Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Το ταμπού της μετάφρασης και της εν γένει λειτουργικής αναγέννησης


Του Κώστα Νούση,
Θεολόγου - φιλολόγου

Μια ριζωμένη από τα αρχαία χρόνια μέσα στο ανθρώπινο DNA τάση του γένους μας ήταν η ειδωλοποίηση κτιστών όντων και η εξ αυτής προερχομένη ειδωλολατρία. Μια διαστροφή απλώς του θεολογικού μας ορμέμφυτου που μαρτυρεί τη θεοείδειά μας και την εκ Θεού μας προέλευση. «Ζώα θεούμενα» που όμως κατόρθωσε ο διάβολος με την αμαρτία να μας οδηγήσει δυστυχώς σε άλογες λατρείες, ενίοτε και απλών ζώων!
Και όπως μαρτυρεί και η σύγχρονη βιολογία αλλά και η ορθόδοξη θεολογία μας με το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος, οι αμαρτητικές ροπές όχι μόνον κληροδοτούνται νομοτελειακά σε όλους αλλά και είναι λίαν ισχυρές και σχεδόν ανεξάλειπτα φορτία στην εν σαρκί ζωή του ανθρώπου. Με όλα αυτά γίνεται κατανοητό αφενός γιατί γυρνάμε και πάλι στην ειδωλολατρία μετά τη στροφή μας στο χριστιανισμό προ δύο χιλιετιών και αφετέρου πώς είναι δυνατόν ακόμη και οι ίδιοι οι χριστιανοί να εκπίπτουν σε ειδωλοποιητικές παθήσεις όντες τέκνα της θείας υιοθεσίας.
Το φαινόμενο της λατρείας του ελληνισμού σε όλα τα επίπεδα, από τη γλώσσα μέχρι την ιστορία και ένα μακρύ ακόμα κατάλογο, είναι ένας πειρασμός στον οποίο έπεσαν και πίπτουν και παλιοί αλλά και σύγχρονοι και αξιόλογοι θεολόγοι και λοιποί χριστιανοί. Μια λατρεία που τείνει στην ειδωλολατρία και την αίρεση, αν φτάσουμε να θεωρούμε για παράδειγμα ότι η γνώση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση πρόσληψης της εν Χριστώ πνευματικής ζωής. Και αυτό θα το κατανοούσαμε καλύτερα αν βάζαμε τον εαυτό μας υποθετικά στη θέση ενός οιουδήποτε αλλοεθνούς και αλλόγλωσσου. Εισάγουμε κατ’ αυτό τον τρόπο μια διάκριση στη θεότητα στη δημιουργία ανώτερων και κατώτερων φυλών, όπερ και βλασφημία.
Η Εκκλησία είναι το μυστηριακό σώμα του Θεού. Εκτείνεται σε όλη την κτίση και περιβάλλει τα πάντα. Αγιάζει και δεν αγιάζεται. Χρησιμοποιεί σχήματα του κόσμου αυτού και τα εγκαταλείπει, όταν δεν τα χρειάζεται. Αυτά σαν μια πινελιά για το πνεύμα της λειτουργικής αναγέννησης. Ας εστιάσουμε όμως στο πιο επίκαιρο θέμα της μεταγλώττισης των λειτουργικών και αγιογραφικών κειμένων.
Όλες οι γλώσσες της γης είναι κτίσματα του Θεού. Έρχονται και παρέρχονται, όπως όλα τα κτιστά σχετικά σχήματα. «Παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου»( Α’ Κορ. ζ’ 31 ). Η σχετικότητα αυτή φαίνεται και στη συνεχή μετάλλαξη των γλωσσικών μορφών ακόμη και μέσα στην ίδια γλώσσα. Η αστάθεια αυτή της μορφής δείχνει απλώς το τρεπτό του κτιστού χαρακτήρα των ανθρώπινων γλωσσικών ποικιλιών που όμως εξαγιάζονται και αυτές – ως και σύμπασα η κτίση – στο χώρο της Εκκλησίας και οι προκείμενες με τη λειτουργική τους χρήση. Η γλώσσα μπορεί να γίνει το ένδυμα και το όχημα του Λόγου, για να μας μεταδώσει την άκτιστη Χάρη Του – και μπορεί να το κάνει αυτό ο Χριστός με όλες τις γλωσσικές μορφές όλων των λαών, αφού σαφέστατα δικά του δημιουργήματα είναι όλες – μπορεί όμως και να μεταβληθεί σε όργανο του διαβόλου και να φέρει ποικίλους δαιμονισμούς (βλέπε Βαβέλ).
Είναι αδιανόητο να μιλάμε για ιερές γλώσσες και φυλές στον οικουμενικό χώρο της ορθοδοξίας και μάλιστα στην τρίτη χιλιετία. Το «μεσαιωνικό» Βυζάντιο με τους φωτιστές των Σλάβων έδειξε πόσο προπορεύονται οι άγιοι πατέρες μας της εποχής τους αλλά απ’ ό,τι φαίνεται και πολύ μεταγενέστερων. Κανείς φυσικά δε θα διενοείτο σήμερα να αμαυρώσει το ιεραποστολικό πρωτοποριακό έργο των δύο αυτών αγίων αλλά ελαφρά τη καρδία πολλοί ωρύονται κατά μεταφραστικών προσπαθειών. Η λογική όντως είναι λίγο διάτρητη εδώ.
Ένα σύνολο νοημάτων, σημαινόντων και σημαινομένων, ήχων και γραπτών συμβόλων. Η γλώσσα. Ο λόγος. Εικόνα και δημιούργημα του ακτίστου Λόγου. Και δια των γλωσσών λατρεύουμε τον Θεό Λόγο και μόνο. Η θεία Χάρις εξαγιάζει το λόγο και όχι αντίστροφα. Και η Χάρις είναι δυνατό να επενεργήσει και δια της αρχαίας και δια της νέας ελληνικής και μέσω οποιασδήποτε άλλης γλώσσας και διαλέκτου. Οι χριστιανοί πάντως Αυτόν και μόνον προσκυνούμε. Ουκ ελάτρευσαν τη κτίσει οι θεόφρονες παρά τον Κτίσαντα. Και οι ειδωλολατρικές διολισθήσεις μερικές φορές παίρνουν πολύ εκλεπτυσμένες μορφές. Μπορεί να προσκυνήσεις το ξύλο μάλλον παρά το εικονιζόμενο πρόσωπο. Να επαναλάβεις μια άλλου τύπου εικονολατρική – γλωσσολατρική εν προκειμένω - διαστροφή. Ας το δούμε και πιο απλά. Τα κείμενα της Γραφής είναι στην ελληνιστική κοινή, ενώ σε λειτουργική χρήση υπάρχουν γλωσσικοί τύποι που είναι και πιο «αττικοί» και πιο δυσνόητοι ακόμα με χρήση αρχαιότερων μορφών και λέξεων της ελληνικής. Είναι λοιπόν σαφές ότι δε μιλάμε για ιερή γλώσσα αλλά για ένα υπέροχο γλωσσικό ένδυμα που προσέλαβε η εκκλησία για τις λατρευτικές της ανάγκες. Και το πιο δύσκολο εν προκειμένω σε μια οποιαδήποτε μεταφραστική προσπάθεια της ελληνικής λατρευτικής γλώσσας είναι ο κίνδυνος της αισθητικής αλλοίωσης τόσο υπέροχων εκφραστικών μέσων. Βέβαια για μας τους νεοέλληνες το θέμα προσκρούει κυρίως σε ψυχολογικούς και αισθητικούς λόγους, διότι και μόνον το ξάφνιασμα από το άκουσμα μιας νεωτερικής φωνής ή μιας ετέρας εκκλησιαστικής μελωδίας οδηγεί σε εσωτερικό μάγγωμα: μήπως προβαίνουμε σε αλλοιώσεις και επικίνδυνες καινοτομίες; Και μόνον η αμφιβολία δείχνει ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα αλλά ψυχολογική αγκύλωση και αυτό δεν είναι αρκετό, για να σταματήσει μια συζήτηση επί του πρακτέου και αναγκαίου του θέματος. Από την άλλη μπαίνει στη ζυγαριά και η παράμετρος της άκαιρης, τεχνηέντως κατασκευασμένης, βεβιασμένης και εκκοσμικευμένης πιθανής εκφραστικής πτώχευσης του λατρευτικού λόγου αλλά και η ποιμαντική μέριμνα της εκκλησίας να ελκύσει και τον ελάχιστο πιστό που απομακρύνεται ή δε συμμετέχει και λόγω των «ακαταλαβίστικων» αρχαίων. Όταν άλλωστε γράφονταν τα κείμενα αυτά δεν ήταν «άρρητα ρήματα» όπως έχουν καταστεί σήμερα και εδώ πρόκειται για λογική και όχι μαγική λατρεία – ανεξάρτητα από το γεγονός της μυστηριακής επενέργειας της λατρείας που προέρχεται κυρίως από την κάθαρση των παθών και όχι την απλή κατανόηση και ακρόαση των ιερών κειμένων και ψαλμωδιών. Στο σημείο αυτό θα παρατηρήσω ότι η ιλιγγιώδης ταχύτητα της γνώσης σήμερα δε μας παρέχει την πολυτέλεια να χρησιμοποιούμε δογματικού χαρακτήρος επιχειρήματα τύπου εμμονής σε παραδοσιολατρικές λογικές που στερούν από το ευρύ κοινό τη δυνατότητα μιας σαφέστερης αντίληψης πραγμάτων και απλών λέξεων στο χώρο της ζωής της εκκλησίας χωρίς ικανοποιητικές εξηγήσεις που αφήνουν πολλά κενά και στοιχειώδεις απορίες. Η ωρίμανση και η ιδιότυπη σύγχρονη ενηλικίωση των κοινωνιών δεν επιτρέπει πια αφελείς τακτικές και ελλιπείς διασαφήσεις των εκκλησιαστικών πρακτικών, ιδιαίτερα όταν αυτές έχουν χαρακτήρα αυταρχικό και αντικείμενο στην κοινή λογική.
Ο Χριστός μιλούσε την απλή γλώσσα του λαού. Και μάλιστα όχι την ελληνική. Και η ελληνιστική κοινή με την οποία συντάχθηκαν τα Ευαγγέλια ήταν μια δημοτικότερη έκδοση της αττικής διαλέκτου. Το θαυμαστό και εδώ είναι η επιλογή της Εκκλησίας – τουτέστιν του Αγίου Πνεύματος – της χρήσης της δημοτικής της εποχής έναντι της γραφής των τότε «καθαρευόντων» αττικιστών ! Μήπως λοιπόν και η σημερινή δημοτική δεν είναι τόσο ασθενής στην απόδοση των ιερών νοημάτων αλλά εμείς οι νεοέλληνες με τη γλωσσική και γενικότερη πνευματική μας πενία την καταστήσαμε πτωχή και την απαξιώνουμε; Κάνω απλές σκέψεις και ας τις αναμασήσει έκαστος κατά το οικείον μέτρον.
Θα ήταν όντως τραγικό να πάμε για ιεραποστολή σε μια οποιαδήποτε απομακρυσμένη και τοπικά και πολιτισμικά από μας χώρα – χρησιμοποιώ την απόσταση για να το συνειδητοποιήσουμε ευκολότερα – επί παραδείγματι την αχανή Κίνα με τις αμέτρητες ανθρώπινες ψυχές – και να σκεφτόμαστε αν θα μεταγράψουμε το ευαγγέλιο και τα λειτουργικά κείμενα στα κινέζικα και αν έτσι οι κινέζοι θα στερηθούν την απόλαυση της ελληνικής τέλειας γλώσσας με αποτέλεσμα ίσως να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο ελλειμματικής αφομοίωσης του χριστιανισμού. Το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» αποτελεί για πολλούς ακόμα κενό γράμμα. Δεν κατανοώ επίσης και την υπερβάλλουσα «διάκριση» με την οποία κάποιοι υπερθεματίζουν σε ορθοδοξία μερικούς αξιοσέβαστους και πολιούς ιερωμένους που τολμούν να προβούν σε καλώς εννοούμενους πειραματισμούς εφαρμογής κινήσεων λειτουργικής ανανέωσης. Αυτό που θέλω πιο πολύ και κυρίως να τονίσω είναι ότι σαφέστατα η μεταφραστική δοκιμή και εφαρμογή της δεν είναι θέμα δογματικής παρέκκλισης, ενώ οι περί του αντιθέτου φωνές που ερείδονται στην προσκόλληση και εμμονή σε μια υπό συζήτηση «παράδοση» χωρίς ισχυρές θεολογικές θέσεις, αυτοί ενίοτε αγγίζουν τα όρια της πλάνης και της αίρεσης.
Το θέμα είναι όντως τεράστιο και εμείς απλώς το προσεγγίζουμε ακροθιγώς εδώ. Στη στενότητα αυτή θα καταθέσω επιγραμματικά πού είναι κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα. Αρχικά η ποιότητα, η ποσότητα και η έκταση της μετάφρασης. Κατά δεύτερον ποιοι θα προβούν στη μετάφραση. Ενδεικτικά απλώς να πω ότι είναι πιο προσιτά και βατά στην προσπάθεια αυτή τα αγιογραφικά κείμενα, ενώ το κύριο πρόσκομμα εντοπίζεται στην ποιητική λειτουργική γλώσσα και για λόγους αισθητικής, ρυθμού και μελοποίησης. Την ίδια ώρα βέβαια στην κοινωνία της πληροφορίας και της υπερηχητικής γνώσης είναι πολύ δυσχερές και άκομψο να επικαλείσαι μια αδιόρατου τύπου ταύτιση με μια ελεγχόμενη παράδοση και τη «μαγική» επενέργεια των λατρευτικών ακουσμάτων, για να δικαιολογήσεις την άρνηση στο σύγχρονο – και δη το νέο – άνθρωπο να του παράσχεις τη δυνατότητα να προσεγγίσει, έστω και λεκτικώς κατανοητά, ένα μέρος από τον πλούτο των μηνυμάτων της ορθόδοξης λατρείας και πίστεως.
Η κάθε κίνηση που θα γίνει ειδικά επί ενός τόσο σοβαρού θέματος πρέπει να ακολουθήσει την οδό της σύνεσης και της διάκρισης και να κατευθύνεται από τον Παράκλητο. Όπως οι ύμνοι συνετάχθησαν και καθιερώθηκαν στην Εκκλησία εν Αγίω Πνεύματι και συνετέθησαν υπό αγίων, κατά αναλογία θα πρέπει και να μεταφρασθούν – όπου και όποτε δει – ή και να παραχθούν και νέοι – εκ παραλλήλου είναι μια κάποια λύσις - στη σύγχρονη νεοελληνική. Είναι και άκομψο και εσφαλμένο να θέλουν κάποιοι τη μετάφραση μόνον και μόνον από την υποτιθέμενη δυσκολία που μας προκαλούν τα αρχαία. Οι ύμνοι είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και πρέπει με ευλάβεια να τους προσεγγίζουμε σε κάθε περίπτωση πέραν του σεβασμού που προκαλούν από την υψηλότατη λογοτεχνική τους αξία. Αναφέρω δυο σχετικά με το θέμα παραδείγματα για την εξαγωγή χρήσιμων εξάπαντος πορισμάτων. Σύγχρονος ευλαβής κληρικός είχε «επίσκεψη» από τον άγιο Παντελεήμονα που τον επαίνεσε για την καλή του συνήθεια να διαβάζει ολόκληρους τους κανόνες των αγίων από το Μηναίο σε αντίθεση με την επικρατούσα τακτική να περικόπτονται πολλά στη λατρεία μας χάρη σε μια εκκοσμικευμένη πρόφαση να μην «αγανακτεί» και κουράζεται ο σύγχρονος πεφορτισμένος άνθρωπος. Μάλιστα ο άγιος ήταν και αυστηρός και τόνισε τις αρνητικές συνέπειες – με σκληρά μάλιστα λόγια – στη ζωή των κληρικών που διαπράττουν την αυθαιρεσία αυτή. Άλλωστε και η γραφή προειδοποιεί ότι «επικατάρατος πας ο ποιών τα έργα του Κυρίου αμελώς». Από την άλλη πλευρά διαβάζουμε στο βιβλίο της Γεωργίας Ζαμπετάκη - Μπαμπάνη «η γερόντισσα Μακαρία» (εκδ. Αστήρ Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, 2000) τη θαυμαστή επέμβαση μετά θάνατον στην έκδοση του βιβλίου από την ίδια την αγία ηγουμένη, τη γνωστή για τα έκτακτα χαρίσματά της και την εις αυτήν εμφάνιση μετά από πάνω από 500 χρόνια του μεγαλομάρτυρα Εφραίμ της νέας Μάκρης: « συνεχίζοντας μου είπε κάτι που με συνετάραξε. Κάποια στιγμή είχα γράψει ένα τροπάριο προς τιμήν της γερόντισσας και το οποίο ήταν στην καθαρεύουσα. Βλέποντάς το η γερόντισσα μου είπε: «δεν μου αρέσει αυτό. Να το βγάλεις, πρέπει να γράψεις κάτι πιο απλό που να δένει με τη ζωή μου»… Όταν τελείωσε αυτή η παρουσία της Μητέρας, είχε μείνει η ευωδία στο χώρο. Συγκλονισμένη πήρα το στυλό και ένα χαρτί και άρχισα να γράφω άλλο τροπάριο για τη Μητέρα, το οποίο, αν και το έγραφα, δεν καταλάβαινα τι έκανα. Μέσα σε ένα λεπτό της ώρας είχε γραφεί το καινούργιο τροπάριο. Μόλις το διάβασα απόρησα, γιατί αντελήφθην ότι αυτό που εγράφη δεν ήταν δικό μου αλλά του Θεού»(σελ.182-183). Να σημειώσω εδώ ότι εν ζωή ακόμη η ίδια γερόντισσα είχε συντάξει παρακλητικό κανόνα στον αγαπημένο της άγιο Εφραίμ με πολλά στοιχεία δημοτικής και απλούς γλωσσικούς τύπους. Και με το τελευταίο αυτό περιστατικό έγινε, πιστεύω, κατανοητό ότι αυτό που προέχει είναι η πεφωτισμένη εν Αγίω Πνεύματι μέση εκκλησιαστική οδός της διακρίσεως.
Θα κλείσω με μια αναφορά στο σύγχρονο μεγάλο άγιο και Πατέρα της Εκκλησίας, ρώσο την καταγωγή, γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ. Ο γέροντας αγάπησε πολύ την ελληνική και η περιπέτειά του μέχρι να βρει την ορθοδοξία τον ώθησε και σε ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσιμο με τη γλώσσα μας και κυρίως την αρχαιότερη μορφή της. Οι πρώτες εκδόσεις του βιβλίου του για τον άγιο Σιλουανό σε απλή δημοτική στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν – με επιθυμία του ιδίου εξ όσων γνωρίζω - με αυτές της αρχαιοπρεπεστέρας χρήσης της γλώσσας. Και κάποιες απόψεις του μερικές φορές είναι δυνατό να παρερμηνευθούν και να ληφθούν επιλεκτικά και δογματικώ τω τρόπω προς στήριξη της άρνησης οιασδήποτε σχετικής μεταφραστικής προσπάθειας. Ο συγκεκριμένος άγιος είχε μια ιδιαζόντως υψηλή αίσθηση του Θεού και φοβόταν μήπως οι μεταφράσεις σε απλούστερη μορφή μειώσουν την αντίστοιχη κοινωνία και επαφή και αίσθηση του θείου που επιδιώκουμε στη λατρευτική ζωή και προπαντός στη θεία λειτουργία. Το σημείο μάλιστα αυτό που τονίζει ο άγιος θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα από τους μελλοντικούς – πιθανώς – διακονητές μιας όποιας μεταφραστικής κίνησης. Έχει γράψει λοιπόν ο πατήρ Σωφρόνιος στο μνημειώδες θεολογικό του έργο για τον άγιο Σιλουανό: « και αν υποτεθεί πως για την α ή β αιτία η Εκκλησία θα έχανε όλα τα βιβλία της, δηλαδή την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, τα έργα των αγίων Πατέρων και τα Λειτουργικά βιβλία, τότε η Παράδοση θα αποκαθιστούσε την Αγία Γραφή, έστω όχι με τις ίδιες λέξεις, έστω σε άλλη «γλώσσα», αλλά πάντως θα την αποκαθιστούσε. Στην ουσία της και η «νέα» αυτή γραφή θα ήταν έκφραση της ίδιας «άπαξ παραδοθείσης τοις αγίοις πίστεως» (Ιούδα 3), εκδήλωση του ίδιου του Ενός Πνεύματος, που ενεργεί αδιάκοπα στην Εκκλησία και είναι το θεμέλιο και η ουσία της» (από το κεφάλαιο Η Διδασκαλία του Γέροντα - Ιερή Παράδοση και Αγία Γραφή). Θεωρώ ότι ο κίνδυνος μιας κατά γράμμα ερμηνείας και προσκόλλησης στη λειτουργική γλώσσα εδώ είναι αντίστοιχος με τη γνωστή προτεσταντική πλάνη της κατά γράμμα θεοπνευστίας. Και υποθέτω ότι, αν ξαναγράφονταν σήμερα τα ως άνω κείμενα που αναφέρει ο άγιος, δε θα γινόταν αυτό σε αρχαία ελληνική ούτε αττικής ούτε ελληνιστικής μορφής. Το μόνο που απαιτείται στην Εκκλησία, κατά το πνεύμα του αγίου Σωφρονίου, είναι να γίνονται όλα εν Αγίω Πνεύματι.
Απολυτίκιο
( Ήχος γ’ Μέγαν εύρατο )
Τέκνον, άγιον, ήσουν, Μητέρα…
και συνέχισες, με πόθον, μέγα…
τα θεϊκά τούτα, βήματα…
Και, του Κυρίου το όνομα, κήρυξες…
Και του Αγίου, Εφραίμ, εδόξασες…
Μακαρία, Χριστόν τον Θεό…
ικέτευε, σε μας να χαρισθεί,
το μέγα έλεος…

Λάρισα 2/5/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου