«Με την ΑΙ μπορούμε να κάμνουμε θαύματα…». Αυτός ήταν ο τίτλος σε πρόσφατο ρεπορτάζ της «Καθημερινής» (18.05.2024, σ. 3) που είχε ως θέμα την επιμόρφωση ημών των εκπαιδευτικών στην εφαρμογή της νέας πρόκλησης που λέγεται «Artificial Intelligence [AI]» - ελληνιστί «τεχνητή νοημοσύνη [TN]» - και η οποία επιμόρφωση είχε ξεκινήσει ακριβώς την προηγούμενη ημέρα (17.05.2024) σε ημερίδα που διοργάνωσε το Ι.Ε.Π. με εισηγητές κορυφαίους Έλληνες ακαδημαϊκούς που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό και βρίσκονται στην αιχμή της επιστημονικής έρευνας για την εφαρμογή της Τεχνητής Νοημοσύνης στην Εκπαίδευση.
Πράγματι, η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) αναδύεται ως μια σημαντική δύναμη στον τομέα της τεχνολογίας, επιτρέποντας στις μηχανές να μιμούνται ανθρώπινες γνωστικές λειτουργίες. Η ΤΝ υπόσχεται να φέρει επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο μεταδίδεται και προσλαμβάνεται η γνώση. Σε λίγα χρόνια οι διαδραστικοί πίνακες (που αντικατέστησαν τους παλαιούς επιτοιχίους μαυροπίνακες της δικής μου γενιάς) θα θεωρούνται …απαρχαιωμένο υλικό. Εδώ δεν μιλάμε για μηχανές που ψηφιοποιούν και αναπαράγουν δεδομένα, αλλά για νέες μηχανές που θα …σκέφτονται! Ήδη σε πολλές εφαρμογές στους υπολογιστές μας έχουμε τους «Ψηφιακούς Βοηθούς» (με τον πλέον “famous” εξ αυτών το «ChatGPT») που αξιοποιούν τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης και εκμάθησης για να μας απαντήσουν με… ανθρώπινο τρόπο σε ερωτήματα που του θέτουμε. Π.χ. στην πλατφόρμα του Δημοσίου «gov.gr» o «Ψηφιακός Βοηθός» μπορεί να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε με τρόπο απλό και φιλικό την υπηρεσία που ψάχνουμε, π.χ. για την έκδοση ενός πιστοποιητικού γέννησης, οικογενειακής κατάστασης, ενός αντιγράφου του πτυχίου μας, κλπ.). Μαζί, όμως, μ΄ αυτές τις εντυπωσιακές εξελίξεις αυξάνονται και τα ηθικά διλήμματα από τη χρήση της νέας τεχνολογίας. Για τη Εκπαίδευση; Ωραία όλα αυτά, αλλά…
Αλλά, ενόσω η ΤΝ θα εισέρχεται με σταθερούς ρυθμούς στη ζωή μας και θα την επηρεάζει, ειδικά για τον χώρο της Εκπαίδευσης θα πρέπει, πριν υποδυθούμε τους εραστές της καινοτομίας, να σηκώσουμε το χαλί της φυσικής μας νοημοσύνης και να ρίξουμε μια ματιά σε όσα έχουμε σπρώξει από κάτω – και δεν είναι λίγα... Και θα εστιάσω τον προβληματισμό μου σε δύο μαθήματα που θεωρώ ως τα πλέον σημαντικά: στη Γλώσσα (Ελληνικά) και τα Μαθηματικά που αποτελούν τις πρωτογενείς, τις βασικές επιστήμες για το ευρύτερο φάσμα των θεωρητικών/ανθρωπιστικών και θετικών/τεχνολογικών επιστημών, αντιστοίχως.
Μου έρχονται στο μυαλό, όλως ενδεικτικώς, περιστατικά που είχα βιώσει στις αρχές της δεκαετίας του 2000 σε επαρχιακό σχολείο της κεντροδυτικής Θεσσαλίας, όπου δίδασκα σε Γυμνάσιο και συμπλήρωνα το ωράριό μου σε παρακείμενο Επαγγελματικό Λύκειο (ΕΠΑΛ).
Σκηνή 1η (σε συνεδρίαση του Συλλόγου Διδασκόντων του ΕΠΑΛ με θέμα την αξιολόγηση των μαθητών): Ο μηχανολόγος καθηγητής λέει ότι οι μαθητές της τάξης του αδυνατούν να επιλύσουν ασκήσεις στα μαθήματα της ειδικότητας επειδή «δεν γνωρίζουν στοιχειώδη Μαθηματικά», αναφέροντας ότι «ακόμη και για την απλή αριθμητική πράξη της διαίρεσης καταφεύγουν στη χρήση του υπολογιστή του κινητού τους τηλεφώνου». Θιγμένος, τρόπoν τινά, ο παριστάμενος μαθηματικός είχε έτοιμη την απάντηση: «Mα καλά δεν γνωρίζετε ότι τα παιδιά έρχονται σε μας μαθηματικώς αστοιχείωτα απ’ το Γυμνάσιο;... Tι περιμένετε; Να μάθουν στο ΕΠΑΛ όσα δεν έμαθαν στο Γυμνάσιο;...». Yπήρξαν και κάποιες απορίες εκ μέρους των παρισταμένων: «Μα καλά, αφού δεν ήξεραν ούτε αυτά τα στοιχειώδη Μαθηματικά πώς προήχθησαν, πώς πήραν Απολυτήριο απ’ το (διπλανό) Γυμνάσιο;...», για τις οποίες (απορίες) κάποιοι υπομειδίασαν, αλλά απάντηση δεν έδωσε κανένας - και η ζωή συνεχίσθηκε. Το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι για την έλλειψη (ακόμη και των στοιχειωδών) γνώσεων των μαθητών του ΕΠΑΛ στα Μαθηματικά φταίει το Γυμνάσιο…
Σκηνή 2η (σε συνεδρίαση του Συλλόγου Διδασκόντων του [παρακειμένου] Γυμνασίου): Οι καθηγητές των φιλολογικών μαθημάτων (Αρχαία / Νέα Ελληνικά, Λογοτεχνία, Έκθεση) παραπονιούνται ότι για τους μαθητές τους πρόβλημα δεν είναι η λεξιπενία μόνο, αλλά η αδυναμία σωστής χρήσης βασικών συντακτικών όρων, όπως το ρήμα. Οι καλύτεροι μαθητές ή τουλάχιστον οι πιο συνεπείς, δεν μπορούν να επιλέξουν τα σωστά ρήματα ή δεν μπορούν να εκφραστούν επαρκώς ή να κατανοήσουν τι διαβάζουν. «Έρχονται από το Δημοτικό με πολύ χαμηλό επίπεδο στη Γλώσσα....» Η «απόφαση» είχε ληφθεί... Για τις ανεπάρκειες των μαθητών του Γυμνασίου υπεύθυνο είναι το Δημοτικό Σχολείο όπου «δεν δόθηκαν στα παιδιά οι βασικές γνωστικές ικανότητες και δεξιότητες στο θέμα του γλωσσικού μαθήματος...», κ.λπ., κ.λπ.
Τη «Σκηνή» σε Δημοτικό Σχολείο δεν τη βιώσα, αλλά τη φαντάσθηκα: Στον Σύλλογο Διδασκόντων του Δημοτικού οι ευθύνες για τις γνωστικές ανεπάρκειες των μαθητών θα επιρρίπτονταν στο Νηπιαγωγείο που «δεν φρόντισε να προσφέρει στα παιδιά βασικές γνώσεις και ικανότητες», κ.λπ., κ.λπ. Το τελικό -βολικό, πλην πλασματικό- συμπέρασμα: για όλα φταίει το Νηπιαγωγείο! Ας σοβαρευτούμε, πια...
Τα χρόνια πέρασαν, αλλά λίγα πράγματα άλλαξαν. Οι Εκθέσεις της Επιστημονικής Επιτροπής των μέχρι τώρα διενεργηθεισών εξετάσεων διαγωνιστικού χαρακτήρα που οργανώνονται τα τελευταία τρία χρόνια και στη χώρα μας (απ΄ το 2022) - της “ελληνικής PISA”, όπως oνομάζεται – κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι ένα στα πέντε παιδιά κινδυνεύει να αποφοιτήσει από την υποχρεωτική εκπαίδευση (Νηπιαγωγείο-Δημοτικό-Γυμνάσιο) ως λειτουργικά αναλφάβητο στην Ελληνική Γλώσσα και στα Μαθηματικά!
Αποτελεί εδώ και
χρόνια και προσωπική μου διαπίστωση ότι οι μαθητές αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν
όρους ή να εμπεδώσουν έννοιες στα Θρησκευτικά, την Ιστορία ή τη Φιλοσοφία.
Δυσκολεύονται να τεκμηριώσουν μια άποψη για σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα ή να
τοποθετηθούν στον ιστορικό χρόνο και στον χώρο.
Θαρρώ ότι επιβάλλεται η δυναμική επιστροφή στα εργαλεία του Συντακτικού και
Γραμματικής και συνδυαστική χρήση τους με κείμενα σοβαρά Αρχαιοελληνικά,
βυζαντινής Γραμματολογίας, Πατερικής Θεολογίας, κ.ά. παράλληλα και
συμπληρωματικά με τη διδασκαλία της Νεοελληνικής (όπως προτείνει και η Επιτροπή
Ειδικών). Έτσι θα στηριχθεί δυνατά η
σημερινή μορφή της γλώσσας μας και θα μπορούν να γίνουν προσιτοί οι γλωσσικοί
της θησαυροί στη νέα γενιά. Δεν υποτιμώ τη σημασία και αξία των άλλων γλωσσικών
μαθημάτων, όπως του μαθήματος των Αγγλικών που εισήχθη εδώ και 3 χρόνια – και -
στο Νηπιαγωγείο, των Γαλλικών και των Γερμανικών, που διδάσκονται - και πολύ
ορθώς διδάσκονται - στο ελληνικό σχολείο, ούτε τη διδασκαλία (από το Δημοτικό)
θεματικών αντικειμένων της νέας τεχνολογίας (Ρομποτική / STEM, κ.λπ.), αλλά
επειδή όλα, καθώς λένε οι τρανοί παιδαγωγοί, ξεκινάνε από τη μητρική Γλώσσα,
καλό θα είναι να μάθουν και τα δικά μας παιδιά -οι μαθητές/-τριές μας- καλά
Ελληνικά. Πρώτα Ελληνικά - καλά Ελληνικά! - και μετά όλα τ’ άλλα.
Η γλώσσα είναι το κυριότερο εθνικό κεφάλαιο ενός λαού. Οταν κινδυνεύει αυτή κινδυνεύει και η εθνική του υπόσταση. Όσο γρηγορότερα πάρουν «χαμπάρι» στο ΥΠΑΙΘΑ ότι επείγει η αναβάθμιση της διδασκαλίας της Γλώσσας - σ’ όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης - τόσο καλύτερα για τους μαθητές μας, δηλαδή για το αύριο αυτού του τόπου, της χώρας, της πατρίδας.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/θμιας (ΠΕ01), δρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr). To άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα “Eλευθερία” της Λαρίσης (Δευτέρα, 27.05.2024, σελ. 3)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου