκαλοι, μπορούμε να φανταστούμε πόση ασάφεια, σύγχυση, διάκριση, υποτίμηση κ.ά. συνεπάγεται ένα προαιρετικό μάθημα στις συνθήκες του σύγχρονου ελληνικού σχολείου!

Τα επιχειρήματα όσων υπεραμύνονται του ομολογιακού χαρακτήρα του ΘΜ συχνά βασίζονται στο «τι γίνεται στην Ευρώπη», ότι δηλαδή οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γερμανία, Αυστρία) έχουν ομολογιακή θρησκευτική εκπαίδευση. Πράγματι αυτό ισχύει, ωστόσο είναι εξαιρετικά παραπλανητικό να παραλείπεται η επισήμανση ότι αυτή η ομολογιακή θρησκευτική εκπαίδευση δεν ασκείται από μια ομολογία, αλλά από όλες τις αναγνωρισμένες θρησκείες ή ομολογίες Μιλάμε δηλαδή για 3, 4, 5 διαφορετικά ΘΜ που διδάσκονται με την ευθύνη της κάθε θρησκευτικής κοινότητας. Όσοι, λοιπόν, όντας ελλιπώς πληροφορημένοι, φτάνουν να χρησιμοποιούν άκριτα αυτό το επιχείρημα, ας αποφασίσουν αν θα ήθελαν μια τέτοια θρησκευτική εκπαίδευση στο ελληνικό σχολείο, αφού τότε θα είναι αναπόφευκτη η εκχώρηση της ευθύνης για ΘΜ και σε άλλες θρησκευτικές κοινότητες.

Απ’ την άλλη μεριά, πολύς λόγος γίνεται – κυρίως από όσους αρνούνται το ομολογιακό ΘΜ – για το λεγόμενο «θρησκειολογικό». Με επιχείρημα ότι ένας τέτοιος τύπος μαθήματος διασφαλίζει τη νηφάλια και ουδέτερη πληροφόρηση των μαθητών «γύρω από τις θρησκείες», οι Έλληνες υπερασπιστές του επισημαίνουν προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες που το «εφαρμόζουν» (π.χ. Αγγλία, Δανία). Όμως κι εδώ αναγνωρίζουμε έναν υπεραπλουστευτικό λόγο που φτάνει να παραθεωρεί ουσιαστικές παραμέτρους. Κι αυτό γιατί οι χώρες οι οποίες εφαρμόζουν μη ομολογιακή πολυ-θρησκευτική εκπαίδευση, στην πραγματικότητα επιδιώκουν πολύ περισσότερα πράγματα από την «ουδέτερη πληροφόρηση περί θρησκειών». Αν, λοιπόν, χρειαζόμαστε κατανόηση του τι πραγματικά γίνεται με την μη ομολογιακή θρησκευτική εκπαίδευση στην Ευρώπη, δεν μπορούμε να αρκεστούμε στις συχνά απροϋπόθετες και στατιστικού χαρακτήρα πληροφορίες του διαδικτύου, αλλά να ανοίξουμε τα Αναλυτικά Προγράμματα, το διδακτικό υλικό, τους διδακτικούς σχεδιασμούς και τις καταγεγραμμένες εμπειρίες των δασκάλων αυτών των χωρών. Αν το κάνουμε, θα διαπιστώσουμε πως η «θρησκειολογικού» τύπου πληροφόρηση, για την οποία τόσος λόγος γίνεται στην Ελλάδα, είναι μία μόνον παράμετρος της μη ομολογιακής θρησκευτικής μάθησης. Πως στα πλαίσια μιας τέτοιας θρησκευτικής εκπαίδευσης – της οποίας άλλωστε ο βασικός κορμός είναι ο Χριστιανισμός – οργανώνονται διδακτικές διεργασίες οι οποίες επιτρέπουν στους μαθητές να καλλιεργήσουν κριτική γνώση γύρω από τα θρησκευτικά ζητήματα και ευαισθησία για την εκτίμηση των θρησκευτικών πνευματικών επιτευγμάτων, να αναπτύξουν θεμελιωμένους θρησκευτικούς / πνευματικούς συλλογισμούς, να ανακαλύψουν τις διαστάσεις της θρησκευτικής πίστης και συμπεριφοράς, να αναζητήσουν την θρησκευτική αλήθεια της κοινωνίας τους και του εαυτού τους, και ταυτόχρονα να καταφέρνουν να διαλέγονται και να συνδιαμορφώνονται με τους θρησκευτικά και πολιτιστικά «άλλους».

Όταν όμως όλες αυτές οι διαστάσεις με ευκολία αποσιωπούνται ή παραθεωρούνται και προβάλλεται μόνον η «ουδέτερη πληροφόρηση / γνώση», τότε – πέρα από τη διαστρεβλωμένη εικόνα του τι πράγματι γίνεται στην Ευρώπη – ισχυροποιούνται τα επιχειρήματα όσων πολεμούν αυτή την εκδοχή της θρησκευτικής εκπαίδευσης και αυξάνονται οι φοβικές στάσεις απέναντι σε οποιοδήποτε ΘΜ δεν είναι το ομολογιακό που γνωρίζουμε. Το αποτέλεσμα: χάνουμε την πολύτιμη ευκαιρία να εμπλουτίσουμε το δικό μας προβληματισμό με τα όσα κατάφεραν χώρες οι οποίες πραγματοποίησαν πλούσια θρησκειοπαιδαγωγική πορεία και αντιμετώπισαν πρωιμότερα συνθήκες που εμείς τώρα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.

Ένας άλλος φόβος που εκφράζεται μπροστά στην προοπτική της ανανέωσης του ΘΜ αφορά στις «ρίζες» μας που κινδυνεύουν αν το μάθημα απομακρυνθεί από το ομολογιακό του πλαίσιο, στην απώλεια της θρησκευτικής και εθνικής μας ταυτότητας, στη σύγχυση και στο συγκρητισμό που δήθεν ελλοχεύουν. Κι εδώ αναρωτιόμαστε και πάλι: Με ποια λογική ένα μάθημα που θέλει να υπερβεί την ομολογιακότητα, να διευρύνει τα όρια και τις κατευθύνσεις του και να δημιουργήσει θρησκευτικά συνειδητοποιημένους και διαλεγόμενους πολίτες αποτελεί απειλή και «ξεχέρσωμα ριζών»; Γιατί ένα μάθημα που θα περιέχει μεν πλούσιες πληροφορίες για τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, αλλά ταυτόχρονα θα διευκολύνει τους μαθητές να αναγνωρίσουν πόσο ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ιδιαίτερα επηρέασε και συνδιαμόρφωσε τον ελληνικό πολιτισμό, ως παράδοση, ως τέχνη, ως ήθος, ως στάση ζωής, συνιστά απειλή; Με ποιον τρόπο αυτή η συνδυαστική προσέγγιση μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε τις ρίζες μας και την ταυτότητά μας; Εκτός κι αν αναφερόμενοι στις ρίζες μας υπονοούμε ό,τι μας διαχωρίζει από τους «άλλους» και μας καθιστά ανώτερους και εκλεκτούς, ό,τι δηλαδή αποκλείει τους «άλλους». Διατηρούμε τη βεβαιότητα πως οι «ρίζες» μας ίσα ίσα μπορούν να μας ενώνουν με τους «άλλους», καθώς όλοι οι άνθρωποι, και οι μη Έλληνες και οι μη Χριστιανοί έχουν «ρίζες», αγαπούν το καλό και το ωραίο, αναζητούν το νόημα της ζωής, ελπίζουν για την ποιότητα και την πρόοδο και βέβαια επιδιώκουν την προσωπική συνάντηση!

Πώς εννοούμε, λοιπόν, μιαν πραγματικά ανανεωμένη θρησκευτική εκπαίδευση; Πρώτα πρώτα κανένας σώφρων και δεσμευμένος στον παιδαγωγικό του ρόλο θεολόγος δεν φαντάζεται μια λύση – αντιγραφή. Είναι σίγουρο πως χρειάζεται να οικοδομήσουμε μια προσέγγιση που θα λάβει μεν υπόψη της τα όσα έχουν διερευνηθεί, αναλυθεί, μελετηθεί στην Ευρώπη, αλλά κυρίως θα επικεντρωθεί στις συγκεκριμένες και ιδιαίτερες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Κι όπως φαίνεται η ελληνική κοινωνία δε χρειάζεται απλώς πληροφόρηση περί θρησκειών, αλλά μια διευρυμένη και δυναμική θρησκευτική μάθηση. Τι θα πει αυτό; Επειδή η πραγματοποίηση της μάθησης αναγνωρίζεται μόνον στα αποτελέσματα που επιφέρει στους μαθητές (κι όχι στις διακηρύξεις των δασκάλων ή των σχεδιαστών εκπαιδευτικής πολιτικής) αποβλέπουμε σε μαθητές που να έχουν την ικανότητα να κάνουν πολλές ερωτήσεις γύρω από τη θρησκευτικότητα κι όχι να αναμασούν στερεότυπες απαντήσεις, να αναπτύσσουν προσωπικές θρησκευτικές αναζητήσεις και όχι να αποδέχονται θεσμοποιημένες βεβαιότητες, να ελέγχουν και να κατανοούν κριτικά τη θρησκευτική γνώση και όχι να υποτάσσονται σε δεδομένες παραδοχές, να διαμορφώνουν τις δικές τους υπεύθυνες απόψεις και στάσεις ζωής γύρω από τη θρησκευτική πίστη και τον Χριστιανισμό. Άλλωστε για μας αυτός είναι και ο δρόμος της γνήσιας θεολογικής αναζήτησης και της περιπέτειας της πίστης στο Θεό. Στη συνέχεια, ως προς τα περιεχόμενα του μαθήματος, σίγουρα η θρησκειολογική ύλη θα πρέπει να εμπλουτιστεί και να διαχυθεί σε όλες τις τάξεις, χωρίς όμως να εξαντλείται σε στεγνές και άνευρες πληροφορίες, αλλά να παρέχει ευκαιρίες για πραγματική γνωριμία και διάλογο με τη ζωή και τον πολιτισμό της κάθε θρησκείας. Εννοείται πως ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ειδικότερα θα πρέπει να αποτελούν το μεγαλύτερο και κύριο σώμα όλων των τάξεων, με έμφαση στην ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας μας. Κι αυτό βέβαια με τρόπο που να αφορά και να ενδιαφέρει τον καθένα μαθητή που ζει στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την πολιτιστική του προέλευση.

Όλος αυτός ο προβληματισμός αναπτύσσεται στις ομάδες θεολόγων που έχουν διαμορφωθεί και εργάζονται άτυπα αλλά οργανωμένα σε όλη την Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα και αλλού). Και ελπίζουμε ότι θα ληφθεί υπόψη από τους συνταγματικά κατοχυρωμένους υπεύθυνους για τις αλλαγές του ΘΜ, δηλαδή το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, στους σχεδιασμούς Αναλυτικών Προγραμμάτων. Γνωρίζουμε ότι ο δρόμος δεν είναι εύκολος, ούτε οι λύσεις υπάρχουν «στο τσεπάκι» κάποιου ειδήμονα. Ωστόσο δεν μπορεί να παραθεωρούνται τα ζητήματα που έχουν πλέον τεθεί στο τραπέζι του διαλόγου και να προτείνεται – και μάλιστα με το κύρος μιας Επιστολής της ΔΙΣ – ένα ΘΜ που διατηρεί τον στενά ομολογιακό χαρακτήρα του.

Ως προς τις ώρες διδασκαλίας του ΘΜ στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θεωρούμε πως η ποιοτική αναβάθμιση ενός μαθήματος δε σχετίζεται με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας του, αλλά με τη βελτίωση των περιεχομένων και των στόχων του και βέβαια με την εκπαίδευση των δασκάλων του. Λαμβάνοντας υπόψη τα ήδη σκληρά ωράρια των μαθητών αλλά και τις ώρες διδασκαλίας των άλλων μαθημάτων, θεωρούμε πως οι ώρες διδασκαλίας του ΘΜ στο ελληνικό σχολείο είναι αρκετές. Ως προς το αίτημα όμως του διορισμού των θεολόγων στην Πρωτοβάθμια, εκτιμούμε ότι τινάζει στον αέρα τη βασική ψυχοπαιδαγωγική προϋπόθεση της διδασκαλίας των παιδιών αυτής της ηλικίας από έναν δάσκαλο[2] (ο οποίος αναπτύσσει μια στενά συναισθηματική σχέση – σχεδόν σα γονιός – μαζί τους, παρέχει τη μάθηση αδιάσπαστα και διεπιστημονικά και έχει εκπαιδευτεί ειδικά γι’ αυτή την ηλικία). Επιπλέον, μια τέτοια πρόταση ανοίγει το δρόμο σχετικών διεκδικήσεων από όλες τις ειδικότητες. Αν πράγματι θεωρούμε ότι στο Δημοτικό δε γίνεται καλή δουλειά ως προς το ΘΜ, μια ρεαλιστική πρόταση θα αφορούσε τη διεκδίκηση ουσιαστικής θρησκειοπαιδαγωγικής κατάρτισης των δασκάλων στα Παιδαγωγικά Τμήματα. Όπως και να’ χει δεν μπορεί η αντιμετώπιση της αδιοριστίας των θεολόγων να τίθεται ως κριτήριο για την αναβάθμιση του ΘΜ. Κι αυτό δε σημαίνει ότι δε σεβόμαστε και δε συμπαραστεκόμαστε τους αδιόριστους και άνεργους θεολόγους.

Πέρα από τις παραπάνω αντιρρήσεις μας στα σημεία της Επιστολής, θεωρούμε δυσμενέστερο το σημαινόμενό της, καθώς με την κοινοποίησή της δημιουργείται η αίσθηση – στην κοινή γνώμη αλλά και στους θεολόγους – ότι η Ποιμαίνουσα Εκκλησία υιοθετεί αυτές τις προτάσεις της ΠΕΘ ως θετικές για την εξέλιξη του μαθήματος ή ακόμη περισσότερο ότι όλες αυτές οι προτάσεις συνιστούν «εξέλιξη» για το ΘΜ. Είμαστε βέβαιοι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνον ενισχύονται οι στερεότυπες παρανοήσεις γύρω από τη θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα, αλλά χρειάζεται να ξαναρχίζουμε το διάλογο απ’ το μηδέν!

Είναι αλήθεια πως κάθε εποχή έχει τους φόβους της. Συχνά μάλιστα αυτοί δεν σχετίζονται με πραγματικούς κινδύνους, αλλά με μια περιρρέουσα κινδυνολογία. Ως θεολόγοι στοχεύουμε να παλέψουμε για ένα υποχρεωτικό σχολικό μάθημα για όλους τους μαθητές με ξεκάθαρα παιδαγωγικό χαρακτήρα, υπερβαίνοντας τις κινδυνολογίες, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Θεμελιώδες κριτήριο των τολμηρών αλλαγών που θα χρειαστεί να γίνουν ας είναι το δικαίωμα του κάθε παιδιού να γίνει ένας θρησκευτικά εγγράμματος και συνειδητοποιημένος πολίτης που έχει εκπαιδευτεί να σέβεται και να συνυπάρχει με τον όποιον «άλλον». Ας μην ξεχνάμε ότι «το σχολείο, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, έχει να συναγωνιστεί μυριάδες “αντι-σχολεία” ως προς τον καθορισμό της διαφορετικότητας, της ταυτότητας και του αυτοσεβασμού … ότι συναγωνίζεται με άλλα τμήματα της κοινωνίας τα οποία επίσης προσφέρουν αξίες, με τραγικές ίσως συνέπειες για την κοινωνία». (Jerome Bruner)

* Ακολουθούν οι υπογραφές 44 θεολόγων από όλη την Ελλάδα:

Αγγελάκη Δήμητρα, Αμπατζίδης Θεόφιλος, Ανδριόπουλος Παναγιώτης, Βολάκης Παναγιώτης, Γιαννόπουλος Ανδρέας, Γκαλίτσιος Πρόδρομος, Γκαργκάνα Σουλτάνα, Γριζοπούλου Όλγα, Γώγου Βάσω, Δαμαλής Γιάννης, Ζωχιού Μαρία, Καζλάρη Πηγή, Καλαϊτζίδης Παντελής, Καραγιάννης Παναγιώτης, Κατσούδας Κώστας, Κετικίδης Γιώργος, Κρανιώτης Μιχάλης, Κυριακίδου Άννα, Λίλιας Πέτρος, Λίτσιος Γιάννης, Μαλεβίτης Ηλίας, Μάλφας Γεώργιος, Μαραθιά Διονυσία, Μασσαράς Θεοχάρης, Μαυροκωστίδης Γρηγόρης, Μιχαηλίδης Κώστας, Μπέλος Ζήσης, Μουντζουρίδης Γεώργιος, Μπάρλος Αποστόλης, Νευροκοπλής Θανάσης, Σεβαστίδου Γεωργία, Στυλιδιώτης Ηλίας, Πάλμος Νεκτάριος, Παπαθανασίου Γιαννούλα, Παπαθανασίου Θανάσης, Παπασωτηρόπουλος Χριστόφορος, Πεϊνιρτζή Κατερίνα, Ρούσσος Ηλίας, Ρούσση Βάσω, Τσανανάς Γιώργος, Φάκος Βασίλης, Φουντούλης Μιχάλης, Φωτόπουλος Χρήστος και Χλωρός Γιώργος.

Επικοινωνία : theologyhellas@gmail.com


[1] Αντιγράφοντας από το περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ
[2] Οι άλλες ειδικότητες που έχουν μπει (Μουσική, Γυμναστική, Ξένες Γλώσσες) αφορούν γνωστικά πεδία που δεν είναι δυνατόν να διδαχθούν από το δάσκαλο.

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Πανελλήνιο ιστορικό συνέδριο στο ΑΠΘ

Το 30ο Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο διοργανώνει στις 29-31 Μαϊου 2009 στο Α.Π.Θ. η Ελληνική Ιστορική Εταιρεία σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ.Στο Συνέδριο θα συμμετάσχουν ιστορικοί με 51 ανακοινώσεις που αναφέρονται στις τρεις περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας (Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεότερη).

Στις 29 Μαίου, στις 19:00 στην Αίθουσα Τελετών του Παλαιού Κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής θα πραγματοποιηθεί η Τελετή Έναρξης και συζήτηση Στρογγυλής Τράπεζας με θέμα: «ΝΕΑ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ». Εισηγητές θα είναι η Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου και ο Επίκουρος Καθηγητής του Α.Π.Θ. Σπυρίδων Σφέτας.

Τη συζήτηση Στρογγυλής Τράπεζας θα συντονίζει η Πρόεδρος της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας και Ομότιμη Καθηγήτρια του Α.Π.Θ. κ. Βασιλική Παπούλια.Οι εργασίες του Συνεδρίου θα συνεχιστούν με ανακοινώσεις το Σάββατο 30 Μαίου(10:30-14:00 και 18:00-19:30) και την Κυριακή 31 Μαίου 2009 (9:30-13:30) στις αίθουσες 101 και 112 του Νέου Κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

"Θέλουμε διάλογο με τους Αγιορείτες"

ΚΑΡΔΙΝΑΛΙΟΣ ΒΑΛΤΕΡ ΚΑΣΠΕΡ:

Θέλουμε διάλογο με τους Αγιορείτες *

Ο ισχυρός άνδρας της Αγίας Εδρας, στη συνέντευξή του στον «Α.τ.Κ.», παραδέχεται ότι ο διάλογος για την ένωση των δύο Εκκλησιών προχωρά με αργούς ρυθμούς, ωστόσο, αναφέρει ότι απαιτείται σοβαρή αντιμετώπιση των ζητημάτων που εξετάζονται από τη Μικτή Επιτροπή Ορθοδόξων και Καθολικών και σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορούν να πιεστούν τα πράγματα. Ο καρδινάλιος Βάλτερ Κάσπερ αναφέρεται στα «αγκάθια» αυτού του διαλόγου και στο φλέγον ζήτημα του πρωτείου του Πάπα και στο ρόλο του στο ενδεχόμενο της ενωμένης Εκκλησίας.

Οπως υπογραμμίζει, πρωτείο και συνοδικότητα είναι θεσμοί που βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση και το ένα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς το άλλο. Τονίζει, ακόμη, ότι «δεν αρκεί μόνο να προχωρά ο διάλογος σε υψηλό επίπεδο, όταν αυτός δεν είναι έχει γίνει αποδεκτός από τη βάση».

Σε πρόσφατη ομιλία σας, στη Θεσσαλονίκη, αναφέρατε ως βασικά ζητήματα στην πορεία του διαλόγου για την ένωση των δύο Εκκλησιών τα θέματα του πρωτείου του Πάπα, του φιλιόκβε (διαφορετική προσέγγιση για την παρουσία του Αγίου Πνεύματος) και της ουνίας. Ποιο, κατά τη γνώμη σας, αποτελεί το μεγαλύτερο «αγκάθι»;

Μέχρι τώρα, στο διάλογό μας, αναφερθήκαμε στο ζήτημα του επισκόπου της Ρώμης και ιδιαίτερα στο πρωτείο του Πάπα. Αυτό το θέμα είναι θεμελιώδες και για την αντιμετώπιση των άλλων δύο ζητημάτων. Η κοινή βάση αντιμετώπισής του είναι τα όσα ίσχυαν την πρώτη χιλιετία της ενωμένης χριστιανικής εκκλησίας, όπου υπήρχε κάποιος ρόλος, αποδεκτός σε Ανατολή και Δύση. Ωστόσο, δεν έχουμε καθορίσει ακόμη το ρόλο του μέσα στην οικουμενική Εκκλησία. Βέβαια, την πρώτη χιλιετία, ο ρόλος του επισκόπου της Ρώμης και η άσκηση του πρωτείου του συνδέονται με το θέμα της συνοδικότητας. Δεν είναι όμως ένα ζήτημα μόνον ακαδημαϊκό, θεολογικό και επιστημονικό, αλλά και θέμα βιώματος, αδερφικής σύμπνοιας και αγάπης μεταξύ του επισκόπου της Ρώμης και του επισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως. Εκτός από τον επίσημο διάλογο των δύο επιτροπών, έχουμε τα τελευταία χρόνια και διάλογο αγάπης μεταξύ των δύο εδρών και των δύο Πατριαρχών. Οι δύο Εκκλησίες αντιμετωπίζουμε τις ίδιες προκλήσεις και πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε σε πνεύμα διαλόγου. Πρέπει να δώσουμε μία κοινή μαρτυρία για όλα αυτά τα θέματα που απασχολούν το σύγχρονο κόσμο.

Συνδυάζεται το πρωτείο του Πάπα με τη συνοδικότητα που εφαρμόζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία;

Στο διάλογο ξεκινάμε με αφετηρία ένα βασικό κανονικό κείμενο, τον 34ο Κανόνα που αναφέρεται σ' αυτό ακριβώς το θέμα. Σε αυτό το κείμενο υπάρχει μια σημαντική διακήρυξη: Οτι ο πρώτος δεν μπορεί να κινηθεί χωρίς τους άλλους και οι άλλοι χωρίς τον πρώτο. Ο πρώτος συντονίζει, συγκαλεί το συνοδικό σύστημα. Δεν υπάρχει συνοδικό σύστημα χωρίς τον πρώτο και το αντίστροφο, είναι αλληλοεξαρτόμενοι. Επίσης, στην Καθολική Θεολογία, ο Πάπας δε λειτουργεί ως ανεξάρτητος, δηλαδή εκτός του όλου σώματος της Εκκλησίας. Εκφράζει αυτό το οποίο αποτελεί τη συνείδηση της Εκκλησίας.

Διαπιστώνετε, όμως, και εσείς ότι ο διάλογος αυτός προχωράει με αργούς ρυθμούς...

Είναι αλήθεια. Χρειάζεται όμως υπομονή και δεν μπορούμε να πιέσουμε τα πράγματα γιατί είναι ζητήματα που απαιτούν σοβαρή αντιμετώπιση. Ο διάλογος, επίσης, πρέπει να έχει και μία αποδοχή από το πλήρωμα της Εκκλησίας και γι' αυτό, απαιτείται χρόνος. Εντέλει, η ενότητα της Εκκλησίας είναι δώρο Θεού, είναι έργο του Αγίου Πνεύματος.

Συμμετοχή των πιστών

Υπάρχει, ωστόσο, η εντύπωση ότι οι πιστοί δε γνωρίζουν τα του διαλόγου και ότι αυτός γίνεται περισσότερο σε θεολογικό επίπεδο και δεν τους αγγίζει.

Αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι αληθεύει εκ μέρους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ βλέπουμε ότι και ο Τύπος ασχολείται εκτενώς με αυτό το θέμα. Η ενημέρωση των πιστών είναι έργο και καθήκον των επισκόπων. Σημαντική είναι και η συμβολή των δημοσιογράφων, οι οποίοι θα πρέπει να γνωστοποιήσουν στον κόσμο τις παραμέτρους των συζητήσεων που γίνονται.

Για το Σχίσμα δε ρωτήθηκαν οι πιστοί. Η ενότητα των δύο Εκκλησιών πρέπει να ξεκινήσει από τον κόσμο;

Βεβαίως. Δεν αρκεί μόνον να προχωρά ο διάλογος σε υψηλό επίπεδο, όταν δεν είναι αποδεκτός από τη βάση. Σε αυτό μπορούν να βοηθήσουν οι ιερείς, οι οποίοι είναι κοντά στο λαό. Πρόσφατα, επισκέφτηκε τη Ρώμη μία ομάδα ιερέων από την Αθήνα. Η συμβολή του κλήρου στην κατεύθυνση της ενότητας είναι πολύ σημαντική.

Υπάρχει όμως και το ζήτημα της ουνίας, το οποίο απασχολεί ιδιαίτερα την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το κείμενο το όποιο έχουμε υπογράψει στη Μικτή Θεολογική Επιτροπή που συγκλήθηκε στο Μπαλαμπάντ του Λιβάνου αναφέρει ότι η ουνία δεν είναι ούτε το μοντέλο ούτε το πρότυπο της ένωσης των δύο Εκκλησιών. Αποτελεί μία εκκλησιολογία του παρελθόντος. Ομως, οι εκκλησίες αυτές -οι οποίες έπειτα από διάφορες ενώσεις ανά τους αιώνες, υφίστανται- έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν. Δεν είναι όμως, επαναλαμβάνω, το μοντέλο με το οποίο επιζητούμε την ενότητα.

Εκτίμηση για το Αγιον Ορος

Το Αγιον Ορος αποτελεί ένα χώρο από τον οποίο προέρχονται πολλές αντιδράσεις για το διάλογο που αφορά την ένωση των δύο Εκκλησιών.

Νομίζω ότι ο μοναχισμός έχει τις ίδιες αρχές τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Και ο δυτικός μοναχισμός αναφέρεται στις ίδιες πατερικές πηγές του ανατολικού μοναχισμού, για παράδειγμα στον Αγιο Βασίλειο, στον Αγιο Αθανάσιο... Η Δύση έχει αντλήσει πολλά από τον ανατολικό μοναχισμό. Είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους έχει μεγάλη σημασία η ανταλλαγή των μοναχισμικών εμπειριών Ανατολής και Δύσεως. Ο μοναχισμός αποτελεί ένα χώρο που εμπλουτίζει την Εκκλησία, ανήκει στην πνευματικότητά της. Πλην όμως, χρειάζεται και πνεύμα μετανοίας εκ μέρους του μοναχισμού.

Θα θέλατε κάποια στιγμή να επισκεφτείτε το Αγιον Ορος;

Θα ήμουν πολύ ευτυχής να το επισκεφτώ.Ποια είναι η εικόνα που έχετε στο Βατικανό για τη Μοναστική Πολιτεία του Αθω;Εχουμε βαθύτατη εκτίμηση για το βίωμα του μοναχισμού στο Αγιον Ορος. Θα ήμασταν πολύ ευτυχείς αν είχαμε κάποιο διάλογο με τους μοναχούς. Δε θα είχαμε αντιρρήσεις να ακούσουμε τα επιχειρήματά τους. Είμαστε έτοιμοι για διάλογο, με όλες τις επιφυλάξεις και τις αντιδράσεις που υπάρχουν από την άλλη πλευρά. Για τον οικουμενισμό, έχει μεγάλη σημασία να ακουστούν και οι φωνές των μοναχών. Εστω και αν αντιδρούν στο διάλογο.

* Εφημ. "ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ της Κυριακής", 24.05.2009, σελ. 34.

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Διαχριστιανικός διάλογος


Προβλήματα και προοπτικές

του θεολογικού διαλόγου

* Μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας

Του κ. Πέτρου Βασιλειάδη *

Το αίτημα της αποκατάστασης της ορατής ενότητας της Εκκλησίας δεν αποτελεί μόνον ιεραποστολική αναγκαιότητα, αλλά ύψιστη θεολογική και εκκλησιολογική επιταγή. O θεολογικός διάλογος (ο πολυμερής και οι διάφοροι διμερείς) για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απόρροια της αρχής της ανεκτικότητας, του κατεξοχήν δηλαδή αιτήματος της νεωτερικότητας. Ο οικουμενικός διάλογος είναι πρωταρχικά θέμα του «είναι» και της ταυτότητας της Εκκλησίας. Η ενότητα σύνολης της κτιστής δημιουργίας εν Xριστώ είναι ο υπέρτατος στόχος της Θείας Οικονομίας (πρβλ. Eφ 1,10 Kολ 3,11 κ.α.), ενώ η βασική επιταγή του Κυρίου ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙΝ (Iω 17,20-21) δεν μπορεί να αποτελεί απλή επιλογή, αλλά δεσμευτικό αξίωμα της χριστιανικής μαρτυρίας. Την επίτευξη βέβαια της ορατής ενότητας οι Ορθόδοξοι θεωρούμε έργο του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό το σκοπό αιώνες τώρα η Εκκλησία του Χριστού ακατάπαυστα προσεύχεται «υπέρ της των πάντων ενώσεως», έννοιας βέβαια πολύ ευρύτερης της καθ’ αυτό συμβατικής δομικής ενότητας του χριστιανισμού.

Είναι γεγονός, ότι σε όλη την οικουμένη οι θεολογικές αναζητήσεις τον αιώνα που πέρασε χαρακτηρίζονται από μια έντονη προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της εκκλησιακής ταυτότητας. Μετά από μια μακρά περίοδο αλαζονικής έπαρσης, αμυντικής εσωστρέφειας και εγωιστικής αποκλειστικότητας, οι διάφορες Εκκλησίες και χριστιανικές ομολογίες άρχισαν αργά, αλλά σταθερά, η μία μετά την άλλη, άλλες με υπέρμετρο ενθουσιασμό και άλλες με ανεξήγητο σκεπτικισμό, να τείνουν «ευήκοον ους» και προς τους (και τις) εκτός των τειχών.

Ο ουσιαστικότερος διάλογος της Ορθοδοξίας, όσο και αν θέλουν ορισμένοι σκόπιμα να το υποβαθμίσουν, ότι είναι αυτός με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, την «αδελφή εκκλησία» κατά την προσφιλή έκφραση του Αγ. Μάρκου του Ευγενικού, με την οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της β΄ χιλιετίας έπαψε να βρίσκεται μυστηριακή κοινωνία. Ο διάλογος αυτός, παρά τις θλιβερές μνήμες και δικαιολογημένες πικρίες των Ορθοδόξων, τις οποίες δημιούργησαν επάλληλα ατυχή συμβάντα του παρελθόντος (σταυροφορίες, ατυχείς απόπειρες επίτευξης ενότητας με βίαια μέσα, μεταγενέστερες δογματικές εξελίξεις κατά την περίοδο της αντιμεταρρύθμισης, προσηλυτισμός κλπ.), τα οποία οι Ορθόδοξοι καλούνται, όχι να λησμονήσουν (αυτό άλλωστε θα αποτελούσε κατάφορη και απευκταία αδικία, όπως και ο ίδιοι οι προκαθήμενοι της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας έχουν κατά καιρούς τονίσει), αλλά να συγχωρήσουν, με την πρωτοβουλία κορυφαίων ηγετών (Αθηναγόρας, Ιωάννης ο ΚΓ΄, Παύλος ΣΤ΄, Ιωάννης – Παύλος Β΄, αλλά και οι νυν επίσκοποι της παλαιάς και νέας Ρώμης, Βενέδικτος ΙΣΤ΄ και Βαρθολομαίος) άρχισε πάλι με πολύ καλές προοπτικές, κυρίως μετά τη B΄ Βατικανή Σύνοδο της Καθολικής εκκλησίας.

Για το λόγο αυτό το Τμήμα Θεολογίας, αποδεχόμενο την πρόταση του Τομέα Δογματικής Θεολογίας, αποφάσισε ομόφωνα να διοργανώσει την ημερίδα και να προσκαλέσει τους δύο συμπροέδρους της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιο-καθολικής Εκκλησίας, τον Καρδινάλιο Walter Kasper, Γραμματέα του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Προώθηση της Ενότητας των χριστιανών, και τον Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, αλλά και μέλη της επιτροπής και ειδήμονες, οι οποίοι με επιλεγμένα μέλη του τμήματος θα συζητήσουν σε επιστημονικό επίπεδο θέματα που σχετίζονται με την πορεία, τα από κοινού αποφασισθέντα κείμενα, καθώς και τις προοπτικές αυτού του πολύ σημαντικού για τη ζωή των δύο εκκλησιών και την μαρτυρία τους στον κόσμου διαλόγου.

***

Υπήρξε αναμφίβολα ευτυχής συγκυρία το γεγονός ότι κατά τη μακρά περίοδο των εργασιών της B' Βατικανής Συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας οι εκκλησιολογικές αναζητήσεις κορυφώθηκαν τόσο σε διαχριστιανικό επίπεδο, όσο και εντός της ίδιας της Καθολικής εκκλησίας. Στη σύνοδο αυτή έγιναν αναμφίβολα, και με τη θεολογική συνδρομή ενίων Ορθοδόξων, σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση του επαναπροσδιορι­σμού της εκκλησιακής ταυτότητας του μεγάλου αυτού τμήματος του χριστιανισμού. Μετά τη B' Βατικανή Σύνοδο η θεσμική και άκρως σχολαστική κατανόηση της Εκκλησίας αντικαταστάθηκε επίσημα από τη μυστηριακή και, κατά πολλούς, ευχαριστιακή τοιαύτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύνθημα που κυριαρχούσε στην επι­χειρημα­τολογία της κορυφαίας αυτής συνόδου της Καθολικής Εκκλησίας ήταν: «η ευχαριστία κάνει την εκ­κλησία»! Πολλοί μάλιστα έκαναν λόγο για αποκατάσταση με τη σύνοδο αυτή της άρρηκτης σχέσης «ευχαριστίας» και «εκκλησίας» (corpus verum και corpus mysticum), κάτι που ο άκρατος σχολα­στικισμός (high scholasticism) είχε κατά το παρελθόν δραματικά αποσυνδέσει.

Τα τρία, λοιπόν, κοινά αποδεκτά κείμενα της πρώτης φάσης του επίσημου διαλόγου Ορθοδόξου-Καθολικής Εκκλησίας (μέχρι και εκείνο του New Valamo), έχουν να επιδείξουν μια σπάνια για τα δεδομένα των διμερών διαλόγων της Ορθοδοξίας θεολογική πληρότητα και αδιαμφισβήτητη μυστηριακή υποδομή, κοινή άλλωστε στις δυο αυτές μεγάλες παραδόσεις του χριστιανισμού. Η βάση προσέγγισης του διαλόγου είναι η ευχαριστιακή κατανόηση της εκκλησίας. Και εδώ οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την προεργασία που είχε επιτελέσει η θεολογική μεικτή επιτροπή Ορθοδόξων και Καθολικών των ΗΠΑ, πολύ πριν αρχίσει ο επίσημος θεολογικός διάλογος.[1]

Έχοντας, λοιπόν, ως εργαλείο την ευχαριστιακή εκκλησιολογία, Ρωμαιοκαθολική και Ορθόδοξη Εκκλησία συναποφάσισαν διά των αρμοδίων συνοδικών τους οργάνων (έστω και αν κάτι τέτοιο δεν διατυπώνεται expressis verbis) ότι η Ευχαριστία αποτελεί τη μοναδική έκφραση ενότητας της Εκκλησίας, και συνεπώς κριτήριο όλων των άλλων μυστηρίων, επομένως και της ιεροσύνης και του λειτουργήματος του επισκόπου. Αναγνωρίζεται, με άλλα λόγια, ότι η καθολικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται πλήρως σε κάθε τοπική Εκκλησία. Είναι ενδεικτική της σημασίας της καθολικότητας της κάθε τοπικής εκκλησίας η πρόσφατη υψηλού θεολογικού επιπέδου θεολογική αντιπαράθεση μεταξύ των τότε καρδιναλίων Joseph Ratzinger και Walter Kasper.[2] «Όπου υπάρχει ευχαριστιακή σύναξη εκεί κατοικεί και ο Χριστός, εκεί υπάρχει και η Εκκλησία του Θεού εν Χριστώ». H ευχαριστιακή όμως εκκλησιολογία έχει ως βάση και κύριο συστατικό της την έννοια της κοινωνίας (εξού και η communio ecclesiology, την οποία με τόλμη ανέπτυξε η Β΄ Βατικανή σύνοδος), και κατ’ επέκταση την πνευματολογία.

Βεβαίως, παράλληλα με την «ευχαριστιακή» η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει περί πολλού και την «παγκόσμια» εκκλησιολογία, οι απαρχές της οποίας ανάγονται στον Κυπριανό Καρθαγένης. Σύμφωνα με την εκκλησιολογία αυτή το όλον απαρτίζεται από μέρη,[3] και επομένως η καθολικότητα κατανοείται με όρους αυστηρά ιεραρχικούς, Σ’ αυτή την περίπτωση πρωταρχικός και άκρως καθοριστικός είναι ο ρόλος του επισκόπου, το λειτούργημα του οποίου αποτελεί την κατεξοχήν έκφραση της ενότητας της Εκκλησίας, οπότε κατά συνέπεια η Ευχαριστία μια από τις λειτουργίες του.

Προέκταση αυτής της εκκλησιολογικής αντίληψης αποτελεί η πρωταρχική θέση που κατέχει η έννοια του «πρωτείου», και κυρίως το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης, το οποίο σημειωτέον η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχεται, αλλά ερμηνεύει διαφορετικά. Βέβαια πολλοί Ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως π.χ. ο N. Afanassieff, έχουν υποστηρίξει ότι, «αν θέλουμε να λύσουμε το πρόβλημα του πρωτείου μέσα στην Eκκλησία, αφετηρία μας πρέπει να είναι η εκκλησιολογία· θα πρέπει δηλαδή να διερωτηθούμε αν η περί Εκκλησίας αντίληψη περιέχει την ιδέα του πρωτείου (στη σημερινή ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή) ή την αποκλείει παντελώς».[4]

Παρά τη συνύπαρξη της παγκόσμιας με την ευχαριστιακή εκκλησιολογία στη σύγχρονη θεολογική σκέψη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, γεγονός είναι ότι τα τρία κοινά κείμενα (του Μονάχου, του Bari, και του New Valamo[5]) έχουν σαφή ευχαριστιακή βάση. Δεν πρέπει επίσης να αγνοούμε, ότι η Καθολική θεολογία εμμένει περισσότερο στη χριστολογία, και κατ’ επέκταση στη σημασία του ρόλου του επισκόπου, με λογική συνέπεια το δόγμα του πρωτείου. Αντίθετα, η Ορθόδοξη θεολογία είναι συνήθως περισσότερο τριαδολογικά προσανατολισμένη, με αποτέλεσμα κάπως μεγαλύτερη έμφαση στην πνευματολογία, με συνέπεια η Εκκλησία να κατανοείται στην Ορθόδοξη θεολογική σκέψη διά μέσου της ευχαριστιακής κοινότητας στο σύνολό της και όχι αποκλειστικά διά μέσου του επισκόπου (και κατ’ επέκταση διά μέσου του πρώτου επισκόπου, δηλ.του Ρώμης). Επίσης η Ορθόδοξη θεολογία υπογραμμίζει περισσότερο την εσχατολογική διάσταση της Εκκλησίας (γι’ αυτό και κατανοεί όλα τα λειτουργήματα της Εκκλησίας, και κυρίως εκείνα της ειδικής ιεροσύνης, όχι ως αξιώματα, αλλά ως εικόνες της αυθεντικής εσχατολογικής Βασιλείας του Θεού), ενώ η ρωμαιοκαθολική αναγνωρίζει ως ουσιαστική – ίσως και όχι άδικα – την ιστορική της διάσταση. Αλλά όλα αυτά είναι θέματα στα οποία μπορεί να υπάρξει διάλογος με πολύ ευοίωνες προοπτικές.[6]

Σε ό,τι αφορά τον τελευταίο, θα ήθελα να επαναλάβω, ότι χρειάζεται νηφάλια αντιμετώπιση όλων των θεολογικών προβλημάτων, καθώς και προσέγγισή τους μόνο μέσα από την οπτική γωνία της πνευματικότητας, με ταυτόχρονη όμως την επιστημονική πληρότητα. Γι’ αυτό και πρώτο μέλημα των αρμοδίων θεσμικών οργάνων (συνόδων κλπ.) των Ορθοδόξων πρέπει να είναι η δημιουργία κατ’ αρχήν θετικού κλίματος, αν δεν θέλουμε να μένουμε μόνο σε ευχολόγια, και κατά δεύτερο η αποδοχή της συνδρομής της ακαδημαϊκής θεολογίας. Σ’ αυτή την πτυχή θα περιορίσω την τοποθέτησή μου, παίρνοντας αφορμή από την επαναστατική πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχη να εντάξει στις επίσημες εργασίες της τελευταίας Συνόδου των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών (Φανάρι-Έφεσος-Πέργη-Ρόδος-Κρήτη, 9-16/10/ 2008) και το επιστημονικό συνέδριο για τον Απόστολο Παύλο, με την ευκαιρία του έτους του μεγάλου αυτού αποστόλου των εθνών.
Δεν θα πρέπει βέβαια να αποσιωπήσει κανείς ότι η νεότερη Ορθόδοξη θεολογία δεν έχει ακόμη καταλήξει σε γενικά αποδεκτές διαδικαστικές αρχές και κριτήρια διαλόγου. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, υπονοείται (αν όχι διαφαίνεται) στη θεμελιακή παρουσίαση από τον (Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας) Στυλιανό Χαρκιανάκι πριν από είκοσι περίπου χρόνια[7] Οποιαδήποτε κριτική αποτίμηση του διαλόγου της Ορθόδοξης με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν μπορεί να αγνοήσει (από πλευράς Ορθοδόξων τουλάχιστον) αυτό το κείμενο. Σε παρόμοια συμπεράσματα, αν και όχι με την ίδια ένταση, έχει καταλήξει πρόσφατα και ο Γεώργιος Δ. Μαρτζέλος.[8]

Από την επανάληψη του διαλόγου στο Βελιγράδι (2006 μετά την ατυχή διακοπή του με τη δικαιολογία της αναζωπύρωσης του προβλήματος της Ουνίας), υπό τη συμπροεδρία των Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα και του Καρδιναλίου Walter Kasper, ο διάλογος αυτός ουσιαστικά συνέχισε το θέμα της «εκκλησιαστικής κοινωνίας, της συνοδικότητας και της αυθεντίας», στην ουσία δηλαδή το κρίσιμο ζήτημα του «πρωτείου», που κατά τη γνώμη μου αποτελεί ίσως το μοναδικό σημείο διαφωνίας των δύο εκκλησιών.

Στις προοπτικές της νέας αυτής φάσης του διαλόγου, και κυρίως μετά τη δημοσιοποίηση του κειμένου της Ραβέννας το 2007, θα επικεντρώσω την προσοχή μου, αναφερόμενος μόνο σε θέματα που ελάχιστα μέχρι σήμερα υπογραμμίσθηκαν. Θα αρχίσω με ορισμένες σκέψεις γενικά για το θεολογικό διάλογο, θα αναφερθώ στη συνέχεια πολύ σύντομα στις διαδικαστικές αρχές και στα κριτήρια διαλόγου, για να καταλήξω σ’ αυτό που εγώ προσωπικά, αλλά και πολλοί συνάδελφοί μου, θεωρούμε ως σημαντικό έλλειμμα, την έλλειψη σύγχρονης βιβλικής θεμελίωσης.

Γενικά περί του θεολογικού διαλόγου

· Ο διάλογος της αληθείας είναι κατ’ αρχήν έκφραση πνευματικότητας. Στο διάλογο της αληθείας προσέρχεται κανείς όχι με πνεύμα αλαζονείας αλλά με πνεύμα ταπείνωσης και φόβου Θεού.
· Στο διάλογο πηγαίνουμε όχι για να ομολογήσουμε την Ορθοδοξία μας, αλλά για να συνδράμουμε συνεργικά στο έργο του Αγίου Πνεύματος.
· Στο διάλογο απαιτείται αποφασιστικότητα, από μέρους των κατά τόπους Αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά παράλληλα και ενημέρωση του Ορθοδόξου πληρώματος της εκκλησίας. Σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία, στον Ορθόδοξο κόσμο το ουσιαστικό αυτό στοιχείο της χριστιανικής μαρτυρίας έχει αφεθεί στα ακραία στοιχεία (και ασθενέστερα μέλη, κατά μία επιτυχή έκφραση του Οικουμενικού Πατριάρχη), με αποτέλεσμα όχι την ενημέρωση αλλά την παρα-πληροφόρηση των πιστών.
· Τέλος, ο διάλογος είναι διάλογος αληθείας, δεν αποβλέπει στο συμβιβασμό ετερόκλητων θέσεων. Η αποτυχία της περιβόητης συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας αποτελεί σήμερα παράδειγμα προς αποφυγή.

Τα κριτήρια του θεολογικού διαλόγου

Σε ότι αφορά τα κριτήρια του διαλόγου μεταξύ εκκλησιών, που για μία περίπου χιλιετία έπαψαν να είναι σε μυστηριακή κοινωνία, όπως συμβαίνει με την Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία, πριν από μερικά χρόνια υποστήριζα πως αυτά δεν μπορούν να βασίζονται: (α) ούτε στην κανονική παράδοση, που φυσιολογικά διαμορφώθηκε στις δύο εκκλησίες, (β) ούτε στην αντιρρητική τους παράδοση, (γ) ούτε ακόμη και στη βιβλική εξηγητική παράδοση της κάθε διαλεγόμενης εκκλησίας.[9] Μόνον η πιστότητα στην αυθεντική Αποστολική Παράδοση, με άλλα λόγια η αυθεντική εκκλησιολογία, μπορεί να τεθεί ως βάση και κριτήριο του διαλόγου της αληθείας».[10]

Δυστυχώς η εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία των εκκλησιών μας αναζητείται στις μεταγενέστερες εκφράσεις της και ελάχιστα έως και μηδενικά στα κείμενα της ΚΔ, τα οποία και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της κάθε εκκλησιολογίας. Βέβαια η ΚΔ μόνο τα τελευταία διακόσια και πλέον περίπου χρόνια έχει απασχολήσει την επιστημονική έρευνα, που με εργαλείο την αιχμηρή ιστορική κριτική, χαρακτηριστικό γνώρισμα του σύγχρονου πολιτισμού, έχει εν μέρει επαναπροσδιορίσει της απαρχές της χριστιανικής εκκλησιολογίας. Κατά την περίοδο αυτή πολλά ιστορικά ζητήματα έχουν διευκρινιστεί, αλλά και πολλές παραδεδομένες ιστορικές αλήθειες έχουν ανατραπεί.

Σήμερα, πλέον για την ΚΔ γενικότερα, και την αρχέγονη εκκλησιολογία ειδικότερα, ξέρουμε πολύ περισσότερες λεπτομέρειες από πριν. Εντούτοις, τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας – τουλάχιστον τα αδιαφιλονίκητα – κινδυνεύουν να ξεχαστούν, είτε γιατί η σύνδεσή τους με τη χριστιανική ιστορία την οποία έχουν επηρεάσει έχει διαταραχθεί, είτε γιατί τα αποτελέσματα της ιστορικο-κριτικής έρευνας είναι τόσο σύνθετα, που δυστυχώς οι εκκλησίες μας αποφεύγουν να καταπιαστούν μ’ αυτά. Ευτυχώς που πρόσφατα με το πρωτοποριακό βιβλίο του προκαθημένου της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας Πάπα Βενέδικτου 16ου, Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ (2007) κατέστη ευρύτατα γνωστό, ότι παρόλες τις αδυναμίες της σύγχρονης βιβλικής επιστήμης, η ιστορικο-κριτική έρευνα δεν μπορεί παρά να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της πίστεως και της μαρτυρίας του χριστιανισμού, και επομένως και του κάθε θεολογικού διαλόγου.

Στο παρελθόν, τόσο στον πολυμερή όσο και στους διμερείς διαλόγους, και ιδιαίτερα αυτόν με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ως βάση ετέθη η επιστροφή στη δογματική διδασκαλία και την κανονική τάξη της πρώτης χιλιετίας, και κυρίως οι αποφάσεις των 7 Οικουμενικών Συνόδων. Ιεραποστολικά όμως, με βάση τις εξελίξεις κατά την μετανεωτερικότητα, και την ανεξέλεγκτη επέλαση της οικονομικά προσανατολισμένης παγκοσμιοποίησης, η επιστροφή στην πρώτη χιλιετία μόνο για τεχνικούς και πρακτικούς λόγους μπορεί να υποστηριχθεί. Άλλωστε και αντικειμενικά δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι υπήρχαν ήδη την α΄ μ. Χ. χιλιετία ιστορικές εκκλησιαστικές κοινότητες, όπως π.χ. οι Αρχαίες Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες οι οποίες από τον ε΄ κιόλας μ. Χ. αιώνα ήταν χωρίς μυστηριακή κοινωνία με την «αδιαίρετη» Εκκλησία. Μια τέτοια λοιπόν προσέγγιση είναι και ασυνεπής προς τον διάλογο με τις χριστιανικές ομολογίες του προτεσταντικού κόσμου, τον οποίο τόσο η Ορθόδοξη, όσο και η Καθολική εκκλησία επίσημα συνεχίζουν, αλλά για τους Ορθοδόξους κυρίως εξ αιτίας της επιτυχούς έκβασης του θεολογικού τους διαλόγου με τις Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες. Όσο οι εκκλησίες αδυνατούν να προσδιορίσουν τι είναι εκκλησία από την πρώτη της κιόλας ιστορική εν χρόνω έκφρασή της, ουσιαστική πρόοδος στον διάλογο δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί.[11]

Το βιβλικό έλλειμμα του θεολογικού διαλόγου

α. Αν η Καθολική Εκκλησία με τη Β΄ Βατικανή Σύνοδό της υιοθέτησε και επίσημα μια διαλεκτική σχέση με τη νεωτερικότητα, η Ορθόδοξη Εκκλησία, τουλάχιστον η νεώτερη θεολογία της, επηρεασμένη σε μεγάλο από την αντίστοιχη ρωσική θεολογία της διασποράς, ή τουλάχιστον έχοντας αυτήν ως αφετηρία, παρέμεινε εγκλωβισμένη στο σύνδρομο της βυζαντινής, Ορθόδοξης ανατολικής, και σε τελευταία ανάλυση αποκλειστικά ανατολικής πατερικής κλπ., «αποκλειστικότητας». Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε έναν άμεσο ή υπολανθάνοντα «αντιδυτικισμό». Η όποια εκκλησιολογική της πρόταση διατυπώνεται με βάση έννοιες και σύμβολα που θεμελιώθηκαν σε μια άλλη εποχή. Γι’ αυτό και όσες φορές χρησιμοποιείται η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία», ελάχιστα αναφέρεται στις ριζοσπαστικές βιβλικές της απαρχές. Έχω βέβαια εδώ και μια εικοσαετία υποστηρίζει, βασιζόμενος σε σχετική εκτίμηση του Φλορόφσκυ, πως η σύγχρονη θεολογία «αν θέλει να μείνει πιστ(ή) στο πνεύμα των πατέρων οφείλει να υπερβεί την πατερική σκέψη, όπως ακριβώς η πατερική υπερέβη τη βιβλική, όπως ακόμη η πρωτο-χριστιανική υπερέβη την προ-χριστιανική ιουδαϊκή, όπως η προφητική υπερέβη την μωσαϊκή». Δεν μπορεί δηλαδή να παραμένει σε παρωχημένες κατηγορίες σκέψεως χωρίς να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να περιπέσει στην αίρεση των ιουδαϊζόντων.

β. Ως συνέπεια του συνδρόμου αποκλειστικότητας είναι και η φιλοσοφία της λειτουργίας του θεολογικού διαλόγου, τουλάχιστον από την πλευρά των Ορθοδόξων, σε αντι-νεωτερικά κλισέ. Η διαλεκτική σχέση της θεολογίας με τη νεωτερικότητα, την εξέλιξη, τον εκσυγχρονισμό, είναι ένα θέμα που μέχρι σήμερα δυστυχώς δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής. Αυτό οφείλεται στην επιφυλακτικότητα να αναγνωρίσει επί τέλους και η Ορθόδοξη θεολογία τα επιτεύγματα της Διαφωτισμού.[12]

γ. Συνέπεια της επιφυλακτικότητας απέναντι στη νεωτερικότητα ήταν και η ελάχιστη έως μηδαμινή επίδραση της βιβλικής επιστήμης στο σύγχρονο διαχριστιανικό θεολογικό διάλογο της Ορθοδοξίας. Είναι γνωστό πως στη συνάντηση αλλά και τη διαλεκτική σχέση θεολογίας και νεωτερικότητας πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε παγκοσμίως η βιβλική επιστήμη. Τα πορίσματα της τελευταίας ελάχιστα επηρεάζουν τη νεότερη Ορθόδοξη θεολογία. Η σύγχρονη βιβλική προβληματική, έστω και στο βαθμό της αρκετά απολογητικής και επιστημονικά συγκρατημένης θεολογικής πρότασης του πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄, ποτέ δεν εισήλθε στον πυρήνα της επίσημης Ορθόδοξης θεολογίας, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην πατερική σκέψη. Το παραδοσιακό όμως (πλατωνικό-νεοπλατωνικό;) υπόβαθρο του μετα-κωνσταντίνειου μεσαιωνικού χριστιανικού προβληματισμού είναι γνωστό ότι βασίζεται στο διαχωρισμό του κόσμου σε αισθητό και νοητό, όπως και του ανθρώπου σε θνητό υλικό σώμα και αθάνατη ψυχή/πνεύμα. Γι’ αυτό και για πολλούς δεν μπορεί να οδηγήσει σε γόνιμο διάλογο με τη σύγχρονη κοινωνία η παράταση της αρχαίας μεσαιωνικής διαιρετικής αντίληψης αισθητών και νοητών, σώματος και πνεύματος, σε μία εποχή όπου όλα τείνουν να ενώνονται σε υψηλότερο επίπεδο, αλλά και η προνεωτερική ιεραρχική συγκρότηση της κοινωνίας, όταν η ευρύτερη δυνατή συμμετοχικότητα αποτελεί πλέον κοινά αποδεκτό αίτημα της κοινωνίας μας. Είναι ευτυχώς παρήγορο το γεγονός ότι διεθνώς όλο και περισσότερο παρατηρείται στους Ορθόδοξους θεολογικούς κύκλους μια εκ νέου ανακάλυψη του βιβλικού λόγου, μια στροφή δηλαδή στον πρωτογενή θεολογικό λόγο: το λόγο δηλαδή που καταγράφεται στα ιστορικά κείμενα του αρχέγονου χριστιανισμού, τόσο βέβαια στο μήνυμα του Ιστορικού Ιησού, όσο κυρίως και στις απαρχές αυτού που ονομάζουμε ευχαριστιακή εκκλησιολογία, χωρίς τις αποκλειστικές μεταγενέστερες ερμηνευτικές τους κατανοήσεις.

δ. Ως συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν και η απουσία από τη νεώτερη Ορθοδοξία του «προφητικού» χαρακτήρα της χριστιανικής θεολογίας. Με δεδομένο το ότι η πορεία προς την ορατή ενότητα της Εκκλησίας έχει ιεραποστολική κυρίως διάσταση, οποιαδήποτε κατάληξη του θεολογικού διαλόγου, πολλή λίγη απήχηση μπορεί να έχει αν δεν αποκτήσει την απαραίτητη βιβλική της στοιχείωση.


[1] Βλ. επ’αυτού στο J.Borelli-J.Erickson (εκδ.), The Quest for Unity (SVS Press/USCC, Crestwood 1996.
[2] Όλα ξεκίνησαν με το “Letter to the Bishops of the Catholic Church on Some Aspects of the Church Understood as Communion,” Origins 22 (25 Ιουνίου, 1992), σελ. 108-112 του Joseph Ratzinger εφεξής JR). Ο Walter Kasper (εφεξής WK) απάντησε με το “Zu Theologie und Praxis der bisöflichen Amtes,” Auf neue Art Kirche Sein: Wilklichkeiten-Heraus-forderungen-Wandlungen (München 1999) σελ. 32-48, και ο θεολογικός διάλογος συνεχίστηκε ως εξής: JR, “On the Relation of the Universal Church and the Local Churches,” Frankfurter Allgemeine Zeitung Dec 22, 2000, σελ. 46. WK, “Das Verhältnis von Universalkirche und Ortkirche: Freundschaftliche Aus-einandersetzung mit der Kritik von Joseph Kardinal Ratzinger,” Stimmen der Zeit 218 (2000), σελ. 795-804 (μετ. στα αγγλ. με τίτλο “On the Church” στο America 184 (23-30 Απριλίου 2001). JR, “A Response to Walter Kasper: The Local Church and the Universal Church,” America 185 (1 Noεμβρίου 2001) σελ. 7-11. WK, “From the President of the Council for Promoting Christian Unity,” America 185 (26 Noεμβρίου 2001) σελ. 28-29.
[3] «Deus unus est et Christus unus, et una ecclesia», Epistula XLIII, 5, 2, και «ecclesia per totum mundum in multa membra divisa» Epistula LV, 14, 2.
[4] Ν. Αfanasieff, “The Church Which Presides in Love,” J. Meyendorff (εκδ.), The Primacy of Peter. Essays in Ecclesiology and the Early Church, SVS Press Crestwood 19922, σελ. 91-143 (19631, σελ. 57-110, και την αρχική συνοπτική έκδοση στα γαλλικά με τίτλο “La doctrine de la primauté à la lumière de l' ecclesiologie,” Istina 4, 1957, σελ. 401-420).
[5] «Επίσημα κείμενα», Γ. Μαρτζέλος-P.Hofrichter (έκδ.), Ο επίσημος θεολογικός διάλογος Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, σελ.55εξ.
[6] Εκείνο που αποδείχτηκε τροχοπέδη, ήταν η προσπάθεια λύσης του προβλήματος της ουνίας έξω από τη διαδικασία του θεολογικού διαλόγου, τον οποίο ουσιαστικά και διέκοψε, έχουν ήδη δημιουργήσει μια δυναμική, που δύσκολα θα μπορέσει να ανατρέψει η Ορθόδοξη πλευρά. Κατά την προσωπική μου γνώμη η ουνία είναι συνέπεια της ρωμαιοκαθολικής εκκλησιολογίας και ως εκ τούτου μόνον εντός του θεολογικού διαλόγου μπορεί να βρει αποτελεσματική λύση. Αυτό δε σημαίνει πως δεν πρέπει να συζητηθεί το φλέγον, και κατά βάση ποιμαντικό, θέμα της ουνίας. Απλώς οι δύο πλευρές έπρεπε να επανέλθουν στη συζήτηση του ουσιαστικού διαλόγου, δημιουργώντας ίσως μια μόνιμη επιτροπή για την παρακολούθηση των ποιμαντικών πτυχών της ουνίας, χωρίς όμως δικαίωμα veto στη συνέχιση του διαλόγου. Ενός διαλόγου που πλέον θα πρέπει να επικεντρωθεί στο πρόβλημα του «πρωτείου». Για διαφορετική εκτίμηση βλ. Επισκόπου Ιλαρίωνος Αlfeyev, “Prospects for Catholic-Orthodox Relations” 7 Οκτωβρίου 2002 στο Πανεπιστήμιο St Thomas της Minessota των ΗΠΑ, διάλεξη που επαναλήφθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2002 στο Catholic University of America της Washington D.C. επίσης των ΗΠΑ. Για το θέμα αυτό είχα προειδοποιήσει την Ορθόδοξη πλευρά (βλ. την κατάληξη της κοινής έκθεσης επί του επιστημονικού συνεδρίου περί του «λειτουργήματος του Αποστόλου Πέτρου», που από κοινού με το συνάδελφο κ. Βλ. Φειδά υποβάλαμε στη ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 18.6.2003, και δημοσιεύεται στο περιοδικό Εκκλησία, τεύχος Απριλίου 2004), πως περαιτέρω κωλυσιεργία ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση θα έφερνε τους Ορθοδόξους σε μειονεκτική θέση, αφού ο ευρύτερος (οικουμενικός/πολυμερής, και όχι διμερής Ορθοδόξων-Καθολικών) διάλογος που εγκαινίασε η παπική εγκύκλιος Ut Unum Sint, καθώς και η θεολογική προσέγγιση του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης μέσω του «πετρινείου αξιώματος» Βλ. J. E. Pulglisi (έκδ.), Petrine Ministry and the Unity of the Church (1999), και Walter Kasper (έκδ.), Il ministero petrino. Cattolici e Orodossi in dialogo, (2004).

[7] «Ο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών θεολογικός διάλογος. Προβλήματα και προοπτικές», ΕΕΘΣΘ 29 (1986-89), σελ. 7-31.

[8] «Αξιολόγηση και προοπτικές του θεολογικού διαλόγου της Ορθοδόξου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εξ επόψεως Ορθοδόξου», Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής Θεολογίας Γ', Θεσσαλονίκη 2007, σ. 330εξ.

[9] «Οι Προοπτικές του διαλόγου μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας», Ορθόδοξη θεολογία και οικουμενικός διάλογος, Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας: Αθήνα 2005, σελ. 156εξ

[10] Στο ίδιο. Είναι πολύ σημαντική η πρόοδος που επιτεύχθηκε στα πλαίσια του πολυμερούς θεολογικού διαλόγου με τη δημοσίευση και συνεχή επεξεργασία από το τμήμα «Πίστη και Τάξη» του ΠΣΕ του εκκλησιολογικού κειμένου –σύγκλισης Η Φύση και ο Σκοπός της Εκκλησίας, όπως παλαιότερα και του άλλου του κειμένου-σύγκλισης, του γνωστού ΒΕΜ, στο οποίο τόσο η Ορθόδοξη όσο και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ανταποκρίθηκαν με παραπλήσια επιχειρηματολογία.

[11] Για την αναγκαιότητα προσανατολισμού του θεολογικού διαλόγου της Ορθόδοξης με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία σε καθαρά εκκλησιολογική βάση περισσότερα στις σχετικές εισηγήσεις του (Μητροπολίτου Περγάμου) John Zizioulas, “Primacy in the Church: An Orthodox Approach,” J. E. Pulglisi (έκδ.), Petrine Ministry and the Unity of the Church, Liturgical Press: Collegeville 1999, σελ.115-125, και πρόσφατα “Recent Discussions on Primacy in Orthodox Theology,” Walter Kasper (έκδ.), Il ministero petrino. Cattolici e Orodossi in dialogo, Città Nuova Roma, 2004, σελ. 249-264.

[12] Ο Σ. Ράμφος π.χ. στον Καημό του Ενός και στο Μυστικό του Ιησού για πρώτη φορά αμφισβητεί ευθέως την επί αιώνες ιδεολογική υπεροχή του ανατολικού θεολογικού στοχασμού, πάνω στην οποία στηρίζονται, αν και όχι στον ίδιο βαθμό, όλες οι εκδοχές της θεολογίας του ’60, επί της αλματώδους εξέλιξης του δυτικού πολιτισμού και γενικότερα της θεολογικής σκέψης της Δύσεως. Άρχισε δηλαδή να τίθεται βασανιστικά το καίριο ερώτημα κατά πόσον χωρεί στη χριστιανική θεολογία γενικότερα η ατομική προοπτική, κατά πόσον ο χριστιανισμός ενθαρρύνει από κοινωνικής απόψεως την ατομικότητα. Αν θεμέλιο της διδασκαλίας του Ιησού ήταν η αγάπη και η ευθύνη προς τον άλλο άνθρωπο, κάτι οπωσδήποτε ατομικό, τότε δεν μπορεί παρά η όποια θεολογία μας να αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της προσωπικής ευθύνης του κάθε ανθρώπου στην διαμόρφωση της ταυτότητάς του. Στόχος βέβαια της θεολογία του μέλλοντος είναι να συνταιριάσει την «ατομικότητα», έναν από τους βασικούς πυλώνες της νεωτερικότητας, με την «κοινωνία», τον ακρογωνιαίο λίθο του χριστιανικού συστήματος, χωρίς να διολισθαίνει σε καταπιεστικό «κοινοτισμό», αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

* Ο κ. Πέτρος Βασιλειάδης είναι καθηγητής – και αυτή τη περίοδο πρόεδρος – του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγησή του στην Επιστημονική Ημερίδα για το θεολογικό διάλογο μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρ/Κ Εκκλησίας που πραγματοποιήθηκε στις 20.5.2009 στην αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

Παρεμβάσεις της "Πρωτοβουλίας Θεολόγων ΑΠΘ" για διορισμούς

EΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟΝ:

Η "Πρωτοβουλία Θεολόγων ΑΠΘ" απευθύνθηκε προς τον Έλληνα νομικό σύμβουλο σε θέματα κοινοτικού δικαίου (Eurojus) κ. Κωνσταντίνο Δάμη υποβάλλοντας σε αυτόν το Υπόμνημά της με την παρακάτω Επιστολή:

Αξιότιμε κύριε Eurojus ,

Με την παρούσα διαβιβαστική επιστολή παρακαλούμε να δεχθείτε το Υπόμνημα μας, προς ενημέρωση , παρέμβαση και απάντηση σας.Το Υπόμνημα μας αυτό, διαβιβάζεται μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και Τηλεομοιοτυπίας (FAX) διότι παρά το γεγονός της αποστολής με Συστημένη Αποστολή μέσω ΕΛΤΑ με μοναδικό αριθμό: RE 587350730 GR και με ημερομηνία αποστολής 28-11-2008, όπως μας διαβεβαίωσαν οι υπάλληλοι της Αντιπροσωπείας (κα. Μακεδών), δεν κατέστη δυνατό να βρεθεί τόσο το κείμενο του Υπομνήματος (5 σελίδων) όσο και τα 4 φύλλα με τις 140 υπογραφές των μελών της Πρωτοβουλίας μας.

Τα κύρια αιτήματα της Πρωτοβουλίας μας (όλα είναι θεσμικά πλην του πρώτου) είναι:

1.) Η διδασκαλία του Θρησκευτικού Μαθήματος στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση από εκπαιδευτικούς του κλάδου ΠΕ.01 Θεολόγοι και η ενδυνάμωση του στην Τεχνική Εκπαίδευση.

2.) Ο επαναπροσδιορισμός του υφιστάμενου πλαισίου πρόσληψης εκκλησιαστικών υπαλλήλων στις κατά τόπους Μητροπόλεις, με ειδική μέριμνα για τους λαϊκούς απόφοιτους της Θεολογίας. Σημειώνεται ότι οι προσλήψεις αυτές γίνονται εκτός ΑΣΕΠ.

3.) Το ζήτημα των αναθέσεων μαθημάτων (β’ ανάθεση) με προτίμηση στον κλάδο μας, λόγω εγγύτητας των Προγραμμάτων Σπουδών μας, όπως π.χ. της Κοινωνιολογίας στο Λύκειο.

4.) Η εισαγωγή του Θρησκευτικού Μαθήματος σε όλους τους τύπους εκπαίδευσης, μιας και συνεχίζεται ο αποκλεισμός μας από τις πράξεις του ΙΔΕΚΕ για την εκπαίδευση ενηλίκων και τα ΣΔΕ. Στις ΕΠΑΣ μαθητείας του ΟΑΕΔ. Στο αντικείμενο της Χριστιανικής Τέχνης στα τμήματα επιμόρφωσης του ΟΕΕΚ (ΙΕΚ Πολιτιστικού).

5.) Η μοριοδότηση της κατηγορίας Έμμεσης ΑμεΑ, (γονείς, αδέλφια, παιδιά, σύζυγοι ΑμεΑ) μέσω ΑΣΕΠ, μιας και με τον σχετικό Ν. 2643/98, δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη για κανέναν εκπαιδευτικό.

Στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων σας, θα θέλαμε να ερωτήσουμε ώστε να ενημερωθούμε υπεύθυνα για τα εξής:

1.)τις δυνατότητες παρέμβασης της Ευρωπαϊκής επιτροπής προς τις ελληνικές αρχές, για τα
αναφερόμενα στο Υπόμνημα μας.

2.)τις δυνατότητες των αποφοίτων, ώστε μέσα από τις συλλογικές ενώσεις να προσφύγουν στα Ευρωπαϊκά όργανα, όπως στην Επιτροπή Αναφορών και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (για τις περιπτώσεις ι.) αποκλεισμού από προκηρύξεις Π.Ε. Διοικητικού & Π.Ε. Κοινωνικών & Ανθρωπιστικών Επιστημών, ιι.) μη-διορισμού των θεολόγων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση όπως συμβαίνει με άλλους κλάδους εκπαιδευτικών κ.λπ.)

Παραμένουμε στην διάθεση σας για κάθε περαιτέρω πληροφορία και διευκρίνιση και παρακαλούμε για τις ενέργειες σας.

Με τον προσήκοντα σεβασμό-Για την Πρωτοβουλία Θεολόγων ΑΠΘ,Η Ομάδα Μεταπτυχιακών Φοιτητών

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

Ο κ. Κων/νος Δάμης, Eurojus απέστειλε την παρακάτω απάντηση:

Κων/νος Δ. Δάμης Δικηγόρος παρ’ Αρείω ΠάγωΛ.Αλεξάνδρας 91Αθήνα, GR-114 74
Αθήνα 30 Απριλίου 2009Αρ. πρωτ. 35/2009

Κύριο Αθανάσιο ΔΕΒΕΤΖΙΔΗ

Θέμα: Το από 24.4.2009 έγγραφό σας προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αξιότιμε κύριε Δεβετζίδη,

Σας αποστέλλω την παρούσα επιστολή σε συνέχεια της αποστολής του ως άνω εγγράφου σας από την Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών νομικών συμβούλων στους πολίτες σε θέματα κοινοτικού δικαίου (υπηρεσία Eurojus).Σε σχέση με τα ερωτήματά σας θα ήθελα να θέσω υπόψη σας τα εξής:

1.Σύμφωνα με το άρθρο 149 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η Κοινότητα συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας της συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος , καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία.Η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος του κράτους μέλους είναι εθνική αρμοδιότητα.Σε αυτό το πλαίσιο η Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα δεν έχει αρμοδιότητα σχετικά με τα θέματα στα οποία αναφέρεσθε.Επομένως για τα εκπαιδευτικά θέματα στα οποία αναφέρεσθε στο έγγραφό σας η αρμοδιότητα ανήκει στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

2. Όσον αφορά τις προσλήψεις των εκπαιδευτικών σε θέσεις της Δημόσιας Διοίκησης, είναι αρμοδιότητα του ΑΣΕΠ και του Υπουργείου Εσωτερικών.

Είμαι στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση ή πληροφορία.Οι γνώμες που διατυπώνονται από τον Eurojus δεν είναι δεσμευτικές για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Με τιμή

Κων/νος Δάμης, Eurojus

Κοινοποίηση: Κα Μαρία ΚανελλοπούλουΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΓενική Διεύθυνση Επικοινωνίας, Αντιπροσωπεία στην Ελλάδα, Βασιλίσσης Σοφίας 2, 10674 Αθήνα

*Eurojus:

Στο πλαίσιο της στρατηγικής για την πληροφόρηση και επικοινωνία, και προκειμένου να προσεγγίσει καλύτερα τον Ευρωπαίο πολίτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει στη διάθεση των πολιτών, σε κάθε κράτος μέλος, μία υπηρεσία δωρεάν παροχής νομικών συμβουλών σε θέματα κοινοτικού δικαίου, με το όνομα « Eurojus ».Ο νομικός αυτός σύμβουλος-Συμβουλεύει τους πολίτες για τις δυνατότητες προσφυγής που προσφέρει η κοινοτική νομοθεσία-Βοηθά τους πολίτες να επιλύσουν προβλήματα επικοινωνίας με τις εθνικές και/ή ευρωπαϊκές διοικητικές αρχές και-Καθοδηγεί, εφόσον απαιτείται, τους πολίτες προς άλλες πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Απεταξάμην το διάλογο....

ΠΡΟΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ ΜΑΣ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ "ΠΥΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ" www.amen.gr ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ Ο ΕΓΚΡΙΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΚΑΙ κ. ΝΙΚ. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ:

Εκτός Εκκλησίας...όσοι Ιεράρχες συνομιλούν με Ρωμαιοκαθολικούς
και Προτεστάντες εκτός και αν υπογράψουν δήλωση μετανοίας!!!

Tου Νίκου Παπαχρήστου,
www. amen.gr

Τον αφορισμό κάθε επικοινωνίας, διαλόγου, επαφής με ετερόδοξους και αλλόθρησκους ζητά η πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση «Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών». Με επιστολή της σε πολλούς μητροπολίτες τους καλεί να υπογράψουν μια νέα «Ομολογία Πίστεως» που θα επαναβεβαιώνουν τον σεβασμό τους στις θέσεις των Πατέρων της Εκκλησίας και θα απορρίπτουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ως αίρεση, κάθε προσπάθεια διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διαλόγου. Το κείμενο της νέας «Ομολογίας Πίστεως», που εκτείνεται σε 20 πυκνογραμμένες σελίδες, χαρακτηρίζεται ήδη από πολλούς κληρικούς ως «μνημείο μισαλλοδοξίας» το οποίο, σχολιάζουν, «δεν εμφορείται ούτε κατ’ελάχιστο από το πνεύμα της αγάπης που διδάσκει ο Χριστιανισμός». Ωστόσο η πρωτοβουλία κατά του Οικουμενισμού προκαλεί συζητήσεις στο εσωτερικό της Εκκλησίας της Ελλάδος αφού τις τελευταίες ημέρες το κείμενο της «Ομολογίας» κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι, από μητρόπολη σε μητρόπολη.«Φυλαττουμε αμετακίνητα και απαραχάρακτα όσα οι Σύνοδοι και οι Πατέρες εθέσπισαν. Αποδεχόμαστε όσα εκείνοι αποδέχονται και καταδικάζουμε όσα καταδικάζουν, αποφεύγουμε δε την επικοινωνία με όσους καινοτομούν εις τα της πίστεως» σημειώνεται στο πρώτο άρθρο της νέας «Ομολογίας» και ακολούθως καταδικάζεται ο «Παπισμός» γιατί, όπως αναφέρεται, μεταξύ πολλών άλλων, οδηγεί τους κληρικούς στην ομοφυλοφιλία και την παιδεραστία!!! «Διακηρύσσουμε ότι ο Παπισμός είναι η μήτρα αιρέσεων και πλανών…Ο δογματικός μινιμαλισμός ωδήγησε και σε μείωση των ηθικών απαιτήσεων λόγω του δεσμού δόγματος και ήθους, με συνέπεια τις ηθικές πτώσεις κορυφαίων κληρικών και την αύξηση μεταξύ των κληρικών των ηθικών εκτροπών της ομοφυλοφιλίας και της παιδοφιλίας». Οι συντάκτες της «Ομολογίας», οι οποίοι δηλώνουν πως την ετοίμασαν «εν συνάξει μετά προσευχής και προσοχής», επικρίνουν ευθέως του Οικουμενικό Πατριαρχείο για την απόφαση που έλαβε στις αρχές του 20ου αιώνα να ξεκινήσει το διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τις προτεσταντικές ομολογίες. «Άνοιξε πλέον ο δρόμος για να υιοθετηθεί, να διαμορφωθεί και να αναπτυχθεί στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας η προτεσταντικής κατ’ αρχήν επινοήσεως, τώρα δε και παπικής αποδοχής, αίρεση του Οικουμενισμού, αυτή παναίρεση, που υιοθετεί και νομιμοποιεί όλες τις αιρέσεις ως εκκλησίες» τονίζουν και προσθέτουν: «Την διδάσκουν «γυμνή τη κεφαλή», την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτωντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Η στάση μας εκ των συνοδικών κανονικών αποφάσεων και εκ του παραδείγματος των Αγίων είναι προφανής. Ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του».Ιεράρχες του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελλαδικής Εκκλησίας μιλούν για «προσβλητικό» κείμενο. «Ποιοι είναι αυτοί που με τόσο έπαρση εμφανίζονται ως οι μόνοι υπερασπιστές της κανονικότητας και της νομιμότητας; Που αφορίζουν όλους τους άλλους λες και είναι οι μόνοι καθαροί και άμεμπτοι μέσα στην Εκκλησία; Ποιοι είναι αυτοί που γίνονται κριτές της Οικουμένης, ξεχνώντας προφανώς ότι και οι ίδιοι θα κριθούν; Εκτός αν και αυτοί έχουν το αλάθητο, το οποίο κατά τ' άλλα καταδικάζουν...» σχολίασε στο Amen.gr, εμφανώς ενοχλημένος, μητροπολίτης της Πελοποννήσου. Στον αγώνα κατά του Οικουμενισμού πρωτοστατούν πέντε κληρικοί οι οποίοι «εκ μέρους της συντακτικής επιτροπής» της νέας «Ομολογίας», υπογράφουν την επιστολή προς τους Αρχιερείς. Πρώτος είναι ο Καθηγούμενος της Αγιορείτικης Ι.Μ. Ξηροποτάμου, Αρχιμ. Ιωσήφ που το περασμένο καλοκαίρι, υποδεχόμενος τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στην ιστορική Μονή, έσπευσε να καταδικάσει το διάλογο που έχει ξεκινήσει το Πατριαρχείο με την Εκκλησία της Ρώμης.

Επίσης την επιστολή υπογράφουν και οι ομότιμοι καθηγητές των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, π. Γεώργιος Μεταλληνός και π. Θεόδωρος Ζήσης καθώς επίσης και οι Αρχιμανδρίτες π.Μάρκος Μανώλης και π.Σαράντης Σαράντος. «Προφανώς αποφάσισαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από την επίσημη Εκκλησία. Να ενωθούν με τους σχισματικούς, με τους δήθεν ζηλωτές. Γιατί δεν μπορώ να κατανοήσω για παράδειγμα πως ο π. Θεόδωρος Ζήσης θα μιλήσει σε λίγες ημέρες σε εκδήλωση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ενώπιον του Πατριάρχη κ.Θεόφιλου ο οποίος υποδέχθηκε προχθές τον Πάπα Βενέδικτο στην Ιορδανία» διερωτάται ο ίδιος μητροπολίτης στο Amen.gr .

Η επιστολή των πέντε…«Σεβασμιώτατε, μαζί με τις αναστάσιμες ευχές και προσρήσεις μας, σας αποστέλλουμε κείμενο «Ομολογίας Πίστεως, Κατά του Οικουμενισμού» το οποίο ετοιμάσαμε εν συνάξει μετά προσευχής και προσοχής. Ο Οικουμενισμός, και στην διαχριστιανική και στην διαθρησκειακή του διάσταση, ενισχύεται διαρκώς και προσβάλλει επικίνδυνα την πίστη και την ζωή, το δόγμα και το ήθος, της Ορθοδόξου Εκκλησίας» αναφέρεται στην επιστολή, με ημερομηνία 27 Απριλίου, που υπογράφουν οι πέντε κληρικοί. Και συνεχίζουν: «Γνωρίζοντας την ευαισθησία σας και την αγάπη σας προς την «φίλην Ορθοδοξίαν», υπέρ της οποίας αγωνίσθηκαν και ωμολόγησαν, πολλά παθόντες, Άγιοι Μάρτυρες, Ιεράρχες, Όσιοι και Ομολογηταί, σας παρακαλούμε θερμά, εφ’όσων συμφωνείτε με το περιεχόμενο της Ομολογίας, να προσυπογράψετε το κείμενο, ενημερώνοντάς μας για την σύμφωνη γνώμη σας. Θα χαροποιήσουμε έτσι και θα καθησυχάσουμε τους πιστούς, που αγωνιούν για τα τεκταινόμενα και αναμένουν λόγους αληθείας. Δεν στείλαμε την «Ομολογία» εις όλους τους Ιεράρχας, «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν».

Η «Ομολογία Πίστεως»

Τι ομολογεί όποιος υπογράφει την «Ομολογία Πίστεως, Κατά του Οικουμενισμού»; Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από το 20σέλιδο κείμενο:

"Όσοι με τη Χάρη του Θεού ανατραφήκαμε με ευσεβή δόγματα και ακολουθούμε σε όλα την Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία πιστεύουμε ότι:Η μοναδική οδός σωτηρίας των ανθρώπων είναι η πίστη στην Αγία Τριάδα, στο έργο και στη διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τα συνεχιζόμενα εις το σώμα Αυτού, την Αγία Εκκλησία. Ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό φως, δεν υπάρχουν άλλα φώτα να μας φωτίσουν, ούτε άλλα ονόματα που μπορούν να μας σώσουν…Όλα τα άλλα πιστεύματα, όλες οι θρησκείες, που αγνοούν και δεν ομολογούν τον Χριστό «εν σαρκί εληλυθότα» είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και έργα του Διαβόλου…Οι Χριστιανοί πιστεύοντες εις την Αγία Τριάδα, δεν έχουμε τον ίδιο Θεό με καμμία άλλη θρησκεία, ούτε με τις λεγόμενες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό, οι οποίες δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα….Κατά συνέπεια οι βασικές θέσεις της Ομολογίας μας είναι οι εξής:

1.Φυλαττουμε αμετακίνητα και απαραχάρακτα όσα οι Σύνοδοι και οι Πατέρες εθέσπισαν. Αποδεχόμαστε όσα εκείνοι αποδέχονται και καταδικάζουμε όσα καταδικάζουν, αποφεύγουμε δε την επικοινωνία με όσους καινοτομούν εις τα της πίστεως…Μετά των Αγίων Πατέρων και των Συνόδων απορρίπτουμε και αναθεματίζουμε όλες τις αιρέσεις που παρουσιάσθηκαν κατά την ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας…

2.Διακηρύσσουμε ότι ο Παπισμός είναι η μήτρα αιρέσεων και πλανών. Η διδασκαλία του Filioque, της εκπορεύσεως δηλαδή του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, είναι αντίθετη προς όσα ο ίδιος ο Χριστός εδίδαξε περί του Αγίου Πνεύματος…Ο σημερινός Παπισμός παρεξέκλινε πολύ περισσότερο του μεσαιωνικού Παπισμού από την διδασκαλία της Εκκλησίας, ώστε δεν αποτελεί πλέον συνέχεια της αρχαίας Δυτικής Εκκλησίας…Ο δογματικός μινιμαλισμός ωδήγησε και σε μείωση των ηθικών απαιτήσεων λόγω του δεσμού δόγματος και ήθους, με συνέπεια τις ηθικές πτώσεις κορυφαίων κληρικών και την αύξηση μεταξύ των κληρικών των ηθικών εκτροπών της ομοφυλοφιλίας και της παιδοφιλίας…

3.Τα ίδια ισχύουν, σε μεγαλύτερο βαθμό, για τον Προτεσταντισμό, ο οποίος ως τέκνο του Παπισμού κληρονόμησε πολλές αιρέσεις, πρόσθεσε δε πολύ περισσότερες…

4.Ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί η κοινωνία μας με τους αιρετικούς είναι η εκ μέρους τους αποκήρυξη της πλάνης και η μετάνοια, ώστε να υπάρξει αληθινή ένωση και ειρήνη. Ένωση με την αλήθεια και όχι με την πλάνη και την αίρεση…Είναι γι’ αυτό αθεμελίωτη και μετέωρη η νέα προσπάθεια των Οικουμενιστών να προβάλλουν την θέση ότι έχουμε κοινό βάπτισμα με τους αιρετικούς…

5.Εφ’όσον οι αιρετικοί εξακολουθούν να παραμένουν στην πλάνη, αποφεύγουμε την μετ’αυτών κοινωνία, ιδιαίτερα τις συμπροσευχές.

6.Μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος η Εκκλησία σταθερά και αμετάβλητα είχε απορριπτική και καταδικαστική στάση έναντι όλων των αιρέσεων…Δυστυχώς αυτή η ενιαία, σταθερή και αταλάντευτη στάση της Εκκλησίας άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται, μετά την εγκύκλιο που εξαπέλυσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920 «Προς τας απανταχού εκκλησίας του Χριστού», η οποία για πρώτη φορά χαρακτηρίζει επισήμως τις αιρέσεις ως εκκλησίες, που δεν είναι αποξενωμένες από την Εκκλησία, αλλά είναι οικείες και συγγενείς…Άνοιξε πλέον ο δρόμος για να υιοθετηθεί, να διαμορφωθεί και να αναπτυχθεί στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας η προτεσταντικής κατ’ αρχήν επινοήσεως, τώρα δε και παπικής αποδοχής, αίρεση του Οικουμενισμού, αυτή παναίρεση, που υιοθετεί και νομιμοποιεί όλες τις αιρέσεις ως εκκλησίες και προσβάλει το δόγμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής, και Αποστολικής Εκκλησίας. Αναπτύχθηκε πλέον, διδάσκεται και επιβάλλεται από Πατριάρχες και επισκόπους νέο δόγμα περί Εκκλησίας, νέα εκκλησιολογία…

7.Ο διαχριστιανικός αυτός συγκρητισμός, διευρύνθηκε τώρα και σε διαθρησκειακό συγκρητισμό, ο οποίος εξισώνει όλες τις θρησκείες, με την μοναδική, θεόθεν αποκαλυφθείσα από τον Χριστό θεοσέβεια, θεογνωσία και κατά Χριστόν ζωή…Είναι η χειρότερη πλάνη, η μεγαλύτερη αίρεση των αιώνων…

8.Εμείς πιστεύουμε και ομολογούμε ότι μόνον εν τω Χριστώ υπάρχει η δυνατότης σωτηρίας. Οι θρησκείες του κόσμου και οι αιρέσεις οδηγούν στην απώλεια…Αυτή την παναίρεση (σ.σ. εννοούν τον Οικουμενισμό) έχουν αποδεχθεί εκ των Ορθοδόξων πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Την διδάσκουν «γυμνή τη κεφαλή», την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτωντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Η στάση μας εκ των συνοδικών κανονικών αποφάσεων και εκ του παραδείγματος των Αγίων είναι προφανής. Ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του.

9.Υπάρχουν βέβαια και συλλογικές ευθύνες, και κυρίως των οικουμενιστικών φρονημάτων Ιεραρχών και Θεολόγων μας, απέναντι στο ορθόδοξο πλήρωμα και το ποίμνιο τους. Προς αυτούς δηλώνουμε με φόβο Θεού και αγάπη, ότι η στάση τους αυτή και τα ανοίγματά τους στις οικουμενιστικές δραστηριότητες είναι από πάσης πλευρά καταδικαστέα.

10.Όταν κινδυνεύει η πίστη με την υποστήριξη παλαιών και νέων αιρέσεων, τις οποίες υποψιθυρίζει ο Διάβολος, για να αποκόψει τους πιστούς από την Εκκλησία, τότε όλοι οι πιστοί οφείλουν να ομολογούν και να διακηρύσσουν την αλήθεια των δογμάτων, ιδιαίτερα όμως οι ποιμένες, που οφείλουν να εκδιώκουν τους λύκους από την αυλή των προβάτων, και οι μοναχοί, οι οποίοι, με την δικαιολογημένη ευαισθησία τους σε θέματα πίστεως, αναδείχθηκαν σε στύλους και προμάχους της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί , με προθυμία και χαρά υπογράφουμε αυτήν την Ομολογία".

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

Διαχριστιανικός διάλογος - Εκδήλωση στο ΑΠΘ


Επίσκεψη των Φοιτητών της Θεολογικής
Σχολής του Α.Π.Θ. στο Αποστολικό Βικαριάτο *

Ημερίδα για τον Οικουμενικό Διάλογο

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, ένα τμήμα φοιτητών της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, συνοδευόμενοι από τον Καθηγητή Πέτρο Βασιλειάδη, γνωστό για την ευαισθησία του σε θέματα που σχετίζονται με τον οικουμενικό διάλογο, επισκέφθηκαν το Σεβασμιώτατο Ιωάννη Σπιτέρη στην αίθουσα του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκης. Σκοπός των συναντήσεων αυτών είναι η ενημέρωση των φοιτητών γύρω από θέματα που σχετίζονται με την Καθολική Εκκλησία και τους θεσμούς της και ιδιαίτερα με την Καθολική Εκκλησία στη χώρα μας.

Ο Αρχιεπίσκοπος τους καλωσόρισε και τους ενημέρωσε σχετικά, κάνοντας μία αναδρομή στα θέματα που χαρακτηρίζουν την Καθολική Εκκλησία στη θεολογία, στην πνευματικότητα και στη θεσμική της οργάνωση. Αναφέρθηκε κυρίως στην σπουδαιότητα που έχουν για την καθολική Εκκλησία τα πορίσματα της Β’ Συνόδου του Βατικανού και στάθηκε για λίγο στις διαφορές των δύο αδελφών Εκκλησιών και στις προσπάθειες που γίνονται, μέσω του οικουμενικού διαλόγου, για τη γεφύρωσή τους. Αναφέρθηκε τέλος στην παρουσία και στις ιδιαιτερότητες της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας την πολυπληθή και ολοένα αυξανόμενη παρουσία ξένων και μεταναστών καθολικών, που ανεβάζουν το ποσοστό των Καθολικών στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, κατά 300 και πλέον τους εκατό.
Μετά την τοποθέτησή του και για μία ακόμα ώρα ακολούθησε συζήτηση, όπου είχε την ευκαιρία να απαντήσει σε δεκάδες ερωτήσεις και άλλες απορίες. Κάποιες από αυτές είχαν πράγματι καίρια σημασία, κάποιες άλλες όμως αποδείκνυαν την άγνοια και την προκατάληψη που ακόμα υπάρχει γύρω από ζητήματα που σχετίζονται με την Καθολική Εκκλησία και τη θεολογία της. Ακόμη μία φορά αποδείχθηκε ότι ο πραγματικός και ουσιαστικός διάλογος μεταξύ των δύο Εκκλησιών είναι η προσπάθεια για την αμοιβαία γνωριμία των δύο χριστιανικών παραδόσεων. Έτσι και μόνο έτσι θα καταρρεύσει η άγνοια, η προκατάληψη και η στείρα αντιπαράθεση.

Μ’ αυτήν την ευκαιρία υπενθυμίζουμε ότι στις 20 Μαΐου θα λάβει χώρα στην Αίθουσα Τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μία ημερίδα για τον επίσημο θεολογικό διάλογο καθολικών και ορθοδόξων. Από καθολικής πλευράς είναι καλεσμένοι να μιλήσουν η Α.Ε. ο Καρδινάλιος Βάλτερ Κάσπερ, Πρόεδρος του Ποντιφικού Συμβουλίου για την προώθηση της Ενότητας των Χριστιανικών Εκκλησιών και συμπρόεδρος της μικτής Επιτροπής για το θεολογικό διάλογο, ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας και Τοποτηρητής του Αποστολικού Βικαριάτου Θεσσαλονίκη π. Ιωάννης Σπιτέρης και ο Έξαρχος των Ελληνορρύθμων Καθολικών π. Δημήτριος Σαλάχας. Από πλευράς ορθοδόξων μεταξύ άλλων έχουν προσκληθεί ο έτερος συμπρόεδρος της μικτής Επιτροπής Μητροπολίτης Περγάμου κ.κ. Ιωάννης Ζηζιούλας και ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστομος Σαββάτος.

Είναι η πρώτη φορά που θα πραγματοποιηθεί μία τέτοια συνάντηση και σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο και σκοπός της είναι να κάνει σε όλους ευρύτερα γνωστή την σπουδαιότητα και τον αγώνα που γίνεται για την συνέχιση αυτού του διαλόγου. Η Ημερίδα θα ξεκινήσει το πρωί στις 09:00’ και θα η είσοδος θα είναι ελεύθερη για κάθε άνθρωπο καλής θέλησης.

* Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη Θεσσαλονίκη(http://www.cen.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=456&Itemid=122)
Y.Γ.: Επειδή κάποιοι "άγαν ορθόδοξοι χριστιανοί" πάνε να δημιουργήσουν θέμα εκ του μη όντος, απλώς σημειώνουμε ότι εκπαιδευτικού χαρακτήρος επισκέψεις αυτού του είδους, των φοιτητών του Τμήματος Θεολογίας, προβλέπονται εδώ και χρόνια από το πρόγραμμα των σπουδών τους, στο πλαίσιο του (υποχρεωτικού) μαθήματος "Διαχριστιανικός και διαθρησκειακός διάλογος". Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ είναι ένα τμήμα που θεραπεύει την επιστήμη της Θεολογίας και όχι παραγωγική σχολή της Εκκλησίας μας που προάγει την ομολογιακότητα της πίστεώς μας. Η αλήθεια ακριβώς εδώ ευρίσκεται: στην απλή διάκριση των ρόλων ανάμεσα στη γνώση και τη πίστη.
ΧΑ.ΑΝ.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Πολιτισμός, Εκκλησία, φιλοκαλία

ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ
ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Πολιτισμός, Εκκλησία, φιλοκαλία

«H Eκκλησία χωρίς να λησμονεί την ευαγγελική παρακαταθήκη ότι ζει «εν τω κόσμω αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν είναι εκ του κόσμου» οφείλει να διαμορφώνει μια εγκόσμια διάσταση στη προσέγγισή της με τον κόσμο, όπου ενώ από τη μία σαρκώνεται διαρκώς στον κόσμο και στον εκάστοτε πολιτισμό προσδίδοντας σ’ αυτόν τη σωτηριώδη και ανακαινιστική χάρη του Ευαγγελίου, ωστόσο από την άλλη δεν θα πρέπει να λησμονεί να προσμένει τον ερχομό του Κυρίου της κατά την Δευτέρα Παρουσία Του, ο οποίος και μόνο θα κρίνει τελικά την αλήθεια και την αξία των πολιτιστικών επιτευγμάτων μας και ολάκερης της ζωής μας».

Στη παραπάνω προσέγγιση, την οποία ανέπτυξε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, θα μπορούσε κανείς να περικλείσει εν συνόψει τα θεολογικά συμπεράσματα του 4ημέρου διεθνούς συνεδρίου με θέμα «Εκκλησία και Πολιτισμός» που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή κορυφαίων εκκλησιαστικών και θεολογικών προσωπικοτήτων απ’ όλο τον κόσμο και το οποίο ολοκληρώθηκε με απόλυτη επιτυχία το βράδυ της περασμένης Κυριακής (10.5.2009) στο συνεδριακό κέντρο της Ιεράς Μητρόπολης Δημητριάδος, στα Μελισσιάτικα του Βόλου.

Κατά τη τελευταία ημέρα του Συνεδρίου - το οποίο διοργάνωσε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ι. Μητρόπολης Δημητριάδος- για τη σχέση της Εκκλησίας με τον Πολιτισμό μίλησαν ο καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Χρυσόστομος Σταμούλης και ο συντονιστής της Ακαδημίας, δρας Θεολογίας Παντελής Καλαϊτζίδης. Ο κ. Σταμούλης αναφέρθηκε σε παραδείγματα από το χώρο της πατερικής γραμματείας και σε μαρτυρίες, όπως αυτή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που κατανοούν τον πολιτισμό ως μια ευγενή μορφή εκδήλωσης της κοινωνικότητας του ανθρώπου, η οποία συνδυάζεται με πνευματικά χαρίσματα, ενώ χαρακτήρισε εντυπωσιακή την εκ μέρους του Γρηγορίου άκρως θετική χρήση του όρου «πολιτισμός», αλλά και την απόλυτη ταύτισή του με τον όρο φιλοκαλία, έναν όρο και μια πραγματικότητα πολιτισμική που η Ορθοδοξία, όχι μόνο δεν αμφισβήτησε, αλλά αποτέλεσε στη πορεία των αιώνων συστατικό στοιχείο του τρόπου υπάρξεώς της.

* Ο κ. Καλαϊτζίδης τόνισε ότι η Εκκλησία στη σχέση της με τον κόσμο δεν πρέπει να λειτουργεί εξουσιαστικά, ούτε να επιχειρεί να επιβάλλεται εξωτερικά ως αυθεντία ή παρωχημένη ιδεολογία. Αλλά ως «μικρά ζύμη» που «όλον το φύρμα ζυμοί» (Α’ Κορ., 5,6), οφείλει η Εκκλησία να μπολιάζει και αγιάζει την κάθε εποχή και την κάθε κοινωνία, τον κάθε πολιτισμό και το κάθε ιστορικό σχήμα, επεκτείνοντας έτσι τις συνέπειες της Ενσάρκωσης μέσα στο χώρο και το χρόνο και μαρτυρώντας για τη συνεχή Πεντηκοστή που αυτή ζεί. Ο ομιλητής, υποστήριξε ότι σήμερα, για μια δημιουργική σχέση της Εκκλησίας με το πολιτισμό θα πρέπει το πλαίσιο αυτής της σχέσης να συνοδεύεται από τη καθυστερημένη έστω αποδοχή των κεκτημένων της δυτικής νεωτερικότητας, από τη σοβαρή θεολογική σπουδή και το διάλογο με την επερχόμενη μετανεωτερικότητα καθώς και με την πραγματικότητα της πολυπολιτισμικής κοινωνίας.

* Τέλος, αμφότεροι οι ομιλητές αναφερόμενοι στο θρησκευτικό μάθημα και παραπέμποντας στη σχετική γνωμοδότηση του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ προς το ΥΠΕΠΘ, υποστήριξαν ότι τα Θρησκευτικά θα πρέπει να μετεξελιχθούν σε ένα «πολιτιστικό μάθημα» το οποίο έχοντας γνωσιολογικό, κατά βάσιν, περιεχόμενο θα απευθύνεται σε όλους τους μαθητές, ενώ το «ομολογιακό» περιεχόμενο της θρησκευτικής αγωγής θα πρέπει, είπαν, να αναλάβει να το διδάξει η Εκκλησία, στο πλαίσιο του πολύ σημαντικού έργου που έχει να επιτελέσει και το οποίο λέγεται κατήχηση.
XA.AN.
(Αναδημοσίευση από την "Eλευθερία", 12.5.2009, σελ. 24)

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

Διδαχές του μακαριστού Γέροντος π. Σεραφείμ Δημοπούλου


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ
π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟ ( + 2008 )

Του Κώστα Νούση *,
Φιλολόγου - Θεολόγου

Με το μακαριστό αρχιμανδρίτη πατέρα Σεραφείμ γνωρίστηκα ουσιαστικά γύρω στα 1993 και η δυνατή πνευματική μας σχέση διήρκεσε δέκα ολόκληρα χρόνια, κατά τα οποία βρισκόμουν σχεδόν χωρίς υπερβολή κάθε μέρα μαζί του. Καυχώμαι λοιπόν εν Κυρίω ότι μαθήτευσα παρά τους πόδας Σεραφείμ και πως γνωρίζω όσο ελάχιστοι σε βάθος και τον τρόπο ζωής του και τη διδασκαλία του.

Ο γέροντας, εξ Ηρακλείου Κρήτης ορμώμενος και διερχόμενος από διάφορες μονές και ασκητήρια εντός και εκτός αγίου Όρους, κατέληξε στην ιερά Μητρόπολη Λάρισας, την οποία διηκόνησε έως την 17-4-2008, οπότε και ευρέθη στα εξωτερικά σκαλάκια του κελλιού του κεκοιμημένος σε ηλικία 71 ετών. Η πολυετής του ιερατική διακονία αναλώθηκε στην ελεημοσύνη κυρίως και στις βαπτίσεις υπέρ τους χιλίους αλλοδαπών. Έκτισε ολόκληρο παιδικό σταθμό μόνος του, έθρεψε χιλιάδες απόρων και λαθρομεταναστών, έστειλε ανεκτίμητης αξίας υλική και πνευματική βοήθεια στην εξωτερική ιεραποστολή, στην οποία νεότερος συμμετείχε και ο ίδιος, και έγραψε πληθώρα ψυχωφελών βιβλίων. Και όλα αυτά χωρίς τη συνδρομή των εκάστοτε εκκλησιαστικών αρχών.

Θυμάμαι ότι τον πρωτοσυνάντησα έξω από τις φυλακές Λάρισας και περπατήσαμε μέχρι το παρακείμενο ταπεινό του σπιτάκι. Πάντα εν αφανεία διάγων, έκανε τεράστιες πεζοπορίες καθημερινά νωρίς τα χαράματα, αφού τελείωνε το μοναχικό του κανόνα προσευχής, καθ’ οδόν προς την πόλη όπου έβγαινε, για να διεκπεραιώσει το διακόνημά του της ελεημοσύνης. Κυκλοφορούσε με ένα άπλυτο και τρύπιο ράσο και προκαλούσε εσκεμμένα την περιφρόνηση του κόσμου και το γέλωτα των καθωσπρεπιστών χριστιανών αλλά και την απορία των περί τα πνευματικά αδαών. Μάλιστα πολλοί υποτιμητικά, λόγω και του χαμηλού του αναστήματος και της εν γένει εντύπωσης που προκαλούσε, τον απoκαλούσαν Σεραφειμάκο. Πίσω όμως από το ταπεινό αυτό σχήμα εκρύβετο ένας γίγαντας του Πνεύματος, ένας διά Χριστόν σαλός σύγχρονος άγιος.

ΙΕΡΑΤΙΚΟ - ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟ ΕΡΓΟ

Μαζί τελέσαμε δεκάδες βαπτίσεων ανθρώπων πασών των φυλών της γης, κυρίως όμως Βορειοηπειρωτών και Αλβανών. Έκανε πολλές βαπτίσεις και θείες Λειτουργίες και εντός των φυλακών Λάρισας. Τα έξοδα των βαπτίσεων ήταν κυρίως δικά του. Ταυτόχρονα διέθετε μεγάλο μέρος του μισθού του στο να χορηγεί στους φυλακισμένους και ό,τι άλλο του ζητούσαν. Εκεί όμως που έδινε καθημερινά τρόφιμα ήταν στα κρατητήρια της Αστυνομίας Λάρισας, όπου με έστελνε να πηγαίνω τρόφιμα μαζί με άλλα πνευματικά του παιδιά. Επίσης ήμουν παρών σε πάμπολλες περιπτώσεις που χορηγούσε τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης σε λαθρομετανάστες κυρίως που κοιμόντουσαν έξω στα χωράφια στη δεκαετία του 1990. Αμέτρητες είναι και οι προσφορές του σε διάφορους χρείαν έχοντας εντός της πόλης μας με τη μεταφορά αγαθών με πνευματικά του τέκνα. Ήξερε ο πατήρ να ασκεί και με αυτό τον τρόπο τα παιδιά που του ενεπιστεύθη ο Θεός. Για τις αποστολές του τέλος της εξωτερικής ιεραποστολής δεν χρειάζεται καν να αναφερθώ, καθώς είναι τοις πάσι γνωστές σε Βαλκάνια κυρίως και Αφρική. Και όλο αυτό το τεράστιο ιδιωτικής πρωτοβουλίας, εμπνεύσεως και εκτελέσεως έργο γινόταν αφανώς και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Πάντα δε ο γέροντας έλεγε ότι χρειάζονται και αυτές οι εξωτερικές δράσεις αλλά τόνιζε ότι προέχει ο εσωτερικός πνευματικός αγώνας.
Ως ιεροκήρυκας έτρεχε αδιαμαρτύρητα οπουδήποτε τον έστελνε η Μητρόπολη, αν και ταλαιπωρούνταν, διότι δεν είχε όχημα. Πολλές φορές γυρνούσε με τα πόδια, ειδικά τα πρώτα χρόνια, και συχνά περίμενε ώρες τη συγκοινωνία μέσα σε παγετούς και καύσωνες. Και τα δεχόταν όλα με υπομονή, ως μια μορφή ακόμα άσκησης και εκούσιου μαρτυρίου.
Ως ιερέας ήταν λάτρης ο ίδιος της ορθοδόξου πνευματικότητας αλλά συνάμα ήταν ανοιχτό πνεύμα και όχι μονοδιάστατος και ζηλωτής. Διατηρούσε καλές σχέσεις με προϊσταμένους άλλων θρησκειών και αλλόδοξων χριστιανικών ομολογιών και είχε να πει πάντα μία καλή κουβέντα για θετικά στοιχεία που έβρισκε και σε αιρετικούς και σε ζηλωτές παλαιοημερολογίτες. Με διάκριση όμως πάντα και με στόχο την ωφέλεια του ακροατή του. Τον ενδιέφερε πρώτιστα η ορθόδοξη οδός και ευκαίρως ακαίρως μας οδηγούσε εκεί. Για το λόγο αυτό πάντα τόνιζε ότι τον ενοχλούσε που έβλεπε τις ορθόδοξες θρησκευτικές οργανώσεις να είναι σε πολλά σημεία επηρεασμένες από το δυτικό χριστιανισμό.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ

Ως πνευματικός ο γέροντας είχε το χαρακτηριστικό της μεγάλης επιείκειας. Δεν έδινε ιδιαίτερη προσοχή στις πτώσεις ούτε και κανόνιζε αυστηρά τα παραπτώματα. Μου ανέφερε κάποτε ότι ερχόταν ένας ομοφυλόφιλος και εξωμολογείτο και τον ενεθάρρυνε με ένα γλυκύτατο τρόπο να κόψει το πάθος του που σε άφηνε άναυδο για την αγάπη και διάκρισή του. Άλλοτε θυμάμαι ότι είχε στιγματίσει έναν άλλο μεγάλης φήμης πνευματικό που επέβαλε διετή αποχή από τη θεία κοινωνία σε περίπτωση πορνείας, κρίνοντας ότι ο πεσών στο αμάρτημα εκείνο έχρηζε άλλης αντιμετώπισης λόγω και ψυχικής κόπωσης. Ποτέ δε λεπτολογούσε πάθη και λογισμούς αλλά τόνιζε τον πνευματικό αγώνα. Συνεχώς επισήμαινε ότι δε χρειάζεται να εξομολογούμαστε συχνά αλλά να κάνουμε περισσότερο πνευματικό αγώνα. Και φυσικά ήταν θιασώτης της συχνής θείας κοινωνίας. Χαρακτηριστικά έλεγε ότι μία ψυχικά άρρωστη έπρεπε να κοινωνεί τακτικά, για να θεραπευθεί, προτρέποντας έμμεσα να μην αμελούμε να προσερχόμαστε στη θεία μετάληψη.

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΑΛΑΝΤΟ - ΧΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΟΥ

Ως συγγραφέας είχε ιδιαίτερη λογοτεχνική φλέβα και ποιητική ευαισθησία, γνώρισμα της καλλιέργειάς του. Πολυγραφότατος. Μελετούσε πολύ και έγραψε πάνω σε ποικίλα θέματα αλλά είχε ιδιαίτερη έφεση στη μελέτη βίων αγίων και ειδικά των ερημιτών και των διά Χριστόν σαλών. Και αυτά ήταν και τα αγαπημένα του θέματα συζήτησης στις οποίες πολλές φορές ξεχνιόμασταν για ώρες ολόκληρες. Σε αυτές διέκρινες ευθύς αμέσως το εύρος των γνώσεών του και την πολύ ισχυρή του μνήμη. Δεν παρέλειπε να κάνει συχνά και χιούμορ αλλά γενικά ήταν χαμηλόφωνος και σοβαρός και μιλούσε αργά και καθαρά. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του που διαισθάνθηκαν πολλοί όσοι συζητούσαν συχνά μαζί του ήταν κάποιες κινήσεις του προσώπου του με τις οποίες φαινόταν ότι έδιωχνε λογισμούς που τον ενοχλούσαν, δείγμα του φοβερού εσωτερικού πολέμου που διεξήγε με τα πονηρά πνεύματα.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ

Ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος σε θέματα εκκλησιαστικής συνείδησης. Σεβόταν την εκκλησιαστική αρχή ανεξάρτητα από την ηθική της αξιολόγηση, χωρίς φυσικά να συμφωνεί και με όλες τις επιλογές των προϊσταμένων του, πράγμα όμως που δεν τον οδηγούσε σε ακρότητες και ζηλωτισμούς, αν και σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις δεν παρέλειπε να στιγματίζει τις λάθος ενέργειές τους. Τη στάση αυτή επέδειξε και στο πρόσφατο εκκλησιαστικό πρόβλημα της Λάρισας με το να επικρίνει διακριτικά τα έκτροπα που πολλές φορές γίνονταν με καλές προθέσεις αλλά με ζήλο ου κατ’ επίγνωσιν. Τον θυμάμαι μια φορά να υποκλίνεται ταπεινά σαν παιδάκι μπροστά στο νέο επίσκοπο Λάρισας όντας ήδη σεβάσμιος γέρων ενώπιον αρκετά νεοτέρου.

ΦΙΛΑΓΙΟΣ

Αγαπούσε ιδιαίτερα τον άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ και εν γένει τους ρώσους ασκητές. Ανέφερε συνεχώς περιστατικά από τη ζωή και τα έργα τους. Λάτρευε κυριολεκτικά τους διά Χριστόν σαλούς και σεβόταν τους σύγχρονους γεροντάδες με τους οποίους διατηρούσε καλή γνωριμία.
Ιδιαίτερα τιμούσε τους πατέρες Παΐσιο και Πορφύριο με τους οποίους συνομιλούσε και τους έδινε ονόματα ασθενών για μνημόνευση, δείχνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο και τη μεγάλη του ταπείνωση κρυπτόμενος πίσω από τα δικά τους χαρίσματα, αν και ο ίδιος είχε ήδη ανάλογες με εκείνους εκ Θεού δωρεές. Αλλά και εν ταπεινώσει αναγνώριζε κάποτε τη δύναμή τους σμικρύνοντας εαυτόν. Για παράδειγμα μου ανέφερε ότι για μία περίπτωση ασθενούς που επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον πατέρα Πορφύριο και τον παρεκάλεσε να προσεύχεται υπέρ ιάσεως δια πρεσβειών Δημητρίου Λέκκα ( ενός υποτιθέμενου νεοφανούς αγίου που γινόταν πολύς θόρυβος γύρω από το όνομά του εκείνες τις μέρες ) ο π. Πορφύριος τον διόρθωσε να μην το κάνει αυτό διότι ο Λέκκας δεν ήταν άγιος. Όμως στα πλαίσια της ποιμαντικής του μου απεκάλυψε και μία περίπτωση που αντιστρόφως ο ίδιος υπέδειξε ένα λάθος του γέροντος Παϊσίου στον ίδιο το μεγάλο αυτό ασκητή, δείχνοντάς μου έτσι ότι και οι άγιοι δεν είναι αλάθητοι όπως ανώριμα τους φανταζόμαστε αλλά μόνο ο Θεός έχει το χάρισμα αυτό και οι άγιοι όταν μιλούν εν Αγίω Πνεύματι και όχι κατά τη γνώμη τους. Να τονιστεί εδώ ότι ειδικά ο π. Παΐσιος τον υπεραγαπούσε και εξέφραζε για το γέροντα τα καλύτερα λόγια.

ΑΣΚΗΤΙΚΟΤΗΤΑ - ΣΑΛΟΤΗΤΑ

Τις διηγήσεται τον υπέρ νουν για το σύγχρονο άνθρωπο ασκητικό τρόπο ζωής του; Το σπίτι του ψυγείο με μία σόμπα στο ισόγειο που και σπάνια την άναβε. Ο ίδιος κοιμόταν στον πρώτο όροφο. Σηκωνόταν στη μέση της νύχτας για τα μοναχικά του καθήκοντα. Μάλιστα συνήθιζε τακτικά να μένει για λίγες μέρες έγκλειστος στο κελλί του.

Χαμαικοιτία. Πολλές φορές τον πέτυχα να αναπαύεται στο πάτωμα του ισογείου ή και στα αγριόχορτα της αυλής το καλοκαίρι! Ούτε φίδια φοβόταν ούτε υπελόγιζε τίποτε. Έπινε νερό που έπαιρνε από το διπλανό βενζινάδικο σε μπιτόνια που είχα την τιμή να του μεταφέρω και εγώ μερικές φορές. Και τα πιάτα που έτρωγε ήταν άπλυτα τουλάχιστον με αποφάγια και χώμα ενίοτε! Το ίδιο και τα ποτήρια. Επειδή τα είδα με τα μάτια μου δε θεωρώ απίθανο που άκουσα ότι ως φοιτητής στην Αθήνα έβαζε χώμα στο φαγητό του, για να περιορίζει την ηδονή της βρώσεως. Έτρωγε ελάχιστα και συνήθως ξηροφαγούσε. Μόνο μία φορά, προφανώς για να κρύψει τη μεγάλη του νηστεία, άρπαξε μπροστά μου ένα μεγάλο κομμάτι σαλάμι (που του αγόρασα για να το διανείμει) και το έχωσε στο στόμα του με τρόπο που προκαλούσε γέλωτα. Μια ακόμη σαλότητα του πατρός.

Το σπίτι του ήταν ένα καθαρό αχούρι, πράγμα που δεν τον ένοιαζε καθόλου, όπως και η εμφάνισή του. Πολλές φορές καθόμασταν μαζί με άλλους και συζητούσαμε το καλοκαίρι έξω στην αυλή του και αυτός επιδεικτικά σχεδόν σήκωνε τα πόδια του, για να φανούν οι κατατρυπημένες κάλτσες του. Τα χέρια του το χειμώνα ειδικά ήταν πάντα γεμάτα πετρέλαιο. Οι εικόνες αυτές βέβαια δε θυμίζουν καθόλου τους σύγχρονους αρχιμανδρίτες και ξένιζαν ακόμα και πνευματικά άτομα. Ήξερε ο γέροντας να εμπαίζει το διάβολο και τον κόσμο!
Η σαλότητά του ήταν πολυεπίπεδη. Τον πέτυχα να αναπαύεται ξαπλωμένος στο δάπεδο του ιερού του ναού της Αγίας Τριάδος πριν από απογευματινή προηγιασμένη! Άλλες φορές έδιωχνε χωρίς λόγο κόσμο που πήγαινε να τον δει λέγοντας «δε δεχόμαστε μετά τη δύση του ηλίου» και ταυτόχρονα έτρεχε σαν κυνηγημένος να κρυφτεί στο πίσω μέρος του κελλίου του! Κατάφερνε να σκανδαλίσει μερικές φορές και μας που γνωρίζαμε τα σαλοκαμώματά του. Πόσο μάλλον τους πολλούς!

ΟΙ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ

Περί υπακοής

Με είχε στείλει να του φέρω κάτι τρόφιμα σε συγκεκριμένη παραγγελία. Εγώ θεώρησα ότι κάποιες δικές μου αλλαγές θα ήταν απαραίτητες και ωφέλιμες. Όταν τις είδε μου είπε: « γιατί δεν τα έφερες όπως σου είπα; Δεν πρέπει να κάνουμε ακριβή υπακοή;»

Περί νοεράς προσευχής και ησυχασμού

Τόνιζε πάντα ότι η ορθοδοξία είναι μυστική σε αντίθεση με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες ως ιδιαίτερο γνώρισμά της. Αν και μεγάλωσε σε εκκλησιαστικούς χώρους και εποχές που ήταν υπό δυτικές θρησκευτικές επιδράσεις, ανεζήτησε και βρήκε το δρόμο του ορθόδοξου ησυχασμού. Συνιστούσε αδιάλειπτα να λέμε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς». Άλλωστε από νέος έζησε και δίπλα στο γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο και σε πατέρες του Αγίου Όρους, για να βιώσει τη νηπτική ζωή. Τελικά η Θεία Πρόνοια τον έφερε στη Μητρόπολη Λάρισας. Μου έκανε εντύπωση μια φορά που είπε ότι όποιος ασκεί τη νοερά προσευχή δεν έχει όρεξη να μιλάει, προφανώς εξ ιδίας πείρας.

Περί μακαρισμών του Κυρίου

Ανέφερε συχνά και ανέλυε τους μακαρισμούς της επί του όρους ομιλίας του Χριστού. Προέτρεπε στη μελέτη τους, διότι τους αντιπαρέβαλλε με τις δέκα εντολές που έδωσε ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη. Θεωρούσε τους μακαρισμούς τις νέες εντολές που έδωσε ο Χριστός στα χρόνια της χάριτος και ότι ολοκληρώνουν την παλαιά θεία νομοθεσία.

Περί εσχάτων

Ήταν το προσφιλές του θέμα. Δεν έχανε ευκαιρία να μας προετοιμάζει πνευματικά για την έλευση του αντιχρίστου. Τόνιζε την παρθενία του αντιχρίστου από μίσος και απέχθεια για τις γυναίκες.

Περί θείας αγάπης

«Να αγαπήσετε το Θεό με θείο έρωτα. Να καίγεσθε από αγάπη για το Θεό». Αυτά έλεγε ο εραστής του Θεού. Μια ακόμα προσφιλής του έκφραση: «να μελετάτε το πρόσωπο του Κυρίου μας».

Περί παθών και πνευματικού αγώνος

«Να εγχειρίζετε τα πάθη. Να τα εκριζώνετε. Είναι ανώτεροι πολλοί άγιοι που αγωνίζονται μυστικά κατά των παθών παρά αυτοί που κάνουν φανερά θαύματα».

Περί δαιμόνων

«Είναι φοβεροί», επαναλάμβανε λόγια του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Μάλιστα μου έλεγε ότι μια φορά είχε κάνει εξορκισμό και δεν είχε ευχάριστη εμπειρία με τους δαίμονες με αποτέλεσμα να μη θέλει να ξαναδιαβάσει (πόσο ταπεινός και εχέφρων ήταν! Σήμερα πολλοί ιερείς τους διαβάζουν με άγνοια κινδύνου και δικού τους και των ασθενών).

Περί κηρύγματος

«Πάρτε και μοιράστε τα βιβλία. Να διαβάσει ο κόσμος». Αυτά μας προέτρεπε. Συχνά μου έλεγε να ανεβαίνω πάνω στις καρέκλες στα καφενεία να μιλάω για το Χριστό. Τόσο ζήλο ιεραποστολής είχε ο ευλογημένος!

Περί λύπης

Έλεγε ότι είναι φοβερό το πνεύμα της λύπης, εννοώντας κυρίως τον αντίστοιχο δαίμονα. Συνιστούσε εκδίωξη των κακών αυτών συναισθημάτων και επιδίωξη του πνεύματος της χαράς.

Ταπεινός και ειρηνικός

Πάντα μας αποχαιρετούσε με την προσφιλή του ευχή «εις οδόν ειρήνης». Μου ζητούσε να προσεύχομαι για αυτόν. Και το εννοούσε, διότι ήταν ταπεινός και όχι ταπεινόσχημος.

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΣΗΜΕΙΑ – ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ

Έχω ακούσει πολλούς να αναφέρουν για το διορατικό και προορατικό χάρισμα του γέροντα. Είναι πάρα πολλές και οι αναφορές για μεταθανάτια σημεία και εμφανίσεις του. Εγώ θα αναφερθώ σε ένα προσωπικό γεγονός και στην εμπειρία ενός αγιορείτου μοναχού που είχε το γέροντα πνευματικό όσο ήταν ακόμα λαϊκός.

Ο π. Ε. μου ανέφερε ότι δύο φορές του εμφανίστηκε κατ’ όναρ ο γέροντας και του έλυσε κάποιες απορίες που του προέκυψαν στο νέο στάδιο του μοναχικού βίου που προσφάτως εισήλθε. Αυτό μου το ανέφερε μισό μήνα πριν κοιμηθεί ο πατήρ Σεραφείμ.
Προ ετών είχα ο ίδιος έντονο λογισμό ένα μεσημέρι να ξαναδιαβάσω το βίο του αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν σαλού, που πρωτοδιάβασα ως φοιτητής, αλλά δεν είχα στο σπίτι μου το βιβλίο. Το απόγευμα πήγα να δω το γέροντα. Κάποια στιγμή ανέβηκε στον πρώτο όροφο του κελλιού και κατέβηκε με χαρά και χαμόγελο κρατώντας το βιβλίο που επιθυμούσα να διαβάσω και μου είπε όλο νόημα και με μια παιδιάστικη ανάλαφρη διάθεση: «έχεις διαβάσει αυτό το βιβλίο;» Ομολογώ ότι τα χρειάστηκα προς στιγμήν. Εννοείται ότι δεν του είχα αναφέρει τίποτε προηγουμένως. Πάντως διεπίστωσα ότι μάλλον έκρυβε πολλά χαρίσματα, για να μην έρχονται και του χαλάνε την ησυχία. Προτιμούσε να προσεύχεται πολύ ως γνήσιος μοναχός. Γι’ αυτό και κρυβόταν επιμελώς. Θυμάμαι στο σημείο αυτό που μου ανέφερε πόσο ταλαιπωρήθηκε ένα διάστημα, καθώς συνέρεε πλήθος κόσμου μετά από μία πρόρρησή του σε μία έγκυο ότι θα γεννήσει υγιέστατο αγοράκι, ενώ οι γιατροί την προέτρεπαν να κάνει έκτρωση χωρίς να γνωρίζουν τότε ούτε το φύλο του εμβρύου. «Είδα και έπαθα να τους διώξω, γιατί έρχονταν να τους μιλήσω προφητικά!» Φυσικά ουδόλως παραδέχθηκε ότι όντως είχε μιλήσει με προορατικό χάρισμα.

ΓΕΝΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ

Είναι σαφές ότι σπάνια στα έσχατα χρόνια που διανύουμε συναντάς τέτοιες ασκητικές μορφές που διαβάζουμε μόνο στα αρχαία συναξάρια. Η ορθοδοξία σήμερα δυστυχώς είναι στο περιθώριο της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου και το ευαγγέλιο αποτελεί ένα μυθογράφημα για ανάγνωση και όχι πρακτικό βιβλίο εφαρμογής. Αυτό ήρθε να αναιρέσει ο γέροντας με τη ζωή του. Έδειξε ότι ο χριστιανισμός είναι η μόνη αλήθεια που μεταμορφώνει σε άγιο τον ταλαίπωρο άνθρωπο. Αγίασε σε ένα κόσμο άπιστο και σε μια αδιάφορη και αμαρτωλή μεγαλούπολη. Πρόσφερε το παράδειγμα του ως ελπίδα ότι ο Θεός είναι ανάμεσά μας και αυτά τα αποκαλυπτικά χρόνια. Απέδειξε ότι το μόνο που χρειάζεται σήμερα ειδικά στην κοινωνία και στην εκκλησία είναι η αγιότητα. Ούτε οι μορφωμένοι κληρικοί είναι ιδιαίτερα απαραίτητοι ούτε οι υπερδραστήριοι και λαλίστατοι λόγιοι κήρυκες του θείου λόγου. Ο γέροντας ήταν κατηρτισμένος και στη θεολογία και στη θύραθεν παιδεία. Ήταν και υπερβαλλόντως δραστήριος. Πρωτίστως όμως ήταν Άγιος. Αυτό τον διέκρινε από όλους σχεδόν τους κληρικούς που ζούσαν στα ίδια χρόνια με εκείνον. Και αυτό το μαρτυρούνε και το παραδέχονται ρητά είτε και σιωπηρά όλοι όσοι τον γνώρισαν. Πρόσφατα μια ηλικιωμένη πρεσβυτέρα μου ανέφερε ότι «για μένα ο π. Σεραφείμ από τότε ήταν άγιος».
Άνθρωπος ταπείνωσης, προσευχής και άσκησης θα ήταν ο χαρακτηρισμός που θα του απέδιδα, αν μου ζητούσε κάποιος να τον περιγράψω με λίγα λόγια. Είχε ο γέροντας αφομοιώσει τη Χάρη του Θεού και τη μετέδιδε απλόχερα. Στήριζε κυρίως με τις προσευχές του την πατρίδα μας και όλο τον κόσμο. Αυτά ήταν και η υπερπολύτιμη προσφορά του που δεν έχει όμως ορατές αποδείξεις. Αλλά αυτά θα φανούν στην άλλη ζωή.

Μας μένει οπωσδήποτε μια πικρία που φεύγουν από κοντά μας οι άγιοι. Ξέρουμε όμως ότι ζούνε κοντά στο Θεό και εν Αγίω Πνεύματι και μας βλέπουνε και μας ακούνε και σπεύδουν σε βοήθειά μας, όταν τους επικαλούμαστε. Αν και εκ φύσεως είμαι δύσπιστος, θα μεταφέρω κάτι που άκουσα μετά την κοίμησή του. Είχε λοιπόν, κατά μαρτυρία ενός Αλβανού που είχε βαπτίσει, εμφανισθεί κατ’ όναρ και τον πληροφόρησε ότι θα είναι πάντα δίπλα του. Εκείνος απόρησε, διότι είχε καιρό να επισκεφθεί το γέροντα και έτσι τηλεφώνησε σε γνωστό του να μάθει πώς ήταν στην υγεία του. Τότε έμαθε ότι προ ολίγων ημερών είχε αναχωρήσει για την άνω Ιερουσαλήμ.

Ας συνεχίζουμε με πίστη όσοι τον ζήσαμε και τον αγαπήσαμε να ακολουθούμε όσο μπορούμε το παράδειγμά του και να εφαρμόζουμε τις θεόπνευστες συμβουλές του. Αυτός από ψηλά θα συνεχίσει να εύχεται για την προκοπή μας την πνευματική, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόκτηση και αφομοίωση της ακτίστου χάριτος του Ιησού Χριστού. Αμήν.
Λάρισα 15 – 4 - 2009

* AΡΘΡΟ στο ιστολόγιον της Ενωσης Θεολόγων Ν. Λάρισας: http://theologylar.blogspot.com/2009/05/blog-post_4470.html