Τοῦ π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου
Προϊσταμένου ἱ. ναοῦ ἁγ. Γεωργίου Καρδίτσης
Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τελέσαμε τὴν ἀναίμαικτον θυσίαν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Δυστυχῶς! Τὸ γευτήκαμε κι αὐτό!
Ἡ λειτουργία κεκλεισμένων τῶν θυρῶν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι εἰκόνα τῆς κολάσεως καὶ ὄχι εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ θεία λειτουργία. Δὲν εἶναι ὅμως. Ἐν προκειμένῳ, ὑπὸ τὰς παρούσας δηλαδὴ περιστάσεις, δὲν εἶναι. Γιατί;
Ἐν τῇ Δευτέρᾳ τοῦ Χριστοῦ Παρουσίᾳ θὰ συναχθῇ ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὁ διεσκορπισμένος κόσμος, ἡ κτίσις ὁλάκερη. Κέντρον θὰ εἶναι ὁ Χριστὸς. Πέριξ αὐτοῦ θὰ συναχθῇ ὁ κόσμος.
Τοῦτο ἐξεικονίζει ὀντολογικῶς ἡ θεία λειτουργία. Ἐπάνω εἰς τὸ ἅγιον δισκάριον τίθεται ὁ Χριστὸς (ἀμνός), ἡ Παναγία μητέρα του, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἅγιοι, ὁ ἐπίσκοπος, οἱ πρεσβύτεροι, οἱ διάκονοι, οἱ ζῶντες καὶ οἱ κεκοιμημένοι χριστιανοὶ — ἡ ἄλογος κτίσις ἀντιπροσωπεύεται, οὕτως εἰπεῖν, διὰ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Ἐπὶ τοῦ ἁγίου δισκαρίου δηλαδὴ ὁρᾶται ὁ ἄκτιστος Θεὸς καὶ ὁ κτιστὸς κόσμος, σύμπας. Ἔχουμε πλήρη εἰκόνα τῆς οὐρανίου βασιλείας, τῆς συναγωγῆς εἰς ἓν (μία ποίμνη, εἷς ποιμήν).
Εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ (συνάξει) ταύτῃ εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, ὡς εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ ἱστάμενος, μετὰ τῶν πρεσβυτέρων, ποὺ εἰκονίζουν τοὺς ἀποστόλους, καὶ τῶν διακόνων, ποὺ εἰκονίζουν τοὺς ἀγγέλους· τοῦ λαοῦ εἰκονίζοντος τοὺς ἁγίους, τοῦ δὲ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ὑπομιμνήσκοντος τὴν καὶ κτιστὴ διάσταση τῆς Βασιλείας.
Τοῦ ἐπισκόπου ὅμως μὴ πανταχοῦ παρόντος, στὶς περισσότερες εὐχαριστιακὲς συνάξεις προΐσταται ὁ πρεσβύτερος.
Ἔτσι ἡ ἐνορία (ἢ τὸ μοναστήρι) γίνεται εἰκὼν τοῦ σύμπαντος κόσμου, τῆς οἰκουμένης, ἐκ τῶν περάτων τῆς ὁποίας ὁ διεσκορπισμένος λαὸς τοῦ Θεοῦ συνάγεται ἐπὶ τὸ αὐτό, εἰς ἕνα τόπον, ἐν τῷ ναῷ, πέριξ τοῦ πρεσβυτέρου (ὁ ὁποῖος βεβαίως λειτουργεῖ ἐν ὀνόματι τοῦ ἐπισκόπου).
Στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη κεκλημένοι εἶναι πάντες οἱ βεβαπτισμένοι (καὶ οἱ κατηχούμενοι). Ἄλλο κριτήριο μετοχῆς δὲν ὑπάρχει.
Ἂν πρὸς στιγμὴν θέλαμε νὰ τελέσουμε μία λειτουργία ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον γιὰ μία ὁμάδα πιστῶν, ἀποκλείοντας τοὺς ἄλλους (π.χ. μόνον γιὰ τοὺς λευκούς, μὲ ἀποκλεισμὸ τῶν μαύρων)· ἂν δηλαδὴ τὰ κριτήριά μας ἦταν φυλετικά, ρατσιστικὰ κ.λπ., τότε θὰ καταρτίζαμε ὄχι τὴν εἰκόνα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ μίαν εἰκόνα τῆς κολάσεως, ἤτοι ὄχι εἰκόνα συνάξεως, ἀλλὰ εἰκόνα διασκορπισμοῦ, διαιρέσεως, ἀποκλεισμοῦ, μονώσεως. Ἂν κλείναμε τὶς θύρες τοῦ ναοῦ, ἀποκλείοντας κάποιους ἐκ τῶν πιστῶν, ἡ λειτουργία μας θὰ ἱστοροῦσε εἰκόνα τῆς κολάσεως.
Τώρα ὅμως δὲν κάνουμε κάτι τέτοιο. Οἱ θύρες κλείνουν ὄχι γιατὶ τὸ θέλουμε, ὄχι γιατὶ τὸ ἐπιλέγουμε, ὄχι μὲ κριτήρια ἀποκλεισμοῦ, ἀλλὰ διότι τὸ ἐπιβάλλει μία ἀνάγκη.
Ἀπουσιάζουμε ἐπίσης ἀπὸ τὸν ναὸ ὄχι οἰκείᾳ βουλήσει. Πάντα κάποιοι ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες, γιὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους λόγους. Ἄλλοτε αἰνοῦμε τὸν Κύριον «ἐν ἐκκλησίᾳ πολλῇ, ἐν λαῷ βαρεῖ» (ψαλμ. λδ΄ 18) καὶ ἄλλοτε συνερχόμεθα ὡς «τὸ μικρὸν ποίμνιον». Ποτὲ δὲν εἴμαστε ὅλοι. Καὶ στὰ μοναστήρια ἀκόμη κάποιοι βρίσκονται σὲ ἀναγκαῖα διακονήματα κατὰ τὴν ὥραν μιᾶς ἀκολουθίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται «ὑπὲρ τῶν δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων».
Σήμερα δυστυχῶς εἰς τοὺς δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντας ἀνήκουμε ὅλοι. Δὲν ἀνήκουν μόνον οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ἐργαζόμενοι στὰ νοσοκομεῖα, οἱ ἀστυνομικοὶ κ.λπ. Σήμερα τὸ ἐκκλησίασμα συρρικνώθηκε δραματικά.
Στοιχειωδῶς ὅμως καὶ πάλι, μὲ τὸν παπᾶ ἔστω, τὸν ψάλτη, τὸν νεωκόρο, τὸν ἐπίτροπο, καταρτίζουμε τὴν εἰκόνα τῆς Βασιλείας. Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό. Εἶναι θεμελιῶδες. Ἡ εἰκόνα τῆς Βασιλείας καταρτίζεται καὶ μὲ τοὺς πολλοὺς καὶ μὲ τοὺς λίγους. Ἢ μήπως σὲ ἕνα μοναστήρι, ὅπου ἐγκαταβιοῦν ἐλάχιστοι μοναχοί, ὅταν τελεῖται ἡ θεία εὐχαριστία, δὲν εἰκονίζεται ἡ Βασιλεία; Ἀκόμη καὶ μὲ ἕνα πιστὸ ὁ ἱερεὺς μπορεῖ νὰ τελέσει τὴν λειτουργία. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ καὶ διὰ τοῦ πρεσβυτέρου καταρτίζεται ἡ εἰκόνα τῆς Βασιλείας, ἡ θεία λειτουργία τελεῖται καὶ μὲ στοιχειῶδες ἐκκλησίασμα.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν κατὰ τὶς δύσκολες αὐτὲς ἡμέρες, τὶς ὁποῖες εὐχόμαστε νὰ κολοβώσει ὁ καλὸς Θεός, θὰ πρέπει νὰ τελοῦμε τὴν θεία εὐχαριστία.
Εἶναι ἄχαρο θέαμα οἱ ἄδειες καρέκλες. Σίγουρα. Ἂς σκεφτοῦμε ὅμως ὅτι ἴσως νὰ μὴν εἶναι καὶ τόσο ἄδειες ὅσο νομίζουμε. Ἴσως κάποιοι ἐκ τῶν πιστῶν νὰ παρίστανται πνευματικῶς. Κάποτε στὸ ἅγιον Ὄρος ἕνας μοναχὸς εἶδε ἐν ὁράματι τὴν Παναγία νὰ θυμιάζει κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας. Θυμίαζε κάποια ἄδεια στασίδια, ἐνῷ προσπερνοῦσε χωρὶς νὰ θυμιάσει παρόντες μοναχούς. Προφανῶς πολλοὶ ἐκ τῶν εὑρισκομένων εἰς τὰ διακονήματά των ἦσαν ἐν πνεύματι παρόντες, ἐνῷ ἐκ τῶν σωματικῶς παρόντων πολλοὶ ἦσαν πνευματικῶς ἀπόντες.
Μὴ ξεχνοῦμε ὅτι προηγοῦνται οἱ ψυχὲς μέσα στὴν θεία λειτουργία. Αὐτὲς κοινωνοῦν πρῶτες, αὐτὲς δηλαδὴ πρῶτες γεύονται τοῦ ἀχράντου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ μετὰ τὰ σώματά μας.
Μὴ ξεχνοῦμε ἐπίσης, καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκτάκτως σημαντικό, ὅτι πρῶτοι κοινωνοῦν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ οἱ νεκροί, κατὰ τὸν ἱερὸν Καβάσιλα, καὶ μετὰ ἐμεῖς οἱ ζῶντες. Τοῦτο εἶναι συναφὲς πρὸς τὸ ἀνωτέρω: πρῶτα κοινωνοῦν οἱ ψυχές.
Μήπως λοιπὸν σήμερα ποὺ λειτουργήσαμε, καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία εἴμασταν μετρημένοι στὰ δάχτυλα, κοινώνησαν κάποιοι ἐκ τῶν ἐν πνεύματι παρόντων ἀδελφῶν, τρόπῳ μυστικῷ καὶ ἀρρήτῳ, ὃν Κύριος οἶδε;
Πάντως ἐκ τῶν κεκοιμημένων ἀμέτρητοι κοινώνησαν καὶ σὲ αὐτὴν τὴν θεία λειτουργία… κι ἂς εἴμασταν ἐμεῖς ἐκεῖ μέσα μετρημένοι στὰ δάχτυλα!
Ἔχουμε λοιπὸν δικαίωμα νὰ στεροῦμε ἀπὸ αὐτοὺς τὴν θεία μετάληψη; Ἀσφαλῶς ὄχι!
Γι’ αὐτὸ ταπεινῶς φρονῶ ὅτι ἡ θεία λειτουργία θὰ πρέπει νὰ τελεῖται καὶ κεκλεισμένων ἔστω τῶν θυρῶν. Μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει τὴν ἴδια χάρη χωρὶς τοὺς πιστούς. Ὅπως καὶ στὴν τέχνη καὶ στὸν ἀθλητισμό· δὲν ἔχει τὴν ἴδια χάρη χωρὶς τὸ κοινό. Ὅμως ἐδῶ προεχόντως τὸ θέμα δὲν εἶναι αἰσθητικὸ ἢ ψυχολογικό, εἶναι ὀντολογικό, πνευματικό, θεολογικό, ἐκκλησιολογικό.
αρτιο εκ πολλων εποψεων
ΑπάντησηΔιαγραφή