(από άρθρο του στο Protagon.gr)
Συχνά η προσκόλληση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στο ιστορικό παρελθόν και η συντήρηση των ηθών και των εθίμων εγκλώβισε τον βίο των συγχρόνων Ορθοδόξων πιστών στα ποικίλα σχήματα του παρελθόντος και λειτούργησε μάλλον ως καταφύγιο εθνικών αναμνήσεων και ιδεών και όχι ως ζωντανός και αξιόμαχος παράγων εντός της σύγχρονης πραγματικότητας. Μολονότι στην εποχή μας συμβαίνουν ραγδαίες αλλαγές και ποικίλες ανακατατάξεις στην ελληνική κοινωνία, ορισμένα ρεύματα της σύγχρονης ελλαδικής Ορθοδοξίας προσκολλώνται πεισματικά και αναπολούν νοσταλγικά, εξωραΐζοντας ή ανακατασκευάζοντας ιδεολογικά το ένδοξο παρελθόν. Αντικειμενοποιώντας τα γλωσσικά, πολιτισμικά και εθιμικά σχήματα του ιστορικού παρελθόντος, εκλαμβάνοντας ως κλειστή και συντελεσμένη την έννοια της παράδοσης, οι κύκλοι αυτοί των Ορθοδόξων κλείνονται σε ένα είδος ναρκισσισμού, καθεστωτικής και ιδιοκτησιακής αντίληψης για την κατοχή της αλήθειας.
Αν και η σχέση της ελλαδικής Ορθοδοξίας με τη νεωτερικότητα υπήρξε εν πολλοίς ανταγωνιστική, η νεωτερική ιδέα του έθνους-κράτους έγινε σταδιακά μια σχεδόν «ιερή» έννοια και ένα «εκκλησιολογικό» εργαλείο. Η παράξενη μίξη εθνικών και θρησκευτικών στοιχείων δημιούργησε νέα πολιτισμικά στερεότυπα, τα οποία εξυπηρέτησαν ξεκάθαρα συγκεκριμένες εθνικές ή και πολιτικές σκοπιμότητες. Το ίδιο έπραξαν και σχεδόν όλες οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες στα Βαλκάνια και στη Ρωσία με εξαίρεση το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο υπέστη πλήγματα από τις ιστορικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις των νεωτέρων χρόνων και κυρίως από τον εθνικισμό του 19ου και του 20ού αιώνα. Μολονότι η περίφημη συνοδική καταδίκη της αίρεσης του εθνοφυλετισμού το 1872, με αφορμή το βουλγαρικό σχίσμα, μοιάζει να αποκρυσταλλώνει την αντινομία μεταξύ Ορθοδοξίας και εθνικισμού, ωστόσο οι ιστορικές περιπέτειες των Ορθοδόξων ως τις μέρες μας έδειξαν ότι η οικουμενικότητα είναι και παραμένει περισσότερο αίτημα παρά κεκτημένο.
Η ελλαδική Ορθοδοξία εκφράζοντας, αφενός, τη συντήρηση των παραδοσιακών ηθών και τη νοσταλγία του βυζαντινού μεγαλείου και, αφετέρου, αποτελώντας τον πλέον συνεκτικό παράγοντα του κοινωνικού ιστού στο νεοελληνικό κράτος, έδωσε τη δυνατότητα να διαμορφωθούν νέα σχήματα κατανόησης και ερμηνείας της ιστορίας και να καλλιεργηθούν νέα εθνικοθρησκευτικά οράματα και μεγάλες ιδέες. Ο ιστορικός αυτός ρόλος της ελλαδικής Ορθοδοξίας την οδήγησε αναπότρεπτα να ζει και μετά την επανάσταση του 1821 με την ιδέα του έθνους και κάτω από τον κρατικό μηχανισμό του ελλαδικού κράτους. Διάφορες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα προσέβλεπαν παραδοσιακά στη στήριξη της Εκκλησίας, προκειμένου να υλοποιήσουν τα πολιτικά σχέδιά τους. Η προσπάθεια χρησιμοποίησης του θεσμού της Εκκλησίας από πολιτικούς χώρους ή πρόσωπα για ίδιον κομματικό όφελος είναι σχεδόν παράδοση στη χώρα μας. Ουδέποτε, όμως, η Εκκλησία ως θεσμός παρείχε υποστήριξη σε ανελεύθερα και δικτατορικά καθεστώτα. Ό,τι δεν μπόρεσε να κάνει η δικτατορία του Μεταξά στον μεσοπόλεμο, συνέβη αργότερα με τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Έχοντας ακόμη νωπές τις πληγές της κατοχής και του εμφυλίου, η δικτατορία του 1967 επιχείρησε, δίπλα στη στρατιωτική της ισχύ, να χρησιμοποιήσει τον θεσμό της Εκκλησίας για να στηρίξει με τα εθνικοθρησκευτικά ιδεώδη την ιδεολογία και το πολιτικό της πρόγραμμα, σε μια κοινωνία που εμφάνιζε ανάγλυφα τα στοιχεία μιας ραγδαίας πολιτισμικής εκκοσμίκευσης.
Αλλά πώς προέκυψε η όποια συνεργασία της επίσημης τότε Εκκλησίας με τη δικτατορία; Ορισμένοι στον χώρο της Εκκλησίας με χαρακτηριστική αφέλεια πίστεψαν ότι το καθεστώς εκείνο, που ήρθε βίαια και ανατρεπτικά μέσα από την πολιτική αστάθεια της δεκαετίας του ’60, είχε τη βούληση και τη δύναμη να προασπίσει με τα δεκανίκια του την πίστη και την Εκκλησία στον δημόσιο χώρο, να «ηθικοποιήσει» και να «εκχριστιανίσει» τον τόπο και να αποκαταστήσει την αξία του έθνους και της Ορθοδοξίας ως συγκοινωνούντα δοχεία. Ωστόσο, πραξικόπημα δεν είχαμε μόνο στην ευαίσθητη τότε δημοκρατία μας αλλά και στην ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και γενικότερα σε ολόκληρο τον εκκλησιαστικό οργανισμό. Η αντικανονική κατάργηση της Συνόδου από την έξωθεν επιβληθείσα «αριστίνδην» σύνοδο διευκόλυνε τις συνθήκες της διαπλοκής αυτής. Η τότε κρατούσα ηγεσία της Εκκλησίας στην Ελλάδα έσπευσε να αποδεχτεί και να υποστηρίξει την εθνικιστική καπηλεία του ελληνοχριστιανισμού και την κούφια ρητορεία του συνθήματος «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών». Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η τότε ηγεσία της Εκκλησίας σιώπησε μπροστά σε απάνθρωπες, ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές πρακτικές, με αντάλλαγμα κρατικά προνόμια και πολιτική υποστήριξη. Θεωρούμε, πάντως, ότι κλειδί στο πρόβλημα αυτό παραμένει το ζήτημα της σχέσης Εκκλησίας-Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, αλλά και του ρόλου των χριστιανικών οργανώσεων, που καλλιέργησαν στους κόλπους τους για πολλές δεκαετίες την ιδέα της αναγέννησης του λαού και του έθνους μέσω της σύνδεσης «Χριστιανισμού» και «πολιτισμού». Ο Α. Τσιριντάνης, στο πλαίσιο του κοινωνικού και εκσυγχρονιστικού έργου της αδελφότητας της «Ζωής», απέτυχε να προκαλέσει μεταπολεμικά ένα ανάλογο ελληνοχριστιανικό και κοινωνικό κίνημα, κατά τα δυτικοευρωπαϊκά χριστιανοδημοκρατικά πρότυπα, δηλαδή, εναντίον του άθεου πνεύματος της προόδου και συνάμα εναντίον του άθεου κομμουνισμού. Την ξέπνοη ιδέα του υπέκλεψε και επιχείρησε να εφαρμόσει, προσαρμόζοντάς την στα δικά της πρότυπα η δικτατορία των συνταγματαρχών, όχι ασφαλώς επειδή την πίστευε αλλά επειδή τη χρειαζόταν.
Στη δικτατορία του 1967, ο εθνικιστικός ολοκληρωτισμός συνάντησε και διεμβόλισε τον παραθρησκευτικό ιδεαλισμό, ο οποίος τρέφεται με την κατασκευή και το όραμα της παλινόρθωσης του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και της αποκατάστασης του ιστορικού μεγαλείου της Ορθοδοξίας. Στην Ελλάδα ρέπουμε γενικά ως κράτος και ως κοινωνία, ως Εκκλησία και ως παιδεία, στη συμβολική και συνθηματική ρητορεία για το ένδοξο ιστορικό μας παρελθόν. Στην καρδιά της ελληνικής κοινωνίας καλλιεργήθηκε για μεγάλο διάστημα και με διάφορους τρόπους μια ανιστόρητη πολιτικοθρησκευτική ιδεολογία και διαπλοκή. Η διαπλοκή αυτή τρέφεται και δυναμώνει στις μέρες μας από τον εξίσου ανιστόρητο εθνομηδενισμό και τον υποτιθέμενο εκσυγχρονισμό ή κοσμοπολιτισμό άλλων κοινωνικών και πολιτικών ομάδων. Είναι καιρός πλέον να υπερβούμε το συνθηματικό και ιδεολογικό περίγραμμα της σχέσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού και να συναντήσουμε το πραγματικό περιεχόμενο της δημιουργικής συνάντησης, μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών, που δεν είναι άλλο από τον πολιτισμό της Ορθοδοξίας. Το θέμα αυτό δεν προσφέρεται για εθνικιστική καπηλεία και ιδεολογική εκμετάλλευση αλλά σε βαθιά ιστορική ανάλυση στην προοπτική του γόνιμου διαλόγου μεταξύ θεολογίας και πολιτισμού.
Εξάπαντος, η θεολογία της Εκκλησίας είναι απολύτως ασύμβατη με ιδεολογικά σχήματα, τα οποία εκφράζουν εθνικιστικές-ολοκληρωτικές ή φασιστικές νοοτροπίες. Ωστόσο, υπήρξαν ιεράρχες αλλά και ακαδημαϊκοί θεολόγοι που στήριξαν και συνεργάστηκαν με τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Το γεγονός αυτό και ο όποιος συμβιβασμός ή η σιωπή της Εκκλησίας τότε, στιγμάτισε και ακολουθεί την ελλαδική Εκκλησία σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης, καθώς ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας εκφράζει ανοικτά ή συγκαλυμμένα τη σταθερή επιφύλαξή ή αποστασιοποίησή του. Και αυτό το τμήμα δεν περιορίζεται απλώς στη λεγόμενη «Αριστερά». Ουσιαστικά η περίοδος της επταετίας περιόρισε στην Εκκλησία τη δυνατότητά της να συμβάλει γόνιμα και δημιουργικά στα ζητήματα του δημόσιου χώρου, αλλά και να νοηματοδοτήσει υπαρξιακά τον προσωπικό και κοινωνικό βίο ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.
Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, η παράδοξη διαπλοκή παραθρησκευτικών ομάδων με την ακροδεξιά επανέρχεται στο προσκήνιο, θυμίζοντας άλλες εποχές και καταστάσεις. Σε ορισμένους κύκλους θρησκευόμενων καλλιεργήθηκε συστηματικά η φαντασιακή κατασκευή εχθρών που απειλούν διαρκώς την Ορθοδοξία και το έθνος. Οι εχθροί δεν είναι μόνο εξωτερικοί αλλά και εσωτερικοί. Η ομολογιακή αυτή περιχαράκωση της σύγχρονης Ορθοδοξίας οδηγεί συχνά σε άρνηση του διαλόγου με τους ετεροδόξους και τους ετεροθρήσκους, αφού η αντίληψη περί κατοχής της απόλυτης αλήθειας θεωρείται ότι ανήκει de facto στους Ορθοδόξους για λόγους κληρονομικότητας ή εντοπιότητας, φυσικής ή εθνικής ιθαγενείας. Στον χώρο της Εκκλησίας εχθροί και προδότες της Ορθοδοξίας είναι οι οικουμενιστές, εκείνοι που διαλέγονται θεσμικά ως εκπρόσωποι τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών με την ετερόδοξη Δύση αλλά ακόμη και εκείνοι που νοιάζονται για τη διορθόδοξη ενότητα και οικουμενική έκφραση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και εργάζονται για τη μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδο. Αν κάποτε οι τάσεις αυτές περιορίζονταν στους παλαιοημερολογιτικούς κύκλους, τώρα πλέον βρίσκονται εντός των πυλών και ασκούν πιέσεις στην επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος. Με πρόσχημα τη διάσωση της Ορθοδοξίας από την αίρεση, από την ετερόδοξη Δύση και τον Οικουμενισμό, διάφοροι συντηρητικοί κύκλοι λαϊκών, μοναχών, αλλά εσχάτως και κληρικών, αναλαμβάνουν ρόλο αστυνόμου και εισαγγελέα της Εκκλησίας. Συχνά διεκδικούν αλάθητη αυθεντία και τίθενται υπεράνω της κανονικής εκκλησιαστικής δομής της Εκκλησίας. Η τάση αυτή αντιλαμβάνεται την Εκκλησία μάλλον ως ιδεολογική και ομολογιακή παράταξη παρά ως έκφραση κοινωνίας, καθολικότητας και οικουμενικότητας. Με τον ίδιο τρόπο και σχεδόν καθεστωτικά αντιλαμβάνονται και τη θέση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση. Οποιοδήποτε άνοιγμα διαλόγου με τη θρησκευτική ετερότητα εκλαμβάνεται ως προδοσία της Ορθοδοξίας, ως «πανθρησκεία και προϊόν της νέας τάξης και της παγκοσμιοποίησης».
Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μιας παράξενης ώσμωσης μεταξύ φονταμενταλιστών και εθνικιστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, ο άνθρωπος που ανάλωσε τη ζωή του, προσφέροντας τον μόχθο της διακονίας του στη θεολογία και στην Εκκλησία, κατηγορείται από αυτές τις ομάδες ως «διεθνιστής» και ως «οικουμενιστής» εν ταυτώ. Σε ορισμένους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους και κυρίως στην απύθμενη αφασία και ατέρμονη συνομωσιολογία των ιστολόγων του διαδικτύου δεν αποκρύπτεται ένα είδος ιδιότυπου θρησκευτικού εθνικισμού. «Χωρίς εθνική ταυτότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει η Εκκλησία» ή «καλή και ορθοδοξότατη η στήριξη των μεταναστών, αλλά αφήνουμε τους Έλληνες… οι μητροπολίτες που παρέχουν βοήθεια στους μετανάστες συμπλέουν με τα κόμματα της αθεΐας». Συχνά στους φονταμενταλιστικούς κύκλους, η πίστη αποβαίνει θρησκοληπτική ιδεολογία και καλλιεργεί έναν βαθύ συντηρητισμό, δεν θέλει και δεν επιζητεί κανέναν διάλογο, θέλει μόνο την απόλυτη κατίσχυσή της. Αν κάποιοι πολιτικοί προστάτες μπορούν και θέλουν να προσφέρουν μια τέτοια δυνατότητα στους πιστούς, γιατί οι τελευταίοι να το αρνηθούν; Άλλωστε, Ορθοδοξία και έθνος έχουν προορισμό να μεγαλουργήσουν! Τα ακραία αυτά φαινόμενα εμφανίζονται και αναπτύσσονται ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης και ανασφάλειας, κοινωνικής, οικονομικής, ηθικής και πολιτικής εξαθλίωσης, όπως άλλοτε στον μεσοπόλεμο το σύνδρομο της Βαϊμάρης. Στη συγκυρία της παρούσας κρίσης και της οικονομικής εξαθλίωσης οι μισαλλόδοξες ιδέες απλώνονται σε ένα μεγάλο φάσμα της κοινωνίας. Σε αυτό συμβάλλουν ασφαλώς και τα κομματικά και ιδεολογικά στεγανά που διαμορφώνονται στον πολιτικό ορίζοντα της χώρας.
* Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου είναι Δρ. Θεολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου