Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Eσχατολογικές αυτονομήσεις και εκκλησιαστικά αντάρτικα, υπό το φως της εκκλησιολογικής ευαισθησίας και διδασκαλίας του Γέροντος Πορφυρίου


 Του Κώστα Νούση,
Θεολόγου - Φιλολόγου ΑΠΘ

Σε μια πρωτοφανή ερμηνεία των εσχατολογικών προφητειών, φέρεται ο γέροντας Πορφύριος να είπε «ότι η Αποκάλυψη γράφτηκε για να μη γίνει».1 Όντως ηχεί παράδοξη και πρωτότυπη στα αυτιά μας μια τέτοια προσέγγιση, αν και δε διαφέρει από την αντίστοιχη παλαιοδιαθηκική για τη Νινευί. Πραγματικά, ο Θεός προφητεύει – προειδοποιεί, ώστε να μετανοήσουμε και να αποφύγουμε τις φυσικές συνέπειες της αμαρτίας, δια των οποίων απλά και μόνον αυτοτιμωρούμαστε. Το θέμα είναι ότι η προφητεία από τη σωτηριολογική της αυτή διάσταση μετατρέπεται συνήθως σε επιβεβαίωση της προορατικής δύναμης του Θεού πάνω στην αποτυχία των φορέων της μεταπτωτικής ιστορικής διαδρομής.


Κλείνοντας ο μεγάλος αυτός θεόπτης των ημερών μας την επίγεια διαδρομή του, υπαγόρευσε σε έτερον αγιορείτη – πνευματικό του τέκνο - μια μικρή παρακαταθήκη, στην οποία αναφέρει πως «τώρα φεύγει από τον κόσμο, γιατί δεν τον ακούει κανείς… γιατί στις μέρες μας κανένας δεν ακούει κανέναν… γιατί στις μέρες μας ο καθένας μας σήκωσε μια δικιά του παντιέρα και κανείς δεν ακούει κανέναν».2 Άραγε, επιβεβαιώνονται αυτές οι ένθεες προρρητικές φοβίες του;

Σε μια γενικότερη θέαση του κόσμου, η παραπάνω απογοητευτική διαπίστωση είναι απλά η τραγική περιρρέουσα πραγματικότητα, που στον κατήφορό της όχι μόνο δεν έχει γυρισμό, αλλά και βρίσκεται σε μια ιλιγγιώδη αυξητική τροχιά, μέσα σε ένα κλίμα μη ανασχέσιμου και ολοκληρωτικού δαιμονισμού, όπως προωθείται μέσα από την ανεξέλεγκτη τεχνολογική έκρηξη, η οποία ολοένα και αφανίζει από την όρασή μας (υποκαθιστώντας) τον Θεό και τη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων.

Το ίδιο, όμως, δυστυχέστατα, παρατηρείται και στον κατεξοχήν οντολογικό χώρο της ενότητας και της αγάπης, στην Εκκλησία του Θεού. Αν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε τη σχεδόν άφευκτη πραγμάτωση της ως άνω προφητείας, τότε δεν έχουμε παρά να περιμένουμε επιδείνωση της κατάστασης. Πώς, όμως, θα μπορούσε σήμερα η Εκκλησία να κηρύξει Χριστό και να ενώσει - σώσει τον κόσμο; Μονάχα με την έμπρακτη ενότητα της αγάπης και της πίστης. Τότε θα ελκυσθούν στον Χριστό οι ευρισκόμενοι μακράν της Εκκλησίας, καθώς απομακρύνθηκαν και αφίστανται απ’ αυτήν κατά το πλείστον εξαιτίας των όντων εντός της. Πολλά πνεύματα χωρούν στην Εκκλησία και μπορούν εν Πνεύματι να συνυπάρχουν και να συμπορεύονται ακόμα και μέσα από την ετερότητα, η οποία είναι εκ των πραγμάτων συστατική της χαρισματικής ενότητας. Το πρόβλημα, ωστόσο, δημιουργείται, αφ’ ης στιγμής προκαλούνται αυτονομήσεις που ξεκινούν με την κατάργηση του πνεύματος της υπακοής, το οποίο συνοδοιπορεί με εκείνο της ταπείνωσης.

Ο ίδιος γέροντας φέρεται να έχει πει μια φράση θεραπευτική των πάσης φύσεως εξτρεμιστικών τάσεων, οι οποίες είθισται να αγγίζουν τα όρια της πνευματικής πλάνης, η οποία, ως έχω πολλάκις επισημάνει και προσπαθήσει να δείξω, είναι συνήθως δυσδιάκριτη και με μαεστρία καλυπτόμενη είτε από τα πνεύματα της πονηρίας είτε από το εμπαθές εγώ και τον αρρωστημένο ψυχισμό μας, στα οποία και πάλι κρύβονται επιμελώς οι ίδιοι άρχοντες του σκότους. Λέγοντας, λοιπόν, ο αγιορείτης ότι «προτιμώ να πλανώμαι μέσα στην Εκκλησία, παρά να φύγω από την Εκκλησία» και ότι δε θα εγκατέλειπε το πλοίο της Εκκλησίας, επειδή θα πάθαινε ρωγμή ή θα κινδύνευε3, κληροδοτεί τοιουτοτρόπως στους ανθρώπους των εσχάτων, μάλλον το Άγιο Πνεύμα δι΄ αυτού, έναν χρυσό κανόνα σύγχρονης εκκλησιολογίας.

Όλα τα προαναφερόμενα αντάρτικα, που υφίστανται ήδη και θα πληθαίνουν γεωμετρική τη προόδω, δεν είναι ούτε φληναφήματα ούτε φαντασιοκοπικά θεωρήματα. Δυστυχώς, αποδεικνύονται θεώμενα και βιούμενα στην καθημερινότητά μας. Σε αυτό το πλαίσιο βλέπουμε πως το συνοδικό σύστημα εν Ελλάδι υπολειτουργεί και πολλοί Επίσκοποι εξέρχονται ύποπτα της συλλογικότητας, δημιουργώντας υποομάδες κακοτρόπως διαφοροποιημένων αποχρώσεων, όπως για παράδειγμα οικουμενιστών και αντιοικουμενιστών και της συνώνυμης δυάδας νεωτεριστών και παραδοσιακών. Το λυπηρό είναι ότι στις απογεννώμενες κατηγοριοποιήσεις ούτε σαφή κριτήρια υπάρχουν ούτε ευδιάκριτη θεολογική βάση.

Θαυμάζεις σε όλες σχεδόν τις σχετικές περιπτώσεις την επιλεκτική και κατά το δοκούν χρήση του Ιερού Πηδαλίου και καταλήγεις σε μια και μόνο διαπίστωση: ότι πραγματικά δε βγάζεις άκρη και το μόνο που γίνεται και μένει είναι ο θόρυβος, η ακαταστασία και η διχόνοια, πράγματα που κάποια στιγμή μπορεί να εκτραπούν σε μικρά ή και πιο σοβαρά εκκλησιολογικά τραύματα – σχίσματα. Βλέπεις, για παράδειγμα, ατομικούς και ομαδικούς στασιασμούς κατά της θεσμικής Εκκλησίας (μοδάτο φαινόμενο πλέον) και τους εξ αυτών νομοτελειακά απορρέοντες επίσημους αφορισμούς να ποδοπατούνται και από τους υφισταμένους τα επιτίμια τούτα και από τους ποιμένες, τους υπεύθυνους να τα επικυρώσουν με τον απαιτούμενο σεβασμό στις εκκλησιαστικές αυτές αποφάσεις και στην υλοποίησή τους. Και για να γίνω πιο σαφής, μπορεί άνετα ο κάθε αφορισθείς να στηριχθεί στην ερμηνεία και στην υποσημείωση του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη στον ΛΒ΄ Αποστολικό Κανόνα πως δεν πρέπει να καταφρονήσει κανείς ούτε τον δίκαιο ούτε τον άδικο αφορισμό «έξω μόνον ανίσως ήθελαν καταδικασθούν, προ του να κριθούν, και να προσκαλεσθούν εις το εκκλησιαστικόν δικαστήριον» και να εξισώσει την προσωπική του περίπτωση με εκείνην του γίγαντα της Ορθοδοξίας και Αγίου, του Χρυσορρήμονος Ιωάννου και των άδικων διώξεων που υπέστη από τη θρησκευτική και πολιτική εξουσία της εποχής, παραθεωρώντας ταυτόχρονα τη μέριμνα και τις εκκλήσεις του ίδιου αγίου «ίνα μη σχισθή η Εκκλησία» παρά την αδικία σε βάρος του, καθώς και ότι «ὁ ἐπανελθὼν Ἀρχιεπίσκοπος παρὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ δὲν ἤθελε «νὰ εἰσέλθει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του παρὰ μόνον ἀφοῦ ἀποκατασταθεῖ κανονικῶς ὑπὸ συνόδου… Καθῃρημένος ἐπίσκοπος, ἔλεγε, καθὼς εἶμαι, δὲν δύναμαι νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μου παρὰ μόνον ἀφοῦ ἀποκατασταθῶ ὑπὸ Συνόδου»4, οπότε και η ευαισθησία του Αγίου μπορεί να ερμηνευθεί κατά το νομιζόμενο συμφέρον εκάστου.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούμενοι και οι υποθάλποντες και περιθάλποντες τέτοια πρόσωπα και καταστάσεις πνευματικοί ταγοί, φαίνεται να ξεχνούν μια σειρά από σχετικούς Κανόνες, προληπτικούς πάντοτε της διασάλευσης της ενότητας και της εκκλησιαστικής ευταξίας. Ενδεικτικά να παραθέσω εν προκειμένω τον ΛΒ΄ Αποστολικό, τον Ε΄ της Α΄ Οικουμενικής και ειδικά τον ΙΓ΄ της εν Σαρδική Τοπικής, που αναφέρονται στην ομόνοια, συμφωνία και αλληλοσεβασμό μεταξύ των Επισκόπων και του Συνοδικού συστήματος· προς τούτοις τον ΛΖ’ της εν Καρθαγένη, που αφορά στη βαθύτερη ουσιαστική πραγματικότητα του αυτοαφορισμού, και τους ΣΤ’ της εν Αντιοχεία και ΙΔ΄ της εν Σαρδική, που αφορούν σε αμφοτέρους, αυτονομηθέντες Επισκόπους και αφορισθέντες.

Η μεγίστη των αρετών είναι η διάκριση, λένε οι Πατέρες και οι ασκητές της Εκκλησίας. Σε κάποια ιστορική συγκυρία το ορθόδοξον ήταν να είσαι ανθενωτικός. Η εμμονή, όμως, σήμερα, σε μια τέτοια γενική και αόριστη στάση, με το πρόθημα αντί μπροστά σε λέξεις, διαθέσεις, νοοτροπίες και πρακτικές, ενός status quo απαξίας των Ποιμένων και αποκλεισμού και εγκλεισμού της καθαρότητας της πίστης και της αγιότητας του βίου σε σεκτοποιημένες φονταμενταλιστικές νησίδες τήδε κακείσε, μάλλον αποτελεί εκκλησιολογικό υποχονδριακό εκτροχιασμό. Η γνώμη του γράφοντος, που θέλει να πιστεύει ότι συνάδει κάπως προς το πνεύμα του αγιορείτη και όλων σχεδόν των σύγχρονων αγιασμένων γερόντων της Ορθοδοξίας, είναι πως πλέον πρέπει να γίνουμε περισσότερο ενωτικοί. Παραφράζοντας κάπως τον γέροντα, θα έλεγα ότι είναι προτιμότερο να είμαστε στην «πλάνη» του Πορφυρίου παρά στην «αγ(ρ)ιότητα» του νεόκοπου ζηλωτισμού.

Είναι εύκολο πάντοτε, και από ό,τι φαίνεται ειδικά σήμερα, να «τη δεις» Χρυσόστομος, Θεόδωρος Στουδίτης ή Μάρκος Ευγενικός, όπως είναι εξίσου σαφές ότι ο καθένας έχει κάποιον δικό του (θεολογικό και πνευματικό) μπούσουλα, με τον οποίο βαδίζει και δια του οποίου κρίνεται. Ωστόσο, παραμένει ουσιωδώς πιο σημαντικό το ζήτημα της αυθεντικότητας στη στάση και στην ερμηνεία εκάστου ενώπιον του αλάθητου και αδέκαστου Κριτή, στον οποίο μπροστά δεν μπορείς ούτε να αυτοπροσδιοριστείς όπως θα ήθελες ούτε να βγάλεις το Πηδάλιο και να αρχίζεις με σοφιστείες να αυτοδικαιώνεσαι, μάλλον να απολογείσαι.

Μια ακόμα συγκυριακά ομόλογη περίπτωση είναι αυτή του μοναστηριού στη Ναύπακτο. Ψάχνουμε λύσεις και ανθρώπινες δικαιώσεις, ενώ η εκκλησιαστική παράδοση είναι σαφής: η υπακοή στον οικείο Επίσκοπο, και δη η μοναχική, σε συνδυασμό με τη μοναστική συνείδηση της ταπείνωσης, της ακτημοσύνης, της αποταγής, της μετάνοιας. Το «ανθρώπινο δίκιο και λάθος» υποχωρούν μπροστά στον χρυσό αυτό κανόνα, ο οποίος από τον γέροντα Πορφύριο προτάθηκε για εφαρμογή και σε μια πολύ πιο σοβαρή μελλοντική περίπτωση: στην υπακοή στην επίσημη Εκκλησία στο θέμα των ταυτοτήτων με το επίμαχο αντίχριστο σημάδι.5

Το τέλος, που μας πλησιάζει ορμητικά και αναπόφευκτα, έχει και τη θετική του πλευρά. Είναι η προσδοκώμενη Βασιλεία του Θεού. Ο γέρων Πορφύριος δε μένει μονάχα στις απαισιόδοξες προβλέψεις για το αύριο, αλλά κλείνει παρακλητικά, παραμυθητικά, όπως εξάλλου είναι ανέκαθεν ο λόγος του Πνεύματος, των Αγίων, της Εκκλησίας: «μόνο αν σμίξουμε με τον Χριστό, με την Αγία Τριάδα, μέσα στην άκτιστη Εκκλησία θα σωθούμε».6 Αυτό είναι και το καινό μήνυμα που έφερε εδώ και δυο χιλιετίες ο Κύριος και το οποίο οσονούπω θα πραγματωθεί στην εσχατολογική του πληρότητα με τη μετάβαση της Εκκλησίας στη Βασιλεία, μάλλον με τη μεταμόρφωση και ταύτιση της Εκκλησίας και της αιώνιας Βασιλείας.

Κ.Ν., 20-1-2013



3 Ανθολόγιο συμβουλών, έκδ. Μονής Μεταμόρφωσης Σωτήρος, Μήλεσι, 2003, σελ. 195.

4 Τὰ ὑπὲρ Χριστοῦ παθήματα…ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐκδ. “Ὀρθ. Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 78-79.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου