Από τον Χάρη Ανδρεόπουλο*
H στιγμή που το απόγευμα της τελευταίας Παρασκευής του Νοεμβρίου (28/11) ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πάπας Λέων 14ος απήγγειλαν από κοινού το Σύμβολο της Πίστεως και έψαλαν τον επιλύχνιο ευχαριστιακό, αρχαίο ύμνο «Φως ιλαρόν» με φόντο τη λίμνη που καλύπτει τα ερείπια του ναού του Αγίου Νεοφύτου στη Νίκαια της Βιθυνίας (το σημερινό Ιζνίκ της Τουρκίας), εκείνη η στιγμή, δικαίωσε απολύτως τον χαρακτηρισμό της συναντήσεως των δυο Προκαθημένων ως «ιστορικής».
Επρόκειτο για τη συνάντηση του Πατριάρχη της
Κωνσταντινουπόλεως και του (νέου, εκλεγέντος τον περασμένο Μαϊο) Πάπα της Ρώμης
με αφορμή τον εορτασμό της επετείου των 1.700 ετών από την Α’ Οικουμενική
Σύνοδο, το 325 μ.Χ., τότε που καθορίσθηκε το Σύμβολο της Πίστεως ως στοιχείο
της ενότητας της Εκκλησίας, η οποία δυστυχώς επτά αιώνες αργότερα διερράγη εξ
αιτίας της προσθήκης του “filioque” από την Εκκλησία της Ρώμης,
επιφέροντας εν τέλει το Σχίσμα (1054). ‘Ετσι ο ανατολικός και ο δυτικός
χριστιανισμός μετά από δέκα αιώνες μαζί (από την αρχαία Εκκλησία μέχρι το
1054), πορεύονται εδώ και δέκα αιώνες (απ΄ το σχίσμα και μέχρι σήμερα) χώρια.
Η επίσκεψη του Πάπα της Ρώμης στο Φανάρι (η πρώτη που
πραγματοποιεί ο εκάστοτε Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ρώμης αμέσως μετά την
εκλογή του στον Παπικό Θρόνο) στην έδρα του Αρχιεπισκόπου της Νέας Ρώμης (της
Κωνσταντινουπόλεως) αποτελεί σαφώς μια ένδειξη για τη συνέχιση της προσπάθειας
για την επάνοδο στην ενότητα. Μια ένδειξη τιμής και σεβασμού στις ρηξικέλευθες αποφάσεις που έλαβαν από κοινού
ο Πάπας Ιωάννης - Παύλος ο 6ος και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας τη δεκαετία του ’60
όταν τότε εκτυλίχθηκαν ιστορικές στιγμές με την άρση των Αναθεμάτων του
Σχίσματος και την έναρξη του διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Χρειάσθηκε να
περάσουν 900 χρόνια, αλλά έγινε. Οι δύο Εκκλησίες άρχισαν να (ξανα-) μιλάνε,
χωρίς, να έχει επέλθει μεταξύ τους η πλήρης κοινωνία (holy communion), καθώς, οι δογματικές διαφορές (filioque, Πρωτείο, «αλάθητο» του Πάπα, κ.α.)
δεν επιλύθηκαν και γι΄ αυτό το σχίσμα παραμένει˙ αλλά,
τουλάχιστον, διαλέγονται και μπορούν να προχωρήσουν σε συμφωνίες για “ηπιότερα”
(μη δογματικά) ζητήματα, όπως π.χ. για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Για το
θέμα αυτό φαίνεται ότι οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει, λαμβανομένου μάλιστα
υπόψη ότι στη χώρα μας εδώ και μια 60ετία περίπου οι Ρωμαιοκαθολικές Κοινότητες
(με τη συναίνεση και ενθάρρυνση του Πάπα Ιωάννη - Παύλου του 6ου, απ΄ το 1967) ακολουθούν
το ορθόδοξο “κανόνιο” (εορτολογικό πίνακα) για τον προσδιορισμό του Πάσχα. Και
τούτο προκειμένου να το εορτάζουν από κοινού με τους ορθοδόξους για λόγους πρακτικούς
(ένεκα μικτών γάμων, ανάγκης κοινού προγράμματος διακοπών στα σχολεία, ιδίως
στις περιοχές με αυξημένο πληθυσμό ρωμαιοκαθολικών, όπως στα νησιά των Κυκλάδων
και στα Επτάνησα). Βεβαίως το θέμα της αποκαταστάσεως της ενότητας μέσω του
διεξαγομένου εδώ και δεκαετίες διαλόγου έχει υπέρτερο στόχο, ήτοι τη διαμόρφωση
των συνθηκών που θα επιτρέψουν και την άρση του σχίσματος του 1054 και θα
επαναφέρουν τη διαιρεμένη σήμερα χριστιανοσύνη στην αρχαία, την αρχική της
ενότητα υπηρετώντας το όραμα «τῆς τῶν
πάντων ἑνώσεως».
Η συμμετοχή της Ορθοδοξίας στο διαχριστιανικό διάλογο
δεν αποτελεί ιστορική ή άλλης φύσεως αναγκαιότητα, αλλά, συνέπεια των βασικών
πτυχών της χριστιανικής θεολογίας. Η οικουμενική διάσταση της Ορθοδοξίας απορρέει
από τη ρητή ευαγγελική εντολή για την ενότητα της χριστιανοσύνης («ἵνα πάντες ἕν
ὦσιν», Ιωαν. 17, 21) καθώς και από την ακράδαντη πεποίθησή της ότι υπέρτατος
στόχος της Θείας Οικονομίας είναι η ενότητα των πάντων (κατά το παύλειο «ἵνα ἢ ὁ
Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσι», Α’ Κορ. 15:28) και η εν Χριστώ ανακεφαλαίωση σύνολης
της κτιστής δημιουργίας. Για το όραμα αυτό, άλλωστε - «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» -
αιώνες τώρα ακαταπαύστως δέεται εν συνάξει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Και ενώ
συνεχίζει να προσεύχεται για τον σκοπό αυτό, ταυτόχρονα επιχειρεί την
προσέγγιση και συζήτηση με τους ετεροδόξους στα πλαίσια των ποικίλων και
πολυμερών διαλόγων, όχι μόνο επειδή αυτό είναι το επιτακτικό της καθήκον κατά
το θέλημα του Κυρίου, αλλά διότι σήμερα το επιβάλλουν, περισσότερο από κάθε
άλλη φορά, οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ο σύγχρονος κόσμος. Με τη συμμετοχή
της στο διαχριστιανικό διάλογο δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μετουσιώνει σε
πράξη τη μακραίωνη θεολογική και λειτουργική της παράδοση, αποβλέποντας σ’ ένα
και μόνο σκοπό: στην ειρήνευση της Εκκλησίας, την αποκατάσταση της χριστιανικής
ενότητας, την επάνοδον όλων, καθώς έλεγε και ο Αγ. Μάρκος ο Ευγενικός, «εἰς ἐκεῖνον
τὸν καιρὸν τῆς εἰρήνης, καθ΄ ὀν ἡνωμένοι ὄντες, τὸ αὐτὸ πάντες ἐλέγομεν καὶ οὐκ
ἢν ἐν ἡμῖν σχίσμα» (Mansi, XXXI, 511).
Αξίζει να επισημανθεί ότι στο πλαίσιο του
διαχριστιανικού διαλόγου η Ορθόδοξη Εκκλησία, δια του συντονιστικού αυτής
κέντρου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξαίροντας το οικουμενικό κύρος του
Συμβόλου της Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, έχει δηλώσει ευθύς εξ αρχής και
χωρίς περιστροφές ότι «πᾶσα ἕνωσις δέον νὰ στηρίζηται ἐπὶ τῆς κοινῆς πίστεως καὶ
ὁμολογίας τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν
ὀκτὼ πρώτων αἰώνων» (βλ. Σταυρίδη Βασ. «Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως»,
Θεσ/νίκη, 1984, σελ. 349) και μόνο επί αυτής της βάσεως συζητά και προσεύχεται
για την ενότητα της διαιρεμένης χριστιανοσύνης. Που σημαίνει ότι δεν νοούνται
ορθόδοξες υποχωρήσεις στ’ όνομα του διαλόγου, αλλά αγώνας και μόνο για την επάνοδο
των πεπλανημένων ετεροδόξων αδελφών μας στο χώρο της μιάς και μοναδικής, εν
Χριστώ, αληθείας, όπως την εξέφρασαν με τα δόγματα και τους κανόνες οι
Οικουμενικές Σύνοδοι της αδιαίρετης αρχαίας μας Εκκλησίας.
Πιστεύουμε ότι, όπως έλεγε ο αείμνηστος δάσκαλός μας
της Δογματικής και της Φιλοσοφίας Νίκος Ματσούκας («Οικουμενική Κίνηση, Ιστορία
– Θεολογία», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, 1986, σελ. 325), «η Ορθόδοξη Εκκλησία
με το οικουμενικό της πνεύμα ήδη έχει πείσει τη δυτική Χριστιανοσύνη, που
αφυπνίσθηκε από καιρό, ότι ο διάλογος δεν έχει μόνο και μοναδικό σκοπό την
ένωση των Εκκλησιών. Η ενότητα της Χριστιανοσύνης θα είναι η ίδια η ενότητα της
ανθρωπότητας. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο έργο που έχει να επιτελέσει σήμερα ο
Χριστιανισμός, έχοντας πάντοτε την πίστη στον τελευταίο λόγο που τον έχει
μονάχα ο Θεός».

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου