Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Περί των «Θρησκευτικών οργανώσεων». Παρέμβαση και σχολιασμός των άρθρων του Φιλολόγου- Θεολόγου Κων. Νούση






Οι απόψεις του  εκλεκτού συναδέλφου και αγαπητού φίλου Κώστα Νούση δημοσιεύθηκαν -και θα δημοσιεύονται – σ΄ αυτό το ιστολόγιο  ως έκφραση / διατύπωση καθαρά προσωπικής απόψεως (όπως ισχύει για το κάθε αρθογράφο του ιστολογίου μας), γεγονός που επισημαίνεται και στην προμετωπίδα της ιστοσελίδας: «Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τις απόψεις των συντακτών τους».

Με τις συγκεκριμένες απόψεις[1] του Κώστα περί των θρησκευτικών οργανώσεων και ιδίως με τον χαρακτηρισμό τους, συλλήβδην, ως «παρεκκλησιαστικών» διαφωνώ - και τούτο το γνωρίζει καλώς και ο ίδιος και οι κοινοί μας φίλοι με τους οποίους συζητάμε τους προβληματισμούς και τις αγωνίες μας για θέματα περί τη Θεολογία και την Εκκλησία.
Και τούτο το λέω διότι έχω συνεργασθεί με θρησκευτικές οργανώσεις όπως π.χ. με τη «Χριστιανική Εστία» Λαρίσης (της Αδελφότητος Θεολόγων «Ζωή») και αυτό που έχω να καταθέσω είναι ότι μέσω αυτής της συνεργασίας γνώρισα θαυμάσιους ανθρώπους που με εμπιστεύθηκαν και τους εμπιστεύθηκα, με τίμησαν και τους τίμησα, παρά τις όποιες διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις μας σε θέματα θεολογικά, εκκλησιαστικά, εκπαιδευτικά. Φέρνω σε τέτοιες στιγμές στη μνήμη μου το πρόσωπο του αειμνήστου θεολόγου και εκ των ιστορικών στελεχών της Αδελφότητος «Ζωή» Κώστα Αθανασόπουλου, ενός χαρισματικού ανθρώπου που με το χαμόγελό του, τον καλό του λόγο, τις συμβουλές του και, κυρίως, την αφειδώλευτη αγάπη του κέρδισε μια θέση στην καρδιά χιλιάδων ανθρώπων μεταξύ δε αυτών και της πλειονοψηφίας των εν Λαρίση θεολόγων – ανηκόντων και μη στις χριστιανικές οργανώσεις – καθώς στο πρόσωπό του εύρισκε υπόσταση ο παύλειος λόγος για την αγάπη η οποία  «μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, οὐ ζηλοῖ, οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει» (Α΄ Κορ. 13, 4-7).   

Ξεκαθαρίζω εδώ ότι η παραπάνω αναφορά μου στο καλό παράδειγμα της (Χριστιανικής) «Εστίας» δεν σημαίνει ότι ακρίτως υιοθετώ ή αποδέχομαι τη λειτουργία των χριστιανικών οργανώσεων και δη τινών εξ αυτών των ως (ου κατ΄ επίγνωσιν) «ζηλωτικών» εμφανιζομένων, τα στελέχη και μέλη των οποίων θεωρούντες εαυτούς ως αλαθήτους εν παντί, εμφανίζονται ως «κριτές της οικουμένης»  πολιτευόμενοι κουνώντας το δάκτυλο σ΄ όποιον βρούν μπροστά τους: απ΄ τον απλό παπά μέχρι τον Πατριάρχη.

Με δυό λόγια: προσωπικά πιστεύω ότι η καλύτερη χριστιανική «οργάνωση» είναι το κύτταρο της Εκκλησίας μας που λέγεται ενορία κι εκεί ανήκω από την ημέρα της βαπτίσεώς μου μέχρι και σήμερα. Θεωρώ, ωστόσο, ότι είναι άδικο να χαρακτηρίζονται «παρεκκλησιαστικές» οι θρησκευτικές οργανώσεις εκείνες (αναφέρομαι κυρίως στις Αδελφότητες Θεολόγων "Ζωή" και "Σωτήρ" και τις θυγατρικές τους που λειτουργούν συντεταγμένα) οι οποίες παρά την (οργανωτική) αυτονομία τους είναι εγκεντρισμένες στο ευχαριστιακό γεγονός και λειτουργούν υπό την ευλογία του οικείου Επισκόπου. Στο σημείο αυτό θα επαναλάβω τις λίαν ενδιαφέρουσες - όπως θέλω να πιστεύω – επί του θέματος των «Οργανώσεων» απόψεις του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη), τις οποίες έχω περιλάβει στο βιβλίο μου «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση, εκδ. Επίκεντρο, 2017 , σσ. 61-62 (παρατίθεται το κείμενο χωρίς τις παραπομπές / υποσημειώσεις που υπάρχουν στο βιβλίο):

 << Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος (Κοτσώνης) παρά το γεγονός ότι υπήρξε ανάστημα των οργανώσεων και παρά την, δίχως αμφιβολία, θετική προδιάθεσή του προς αυτές, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του και έχοντας αντιληφθεί και διαπιστώσει το «λανθανόντως υπάρχον σχίσμα»* ανάμεσα σ’ αυτές (τις «οργανώσεις») και την Εκκλησία, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα για τη «θεραπεία του προβλήματος»*. Στον προσεκτικό ενθρονιστήριο λόγο του, αναφερόμενος στο «πρόβλημα των θρησκευτικών οργανώσεων», θα υποστηρίξει ότι «το πρόβλημα τούτο δεν θα υφίστατο, αφ’ ενός μεν εάν είχεν απ’ αρχής και εγκαίρως καταβληθή μέριμνα να ποδηγετηθούν αι ηγετικαί θρησκευτικαί οργανώσεις, ως προς την θέσιν των έναντι του εκκλησιαστικού οργανισμού, ώστε αύται παρά την κατά νόμον ανεξαρτησίαν των, να μη διαστέλλουν εαυτάς από του υπολοίπου σώματος της Εκκλησίας. Δεν θα υφίστατο το πρόβλημα τούτο εάν, αφ’ ετέρου, ένας αριθμός των μετεχόντων εις τινας εκ των οργανώσεων, δεν είχον την πεποίθησιν ότι αυτοί μόνον, οι ανήκοντες εις την οργάνωσίν των, αποτελούν την “εκλεκτήν μερίδαν” της Εκκλησίας, πράγμα το οποίον δημιουργεί αντιπαθείας και οξύτητας». Παράλληλα, προς ανάσχεση της –κατά τα ως άνω, υπό του ιδίου αναγνωριζομένης– πορείας εκκλησιολογικής και πνευματικής παρεκτροπής των «οργανώσεων», θα προτείνει λύσεις, προτάσσοντας –και τούτο είν’ αξιοσημείωτο, όταν λέγεται από έναν εκκλησιαστικό άνδρα με πολύχρονη θητεία στις «οργανώσεις»– ευαγγελικές προτροπές για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Προτροπές και συστάσεις για τις οποίες η επίκληση του Ευαγγελίου, αφ’ ενός μεν μαρτυρεί, εξ επόψεως πνευματικότητας, το μέγεθος της εκκλησιολογικής εκτροπής την περίοδο αυτή στη λειτουργία των οργανώσεων, αφ’ ετέρου δε υποδηλώνει την, εξ επόψεως ψυχολογικής, κρίση ταυτότητας που βίωναν οι «οργανώσεις» την ίδια εποχή, δηλαδή στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας. «Προς θεραπείαν του προβλήματος τούτου», θα τονίσει εμφαντικώς ο Ιερώνυμος, «θα πρέπει η εκκλησιαστική ηγεσία να τοποθετήση την δράσιν των οργανώσεων τούτων εντός του γενικοτέρου προγράμματος και να αξιοποιήση τοιουτοτρόπως πολυτιμοτάτας, όντως, δυνάμεις του σώματος της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε θα πρέπει να προσπαθήσει όπως τα μέλη εκείνα των θρησκευτικών οργανώσεων, τα οποία τρέφουν ακόμη τυχόν τοιαύτας αντιλήψεις, να εννοήσουν το σφάλμα των και να παύσουν να αποχωρίζουν εαυτούς από το λοιπόν σώμα της Εκκλησίας και όπως οι υπόλοιποι χριστιανοί να ζητούν και αυτοί το έλεος του Κυρίου, δια την σωτηρίαν των. Διότι και αν ακόμη υποτεθή ότι οι μετέχοντες των οργανώσεων και οι πάντες έχομεν εκτελέσει “πάντα τα διαταχθέντα” υπό του Θεού, όπερ ανθρωπίνως είναι απολύτως αδύνατον, θα έπρεπε και πάλιν να ομολογώμεν ότι “δούλοι αχρείοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν” (Λουκ. Ι7, 10)»*>>

Επίσης θα παρακαλούσα τους φίλους αναγνώστες του ιστολογίου που έκαναν τον κόπο να διαβάσουν την τριλογία του Κ.Ν. για τις «Οργανώσεις» και να διαλεχθούν σχετικώς είτε στο forum του ιστολογίου, είτε στο F/B, να διαβάσουν ένα σχετικό άρθρο που κρατώ στο αρχείο μου, γραμμένο εν έτει 1966 από τον Απόστολο Αλεξανδρίδη στις στήλες του ιστορικού περιοδικού «Σύνορο», ενός περιοδικού  που επηρέασε θετικά τη λόγια και χριστιανική σκέψη στον τόπο μας:


Υπενθυμίζοντας, τέλος, την φιλελεύθερη θέση του ιστολογίου για τη δημοσίευση άρθρων, υπό την - μόνη – προϋπόθεση να τηρούνται οι κανόνες της (ακαδημαϊκής) δεοντολογίας και της αξιοπρεπείας (στο επίπεδο της ηθικής σφαίρας), θα κλείσω την παρούσα παρέμβαση ενθυμούμενος αλησμόνητα λόγια Δασκάλου περί διαλόγου.    

Θυμάμαι, λοιπόν, τον αείμνηστο καθηγητή μας στο Τμήμα Θεολογίας του  ΑΠΘ Νικ. Ματσούκα που μας έλεγε ότι  «αντιπαράθεση δεν σημαίνει παίζουμε μποξ… Για  εμάς που μαθαίνουμε “γράμματα” η αντιπαράθεση δεν έχει την έννοια της σύγκρουσης όπως την αντιλαμβάνονται οι δημοσιογράφοι, αλλά  της σύγκρισης των απόψεων, θέσεων» (…). Μας έλεγε, επίσης, ο αείμνηστος δάσκαλός μας  πως  «... όταν διαλεγόμαστε μπορεί και να διαφωνούμε…. Δεν είναι κακό αυτό, αρκεί να εκκλησιαζόμαστε», που σημαίνει  ότι μπορούμε να έχουμε διαφορετικές απόψεις και  εκτιμήσεις, αλλά μας ενώνει η Εκκλησία, η μετοχή μας στο ευχαριστιακό εκκλησιαστικό γεγονός, που (πρέπει να) είναι γεγονός (της εν Χριστώ) ενότητας.

                                                                                  Χάρης Ανδρεόπουλος

  





3 σχόλια:

  1. {...} ότι είναι άδικο να χαρακτηρίζονται «παρεκκλησιαστικές» οι θρησκευτικές οργανώσεις{...} οι οποίες παρά την (οργανωτική) αυτονομία τους είναι εγκεντρισμένες στο ευχαριστιακό γεγονός και λειτουργούν υπό την ευλογία του οικείου Επισκόπου{...}

    Σ' αυτήν τη θέση στηρίζεται και ο δικός μου σχολιασμός...
    Κατά συνέπεια, όταν υφίσταται αυτήν η κατάσταση, είναι αδύνατη μία συνοδική καταδικαστική απόφαση!...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Aντε να τον πείσεις, όμως...
    Πάντως, επί της ουσίας, ενίοτε δημιουργείται εκ των πραγμάτων ζήτημα... Eπί παραδείγματι αναφέρω ότι για αύριο στην ενορία μου έχει προγραμματισθεί απογευματινή ομιλία / κήρυγμα στο ναό. Ο ιερεύς τη Κυριακή, λίγο πριν το "δι΄ ευχών" επεσήμανε εμφατικώς ότι "το κανονικό, το επίσημο κήρυγμα της Εκκλησίας θα είναι εδώ, στο ναό...", γνωρίζοντας ότι για την ίδια πάνω-κάτω ώρα έχει προγραμματισθεί σε οικία της γειτονιάς η διενέργεια "κύκλου" (συμμελέτης της Αγ. Γραφής) υπό θρησκευτικής τινός οργανώσεως. Eγώ, εσύ, ο Κώστα και άλλοι φίλοι/-ες μας ξέρω που θα πηγαίναμε... Κάποιοι/-ες, όμως, δεν θα επέλεγαν διαφορετικά;.. Δεν θα τράβαγαν άλλο δρόμο;...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. επιτρεψε μου, αδελφε, να διαφωνησω και παλι αναφορικα με τον ορο 'παρεκκλησιαστικες'. νομιζω ειναι ο πλεον δοκιμος χαρακτηρισμος. εξωεκκλησιαστικες να τις πεις ειναι βαρυτερο, διοτι τυπικα εντασσονται στην Ορθοδοξη Εκκλησια. ουσιαστικα, ωστοσο, βρισκονται παρ' αυτη, διοτι η τυπικη αποδοχη των δογματων μιας Εκκλησιας δεν συνιστα αυτοματα και ενταξη μιας ομαδας στο Σωμα της κατ' ουσιαν. και αυτο ειναι το ζητουμενο.
    παρα την 'εξωτερικη" ενταξη τους και τη συνεργασια με ιερεις και επισκοπους, ταυτοχρονα δρουν και παρ' αυτοίς, ανεξάρτητα, ανενταχτα ουσία (δοτικη) και πολλακις προβληματικα. πώς λοιπον μπορει να ειναι ατυχής ο ορος παρεκκλησιαστικες;
    μπορουμε δλδ να τις πουμε καθαρα εκκλησιαστικες; δεν νομιζω, διοτι ουτε οι ιδιες το επιθυμουν εργοις και ουχι λογοις.
    οι συναισθηματικοι μας δεσμοι δεν αρκουν ωστε να αποφυγουμε την αληθεια: αν οχι παρεκκλησιαστικες, τοτε τι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή