Στὸ πρῶτο
κείμενο τοῦ ἀφιερώματος, μὲ τίτλο «Ἡ χειρόγραφη παράδοση τοῦ κειμένου τῆς Καινῆς
Διαθήκης», ὁ Γεώργιος Γαλίτης ἐξετάζει ἐπιμέρους παραμέτρους τῆς χειρόγραφης
παράδοσης τῆς Κ.Δ., ὅπως τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ὄργανα γραφῆς, τὰ εἴδη γραφῆς,
προχωρώντας σὲ μιὰ ἐπισκόπηση ὄψεων τῆς ἱστορίας της καὶ τῆς κριτικῆς τοῦ
κειμένου. Ὁ Βασίλειος Τζέρπος στὸ ἄρθρο του, μὲ τίτλο «Ὁ Πάπυρος τῆς Ὀξυρύγχου 210
(P. Oxy 210) καὶ ἡ
σχέση του μὲ τὰ βιβλία τοῦ Κανόνος τῆς Κ.Δ.», ἀφοῦ παρουσιάσει τὸ σχετικὸ
κείμενο, ἐπιχειρεῖ νὰ περιγράψει τὴ σχέση του μὲ τὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Κ.Δ.
μέσα ἀπὸ μιὰ στίχο πρὸς στίχο προσεκτικὴ ἀντιπαραβολὴ τῶν κειμένων. Ὁ Μιλτιάδης
Κωνσταντίνου στὸ μελέτημά του, μὲ τίτλο «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ (Ἠσ.
ς΄, 3): Μιὰ ἀπόπειρα σύνοψης τῆς Θεολογίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης», ἀποπειρᾶται
μιὰ σύντομη μὲ βάση τὶς παλαιοδιαθηκικὲς ἀφηγήσεις περιγραφὴ τῶν βασικῶν ὄψεων
τῆς περὶ Θεοῦ σχετικῆς ἀντίληψης. Ὁ Srboljub Ubiparipovic στὸ ἄρθρο του, «Ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ
στὴ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐξετάζει τὴ σημασία τῆς πρὸς Ἑβραίους ὡς
πηγῆς τῆς πρωτοχριστιανικῆς λατρείας, καθὼς ἐπίσης καὶ ἐπιμέρους στοιχεῖα της (ἡ
χριστιανικὴ μύηση, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς Μέγας Ἀρχιερεύς, κ.λπ.), τὰ ὁποῖα ἀναδεικνύουν
τὸν λειτουργικὸ χαρακτῆρα τῆς ἐπιστολῆς, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴ θέση της στὸν
λειτουργικὸ κύκλο τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων. Στὴ μελέτη ποὺ ἀκολουθεῖ, μὲ τίτλο
«Ἁγία Γραφὴ καὶ θεία Λειτουργία» ὁ Δημήτρης Μαυρόπουλος ἐξετάζει τὴν ἐσωτερικὴ καὶ
στενὴ διασύνδεση μεταξὺ Ἁγίας Γραφῆς καὶ θείας Λειτουργίας, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν
ἐμφανῆ ἢ λανθάνουσα παρουσία της στὰ ἐπιμέρους τμήματα τῆς Λειτουργίας. Ὁ π.
Αντώνιος Πινακούλας στο ἄρθρο του, μὲ τίτλο «Ἡ συνέχεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὸ
κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας», ἐπιχειρεῖ νὰ δείξει τοὺς τρόπους πραγμάτωσης τῆς
συνέχειας τῆς Γραφῆς στὸ πλαίσιο τόσο τῶν κηρυγμάτων τῆς ἴδιας τῆς Κ.Δ. ὅσο καὶ
στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνόφωνης Ἐκκλησίας, μὲ βάση μιὰ ἐπιλογὴ συγκεκριμένων
κηρυγμάτων (Μελίτων Σάρδεων, Ἰωάννης Χρυσόστομος κ.ἄ.). Ὁ π. Κωνσταντῖνος
Παπαθανασίου στὸ ἄρθρο του «Βιβλικὴ ἀθεολογία στὸ σύγχρονο κήρυγμα. Εἰσαγωγικὲς
ὄψεις τοῦ ζητήματος», μετὰ ἀπὸ μιὰ σύντομη ἀποτύπωση τοῦ βιβλικοῦ χαρακτῆρα τοῦ
κηρύγματος στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιχειρεῖ νὰ συζητήσει ἐπιμέρους
διαπιστώσεις, προβληματισμοὺς καὶ προβλήματα ποὺ ἀφοροῦν στὸ κήρυγμα στὴ
σημερινὴ συνάφεια, προσφέροντας κάποιες προτάσεις γιὰ τὸ πῶς τὸ σύγχρονο
κήρυγμα θὰ ἀνακτήσει ἐκ νέου τὸν βιβλικό του χαρακτῆρα. Στὴ συνέχεια ὁ Ratko Jovits
στὸ ἄρθρο του, μὲ τίτλο «Ἡ ‘περιορισμένη ἐπανάσταση’ τοῦ Παύλου (Α΄ Κορ. 11, 18-34)», ἐπιχειρεῖ μιὰ νέα ἀνάγνωση
τοῦ σχετικοῦ παύλειου κειμένου πέραν τῆς κλασικῆς ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς ἠθικῆς καὶ
τῆς λατρείας, στὴν προοπτικὴ τῆς κοινωνικῆς καὶ ἱστορικῆς συνάφειας, ἐπιδιώκοντας
νὰ ἀναδείξει τὸ δυναμικὸ χαρακτῆρα τῆς Εὐχαριστίας, ποὺ διαθέτει εὐρύτερες ἐπιπτώσεις.
Στὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ, μὲ τίτλο «Τὸ Γαλ. 2: 11-14 στὸ ἔργο τοῦ Μ. Victorinus καὶ ἡ ἀντιπαράθεση τῶν ἁγίων Αὐγουστίνου
καὶ Ἱερωνύμου», ὁ Ἀθανάσιος Μουστάκης ἐξετάζει τὶς ἐπιπτώσεις τῆς διαφωνίας τῶν
πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων γύρω ἀπὸ τὴ σχέση τῶν ἐξ Ἰουδαίων καὶ τῶν ἐξ ἐθνῶν
χριστιανῶν στὴν ἱστορία τῆς δυτικῆς πατερικῆς ἑρμηνευτικῆς. Ὁ Rodoljub Kubat
στὴ μελέτη του, μὲ τίτλο «Memra of Ephrem
the Syrian
of Jonah
and the
Repetance of
the Ninevites»
περιγράφει τὴν ἰδιαίτερη ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τοῦ γνωστοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
συγγραφέα τῶν πρώτων αἰώνων στὴ γνωστὴ βιβλικὴ ἱστορία τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ στὴν
πόλη τῆς Νινευὶ μὲ βάση τὴ σχετικὴ ὁμιλία του γιὰ τὴ βιβλικὴ αὐτὴ ἀφήγηση, ὅπου
καὶ ἀναπλάθει σὲ ὁρισμένο βαθμὸ μὲ δικά του στοιχεῖα τὴν ὅλη περιγραφή. Στὸ
κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ, μὲ τίτλο «Ἡ Ἁγία Γραφὴ στὴν Ἐκπαίδευση», ὁ Σταῦρος
Γιαγκάζογλου συζητᾶ, μεταξὺ ἄλλων, καταρχὰς τὶς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις τῆς
μετάφρασης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στὴ συνέχεια τὴ σχέση τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος μὲ τὴν
ἀνθρωπιστικὴ παιδεία στὴν εκπαίδευση, ακολούθως τη θέση της Αγίας Γραφής στὴν
εκπαίδευση καὶ εἰδικότερα στὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ
Κράτους μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ ἀναδείξει τὸν τρόπο προσέγγισης τῶν βιβλικῶν κειμένων
στὸ πλαίσιο τῆς σχολικῆς ἐκπαίδευσης. Ἡ Νίκη Παπαγεωργίου στὸ ἄρθρο της, μὲ
τίτλο «Εὐαγγέλιο καὶ παραδοσιακοὶ τοπικοὶ πολιτισμοί: Ἡ ἐμπειρία τῆς Ὀρθόδοξης ἱεραποστολῆς»
ἐπιχειρεῖ νὰ προκαλέσει ἕνα γόνιμο προβληματισμὸ σὲ σχέση μὲ τὴν ἱεραποστολικὴ
πρακτικὴ τῆς ἑλληνόφωνης ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀστέριος Ἀργυρίου στὴ μελέτη ποὺ
ἀκολουθεῖ, μὲ τίτλο «Ἐσχατολογικοὶ προσανατολισμοὶ καὶ ἑρμηνεῖες στὴν Ἀποκάλυψη
στὶς παραμονὲς τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου (Ὁ Κώδ. Ἀριθμ. 639 τῆς Ἱ.Μ. Παντελεήμονος)»
ἐξετάζει ἀποσπάσματα ἐσχατολογικῶν ἑρμηνειῶν τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως (π.χ. ἀπὸ
τὸν Ταράσιο) ποὺ περιλαμβάνονται στὸ σημαντικὸ αὐτὸ χειρόγραφο. Στὸ μελέτημα ποὺ
ἀκολουθεῖ, μὲ τίτλο «Ἡ οἰκολογικὴ ἑρμηνεία τῶν βιβλικῶν κειμένων: τὸ παράδειγμα
τῶν ἀποκαλυπτικῶν κειμένων», ἡ Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη, ἀφοῦ διερευνήσει τὶς ἀπαρχὲς
καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς «οἰκο-θεολογίας» στὸν ὀρθόδοξο καὶ μὴ χῶρο καὶ συζητήσει τὰ
ἑρμηνευτικὰ παραδείγματα ποὺ ἀναλόγως προβάλλουν (τοῦ ἱερέα ἢ τοῦ οἰκονόμου τῆς
κτίσης) στὴ συνέχεια παρουσιάζει τὰ ἑρμηνευτικὰ μοντέλα τῆς οἰκολογικῆς κριτικῆς
(ἡ ἑρμηνευτικὴ τῆς ἐπανάκτησης, τῆς ὑποψίας, κ.ἄ.), τὴν οἰκολογικὴ δυσκολία τῶν
βιβλικῶν ἀποκαλυπτικῶν ὁραμάτων, ἐπιχειρώντας μιὰ νέα ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση
μέσα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ τῆς σχετικῆς κειμενικῆς συνάφειας καὶ τῶν σύγχρονων
προκλήσεων. Ἡ Ἑλένη Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη στὸ ἄρθρο της «Ἁγία Γραφὴ καὶ
νέες ἑρμηνευτικὲς μέθοδοι» προσφέρει μιὰ ἐπισκόπηση τῶν βασικῶν ἑρμηνευτικῶν
μεθόδων στὸ κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς (συναφειακὲς προσεγγίσεις, φιλολογικὴ ἀνάλυση,
κ.ἄ.). Στὸ τελευταῖο ἄρθρο τοῦ ἀφιερώματος, μὲ τίτλο «Ἑλληνικὴ Βιβλικὴ Ἑταιρία.
Ἡ παρουσία καὶ τὸ ἔργο της στὴν Ἑλλάδα», ὁ Μιχάλης Χατζηγιάννης ἐπιχειρεῖ μέσα ἀπὸ
ἕνα πανόραμα τῆς παρουσίας τῆς Βιβλικῆς Ἑταιρίας στὴν Ἑλλάδα, νὰ παρουσιάσει τὸ
πολύπλευρο ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖται στοὺς κόλπους της, προκειμένου ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ
νὰ φτάσει σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες.
Στὴ στήλη Παρεμβάσεις
φιλοξενεῖται τὸ κείμενο τοῦ Γεωργίου Μαρτζέλου, μὲ τίτλο «Ἡ βιβλικὴ προέλευση τῆς
θεολογίας τοῦ ‘σπερματικοῦ λόγου’, ἡ θέση της μέσα στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ ἡ
ἐπικαιρότητά της γιὰ τὴ σύγχρονη Ὀρθοδοξία», μὲ τὸ ὁποῖο συνεχίζεται ὁ διάλογος
μὲ τὸν Καθηγητὴ Λάμπρο Σιάσο σχετικὰ μὲ τὴ σημασία τῆς θεολογίας τοῦ μάρτυρος
καὶ φιλοσόφου Ἰουστίνου στὸ πλαίσιο τῶν διαχριστιανικῶν καὶ διαθρησκευτικῶν
διαλόγων, ἐπιχειρώντας στὸ κείμενο αὐτὸ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴ βιβλικὴ προέλευση τῆς
ἐν λόγῳ θεολογίας. Τὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ συμπληρώνεται μὲ τὶς
πλούσιες μόνιμες στῆλες του. Τά «Θεολογικὰ Χρονικὰ» ὅπου περιλαμβάνονται ἀναφορὲς
σὲ ἐπιστημονικὰ συνέδρια μὲ πλούσια στοιχεῖα γιὰ δύο πρόσφατα βιβλικὰ συνέδρια,
θεολογικὰ γεγονότα, ἀνακοινωθέντα καὶ πορίσματα συνοδικῶν συνδιασκέψεων, τά «Περιοδικὰ
Ἀνάλεκτα», ὅπου γίνεται σύντομη ἐπισκόπηση τῶν ἑλληνικῶν καὶ ξένων θεολογικῶν
περιοδικῶν, τό «Βιβλιοστάσιον», ὅπου δημοσιεύονται βιβλιοκριτικὰ δοκίμια καὶ
παρουσιάσεις θεολογικῶν μονογραφιῶν, βιβλίων καὶ λοιπῶν ἐκδόσεων καί, τέλος, τό
«Ἀναλόγιον», ὅπου δημοσιεύεται ἐνημερωτικὸ δελτίο πρόσφατων θεολογικῶν ἐκδόσεων.
Τὸ ἑπόμενο α´ τεῦχος τῆς Θεολογίας γιὰ
τὸ ἔτος 2015 μὲ ἄρθρα ποικίλης ὕλης θὰ κυκλοφορήσει τὸν προσεχῆ Μάιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου