Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

O δικός μας ο Νιόνιος



TΧάρη Ανδρεόπουλου

Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ένας μεγάλος ποιητής και οι ποιητές δεν πεθαίνουν. Παρ’ όλ’ αυτά ο φυσικός θάνατός του δεν μας πόνεσε μόνο, μας ξάφνιασε κιόλας. Ίσως γιατί τον μάθαμε να υποστηρίζει την τέχνη του, την ποίησή του, την μουσική του, ακόμη και τις αντιφάσεις του, ως ένας μοναχικός μονομάχος που καταφέρνει πάντα στο τέλος να βγαίνει νικητής. Ανήκω στη γενιά των πιτσιρικάδων της Μεταπολίτευσης. Όταν έπεφτε η δικτατορία ήμουν μαθητής της 1ης τάξης στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων Λαρίσης και ήταν τότε η εποχή που φορέσαμε τα πρώτα τζιν (jeans) παντελόνια κι αρχίσαμε να γυρίζουμε αργά στο σπίτι.  Ήταν κι η εποχή που είχε αρχίσει να μας εμπνέει ο Διονύσης. Ως τραγουδιστής, αλλά και γοητευτικός διανοητής.

Γνωρίσαμε τον Διονύση - που σύντομα έγινε «Νιόνιος» - μέσ’  απ΄ το ραδιόφωνο και τις κασέτες. Ήταν ο τραγουδοποιός που άρπαξε το νήμα της λαϊκής παράδοσης και το έδεσε με την ηλεκτρική κιθάρα της ροκ (rock), μπολιάζοντας τον ελληνικό λόγο με μια εκλεκτική μοντέρνα ποιητικότητα. Αργότερα στα χρόνια τα φοιτητικά τον μάθαμε για τα καλά. Με τα τραγούδια του γέμισε μ' ορμή και συγκίνηση τα νιάτα μας, ήταν σπουδαίος και φωτεινός. Ένας υπέροχος Σαλονικιός – και για όσους σπουδάσαμε στη Σαλονίκη, αυτή η καταγωγή του είχε την ιδιαίτερη αξία της˙ παρότι είχε ήδη πάρει - απ΄ τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 - το δρόμο για την Αθήνα το «Φορτηγό» του έγραφε πάντα Θεσσαλονίκη - τον νιώθαμε «δικό μας» άνθρωπο.

Γράφτηκαν πολλά τις προηγούμενες ημέρες κι ασφαλώς θα γραφτούν περισσότερα στο μέλλον γι΄ αυτή τη μεγάλη, πολυσχιδή προσωπικότητα που άφησε ξεχωριστό αποτύπωμα στο χώρο της ελληνικής μουσικής, πλουτίζοντάς την με μια νέα γλώσσα: ποιητική, αιχμηρή, ειρωνική και συνάμα τρυφερή. Εχει θαρρώ ενδιαφέρον ν΄ διαβάσουμε τι έχει πεί ο ίδιος ο Διονύσης για τις αναμνήσεις του στα πρώτα χρόνια της ζωής του που σημάδεψαν τη μετέπειτα πορεία του μέχρι το επέκεινα˙ το πέρασμά του από τις γειτονιές του κόσμου στη γειτονιά των αγγέλων. Διαβάστε ένα απόσπασμα από το κείμενο του Σαββόπουλου στον κατάλογο της Έκθεσης «”Σήκω ψυχή μου”!... Εικόνες και μουσικές των προσφύγων του ’22» που οργάνωσε προ διετίας (2023) το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων:

«Μεγάλωσα σε σπίτι προσφύγων γεμάτο απ’ τις διηγήσεις τους. Ο πατέρας απ’ την Κωνσταντινούπολη και η μητέρα απ’ τη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Τις γιορτές κατέφθαναν και τα δυο σόγια, θείοι και θείες Πολίτισες που ανακάτευαν τούρκικες λέξεις στην κουβέντα τους και επίσης οι αδερφές της μαμάς με την γιαγιά που και κείνης της ξέφευγαν πού και πού κάτι βουλγάρικα. Μιλούσαν όλοι μαζί, αγκαλιαζόντουσαν φιλιόντουσαν, στρώνονταν γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο και για να μην τα πολυλογώ, όταν επιτέλους σηκώνανε τα πιάτα και καταλάγιαζε το κουβεντολόι, έπιαναν το τραγούδι. Συνήθως άρχιζαν με πεταχτές οπερέτες απ’ την εποχή της νιότης τους που θα την είχαν ζήσει ανάμεσα στα 1915 με 1930. Μετά πιάνανε τις επιτυχίες του ΄50, του Σουγιούλ κυρίως, από τις ταινίες του Σακελλάριου με τον Λογοθετίδη αλλά καθώς η νύχτα προχωρούσε, το ρεπερτόριο μετατοπίζονταν σιγά σιγά σε άσματα μακρόσυρτα και λυπημένα, κυρίως όταν η θεία Ελπινίκη άρχιζε το “να΄ μουν πουλί να πέταγα”. Κοίταζα τα πρόσωπα τους που σοβάρευαν και δεν καταλάβαινα σαν πού να ταξιδεύουν οι σκέψεις τους. Στο τέλος ξεσπούσαν όλοι σε χειροκροτήματα και επευφημίες “γεια σου Ελπινίκη χίλια χρόνια να ζήσεις” κλπ. Καθώς δε αυτές οι οικογενειακές συγκεντρώσεις γινόντουσαν συνήθως με την ευκαιρία των μεγάλων θρησκευτικών εορτών, ξεφύτρωναν αίφνης και τροπάρια σαν το “Μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις” ή το “του ανεσπέρου φωτός” και “μετασχείν της Βασιλείας σου”, δηλαδή η γιορτή σαν να βάραινε ολοένα και περισσότερο, προκαλώντας μου κάποια ανησυχία για να μην πω φόβο, κι όταν ο πατέρας έπιανε κι εκείνο το τραγούδι για ένα παιδάκι που χάθηκε και έκανε την πέτρα για μαξιλάρι του, με έπιανε το παράπονο, άρχιζε να τρέμει το κάτω χείλος μου, βούρκωνα και τότε με σηκώνανε και με πηγαίνανε στο κρεβατάκι μου. Τους άκουγα από μέσα να τραγουδούν με ρυθμικά παλαμάκια “τούτη η γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε” και γλιστρούσα στον ύπνο».

Μ΄ αυτά τα βιώματα τα ρωμέϊκα μεγάλωσε και πορεύθηκε ο Νιόνιος. Μέσ’   από αυτά τα βιώματα συνδύασε τη λαϊκή παράδοση με τα ρεύματα της Δύσης, τον ρυθμό των δρόμων της Θεσσαλονίκης με τη στοχαστικότητα της λόγιας μουσικής, την πολιτική αγωνία με το προσωπικό όνειρο. Έβαλε στα σπίτια μας την υψηλή ποίηση με λαϊκό τρόπο. Έντυσε στιχουργικά και μουσικά τους έρωτες, τις πίκρες, τις συντριβές και τις ιδεολογικές ανησυχίες πολλών Ελλήνων. Ήταν ένας γοητευτικός διανοητής, σύγχρονος και ανατρεπτικός. Δε βάλτωσε ποτέ και τόλμησε ν' αλλάξει ριζικά κάποιες ιδέες και αντιλήψεις του, όταν διαπίστωσε ότι είχαν ξεπεραστεί. Δόξασε τη χαρά, την αγάπη και την επιθυμία για απόλυτη και ανυπότακτη ελευθερία. «Γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή», τόλμησε να φωνάξει μέσ’  απ΄ τον «Μπάλλο» του - σε δύσκολους, λογοκριμένους καιρούς (1971). Το΄ λεγε η ψυχή του.

Το αποτύπωμά του στον χωροχρόνο, καλλιτεχνικό κι ανθρώπινο, θα μείνει ανεξίτηλο, καθώς σφράγισε μια ολάκερη εποχή με την πληθωρική του προσωπικότητα. Αυτός ήταν ο δικός μας ο Νιόνιος! Τον αποχαιρετούμε με θλίψη αλλά κι μ΄ ένα μεγάλο ευχαριστώ για τις ομορφιές και τις συγκινήσεις που μας προσέφερε. Από τα τραγούδια του ξεχωρίζω το "Οι παλιοί μας φίλοι":

"Μη, μην το πεις οι παλιοί μας φίλοι μην το πεις για πάντα φύγαν / Μη, το’ μαθα πια τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια για πάντα φύγαν / Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν / Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών / Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία / κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις / Πέρασαν για πάντα οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες οι κραυγές / Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών / Όμορφη είναι αυτή η στιγμή, να το ξαναπώ, όμορφη να σας μιλήσω / βλέπω πυρκαγιές πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς κι είμαι μαζί σας / Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω τις μέρες τις παλιές."

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο “Νιόνιος” μας, θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας.

 * Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι θεολόγος καθηγητής Β/θμιας,  δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr ).