Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Iωάννης Μ. Κονιδάρης, "Πολιτεία και Εκκλησία στην πράξη". Απάνθισμα άρθρων. Πρόλογος: Ευάγγελος Βενιζέλος, Εκδ. Επίκεντρο, 2024, Θεσσαλονίκη

 


Του Χάρη Ανδρεόπουλου*

 Ο καθηγητής κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις καθώς είναι πολύ γνωστός όχι μόνο στον πανεπιστημιακό χώρο και ιδιαίτερα αυτόν της νομικής επιστήμης, αλλά και στο ευρύ κοινό χάρις στις συχνές, δημόσιες αρθογραφικές του παρεμβάσεις, κυρίως από των στηλών της εφημερίδος «Το Βήμα», της οποίας εδώ και 25 χρόνια τυγχάνει τακτικός συνεργάτης. Πρόκειται για τον ακαδημαϊκό δάσκαλο ο οποίος με το πλούσιο επιστημονικό του έργο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τη συμμετοχή του στο δημόσιο διάλογο επί θεμάτων τα οποία εν γένει άπτονται των σχέσεων της Πολιτείας με την Εκκλησία και επί το ειδικότερον ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις της Εκκλησίας στην ελληνική επικράτεια, έχει συμβάλει τα μέγιστα στην ανάπτυξη του ιδιαιτέρου περί των εν λόγω θεμάτων κλάδου της νομικής επιστήμης, ήτοι του Εκκλησιαστικού Δικαίου. Το συγγραφικό του έργο –  συγγράμματα / μελέτες - είναι καθιερωμένο στον επιστημονικό χώρο, πέραν της μορφής των εγχειριδίων για τους φοιτητές της Νομικής, και ως κατατοπιστικό βοήθημα, γενικώς, για τους νομικούς τόσο της θεωρίας, όσο και της πράξεως, αλλά και τους θεολόγους  που εξειδικεύονται σε νομοκανονικά ζητήματα, όπου το Κανονικό Δίκαιο συναντά το Εκκλησιαστικό και συμπορεύονται άλλοτε αρμονικά και άλλοτε με δυσχέρειες. 

Στο υπό τον τίτλο «Πολιτεία και Εκκλησία στην πράξη» νέο του βιβλίο που κυκλοφορήθηκε στην εκπνοή του 2024 από τις ευφήμως γνωστές εκδόσεις «Επίκεντρο», ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής ΕΚΠΑ κ. Ι. Μ.  Κονιδάρης με τα δημοσιευόμενα αρθρογραφικά κείμενά του δεν απευθύνεται στο στενό ακροατήριο των ειδικών, κυρίως νομικών ή θεολόγων, αλλά στο πλατύτερο κοινό των αναγνωστών μιας ιστορικής και έγκυρης εφημερίδας, όπως «Το Βήμα». Τώρα δε, δια της εκδόσεως ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος αυτής της αρθρογραφίας (ένα «απάνθισμα», κατά τον υπότιτλο) σε βιβλίο, απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας, σε αναγνώστες οι οποίοι (ανεξαρτήτως της επιστημονικής τους ειδικεύσεως) είτε εντρυφούν (ως πολίτες και ως πιστοί) στο πεδίο σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας (κι ευρύτερα των θρησκευτικών κοινοτήτων), είτε ασχολούνται με θέματα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος και δη της νεότερης. 

Στο βιβλίο στεγάζεται ο επιφυλλιδογραφικός αμητός μιας εικοσιπενταετίας περίπου (1998-2022) για το θέμα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Πρόκειται για ένα πολύπτυχο συστηματικό έργο, εκκλησιαστικού και κανονικού δικαίου, διεθνών εκκλησιαστικών σχέσεων και εκκλησιαστικής γεωπολιτικής. Αποτελεί επιτομή της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας και λειτουργεί ως μια “μηχανή του χρόνου”, η οποία, όπως σημειώνει ο Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος, αναπλ. καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην ευθύβολη βιβλιοκριτική του στο «Βήμα» (02.02.2025), «ξαναζωντανεύει πρόσωπα και γεγονότα που συνδιαμόρφωσαν τη  ταυτότητα των εκκλησιαστικών εξελίξεων κατά το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα».

Οι τίτλοι των επιμέρους και με χρονολογική σειρά εντασσομένων στη ύλη του βιβλίου δεκατεσσάρων θεματικών ενοτήτων (Εκκλησία και Πολιτική, Θρησκευτική Ελευθερία, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Εκκλησία της Ελλάδος – Αρχιεπισκοπεία Χριστουδούλου και Αρχιεπισκοπεία Ιερωνύμου Β΄, Εκκλησία και πανδημία, Εκκλησιαστική περιουσία, Ουκρανία και αυτοκέφαλο, Διαχριστιανικές και διορθόδοξες σχέσεις, Άγιον Όρος, Εβραϊκές κοινότητες, Μουσουλμάνοι, Αποτέφρωση νεκρών, «Miscellanea» [συλλογή άρθρων με θεματολογία σχετικώς με την κωδικοποίηση του Κανονικού Δικαίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας]), δείχνουν το εύρος και την πληρότητα της προσεγγίσεως, με τη συγγραφή τους να υπόκειται μεν στο ρυθμό της συγκυρίας, αλλά με την επιστημονική εγκυρότητα και τη βαρύτητα που τους προσδίδει η υπογραφή του Ι. Μ. Κονιδάρη ν΄ αποκτούν μια άλλη προοπτική... Μια προοπτική η οποία προδιαγράφεται στην καταληκτήρια διαπίστωση από το προλόγισμα του συνταγματολόγου Ευαγγέλου Βενιζέλου, που εισφέρεται εν είδει «Εισοδικού» στην έκδοση, σύμφωνα με την οποία η τελευταία «θα καταστεί βιβλίο αναφοράς για τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας και τη διαρκή δοκιμασία τους στην πράξη» («Τα Νέα» / “Bιβλιοδρόμιο”, 22.02.2025).  

* Με τον καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου κ. Ιωάννη Μ. Κονιδάρη με συνδέει μια πολύχρονη, διττή σχέση μαθητείας: κατά πρώτον και εμμέσως, υπό την προτέρα ιδιότητά μου ως δημοσιογράφου – εκκλησιαστικού συντάκτη που προσέτρεχα στα επιστημονικά συγγράμματά του για να τεκμηριώσω νομοκανονικά τα (εκκλησιαστικά) ρεπορτάζ μου – ιδίως σε περιόδους εξημμένων παθών και συσσωρευμένων εντάσεων, όπως κατά τις αρχές της δεκαετίας του ΄90, οπότε την Εκκλησία ταλάνισε επί μακρόν η υπόθεση των 12 εκπτώτων – από το 1974 – «ιερωνυμικών» λεγομένων μητροπολιτών, μετά την δικαιωτική γι΄ αυτούς – τον Οκτώβριο του 1990 – απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Κατά δεύτερον, και αμέσως, υπό την σημερινή επαγγελματική μου ιδιότητα ως θεολόγου καθηγητή Β/θμιας και ιδίως στην περίπτωση της εκδόσεως σε εμπλουτισμένη μορφή της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα που αφορά στο εκκλησιαστικό ζήτημα της Επταετίας (1967-1974).

Εχοντας προ πολλού ασχοληθεί και ο ίδιος ο κ. καθηγητής με το εν λόγω ζήτημα, από την 1η έκδοση (1994) του μνημειώδους έργου του «Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους» (Αθήνα: Eκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1994, 2η έκδοση 2022) - το ειδικότερο μέρος του οποίου περί της Εκκλησίας κατά την Επταετία θεωρώ οιονεί πρόδρομο της δικής μου μελέτης - μου προσέφερε τις πολύτιμες επιστημονικές του συμβουλές για την έκδοση της διατριβής μου σε βιβλίο, προσέτι δε μου έκαμε και την εξαιρετική τιμή να προλογίσει το υπό τον τίτλο «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση» (Θεσσαλονίκη: Εκδ. Επίκεντρο, 2017, σσ. 424) κυκλοφορηθέν βιβλίο μου. Το θεωρώ υψίστη τιμή από τη θέση αυτή το καταθέτω· εγκαρδίως και ευγνωμόνως. 

* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι Διευθυντής του Προτύπου Γενικού Λυκείου Λάρισας, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας ΑΠΘ, μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου (https://www.etekkad.gr).

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Αναστάσιος: Ο ιεράρχης που τίμησε το ράσο του - "Ελευθερία" Λαρίσης, 03.02.2025

 

 

Από τον Χάρη Ανδρεόπουλο*

Όταν πεθαίνει κάποιος άνθρωπος που έχει διακριθεί για το έργο και τη προσφορά του και τότε γράφεις για αυτόν είναι φυσιολογικό να πλανάται η υποψία περί εξωραϊσμού. Όταν όμως έχεις γράψει για αυτόν 15 χρόνια πριν, υπάρχει ένα ελάχιστο τεκμήριο αυθεντικότητας. Τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο που ανεχώρησε εκ χώρας ζώντων προς την Άνω Ιερουσαλήμ δεν τον είχα συναντήσει ποτέ από κοντά, πιστεύω, όμως, ότι τον ήξερα αρκετά καλά έχοντας διαβάσει πολλά επιστημονικά του συγγράμματα (περί Θρησκειολογίας, Ιεραποστολής, Οικουμενικής Κινήσεως, Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Διαλόγου, κ.α.), αλλά και μελετήσει την πολύχρονη ιεραποστολική του δράση - τη διακονία του - στην Αφρική. 

 Έτσι, όταν περί τα τέλη Μαρτίου του 2010 έλαβα, όλως τιμητικώς, από τον γνωστό και καταξιωμένο εκδοτικό οίκο «Επτάλοφος»  το έργο - ένα περικαλλές λεύκωμα, μια συστηματική μελέτη για την προσωπικότητα του βιογραφουμένου - με τίτλο «Αναστάσιος, ο ποιμένας του στοχασμού, της δημιουργίας και της ειρήνης», με την ευγενική παράκληση να γράψω και δημοσιεύσω μια βιβλιοπαρουσίαση, το χάρηκα ιδιαιτέρως. Καθώς επρόκειτο για την πληρέστερη βιογραφία του ιεραπόστολου – αρχιερέα Αναστασίου Γιαννουλάτου που είχε δημοσιευθεί μέχρι τότε (και θαρρώ τέτοια παραμένει μέχρι σήμερα). Είχε γραφτεί από έναν επιστήμονα που ήξερε καλά τον Αναστάσιο καθώς υπήρξαν συμφοιτητές και συνεργάτες επί πολλά χρόνια˙ από τον καθηγητή της Θεολογικής Αθηνών Αθαν. Δεληκωστόπουλο. Πήρα, λοιπόν, το “μολύβι” κι έγραψα στην «Ελευθερία» παρουσιάζοντας το βιβλίο («Ε», 02.04.2010, σελ. 7): 

 


 «Όταν το μυαλό μου περιτριγυρίζουν εικόνες και αναφορές γύρω από την Ιεραποστολή, την Οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας και την επιστήμη της Θρησκειολογίας, τότε το πρόσωπο που έρχεται να συνδεθεί οργανικά με τη σκέψη μου είναι αυτού του Αναστασίου (Γιαννουλάτου), του Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, ενός πράγματι οικουμενικού θεολόγου και χαρισματικού ιεράρχη  που αποτελεί «κόσμημα» για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας και στον οποίο όσοι εντρυφήσαμε στην επιστήμη της Θεολογίας οφείλουμε πολλά (…)"

Με το πολυσχιδές ποιμαντικό, πνευματικό, κοινωνικό και επιστημονικό του έργο ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος κατέστη παγκόσμια φυσιογνωμία του Χριστιανισμού, κήρυκας της αγάπης και της ειρήνης. Η δράση του έχει αφήσει βαθιά και ανεξίτηλα τα ίχνη της τόσο στην εκκλησιαστική πολιτική και στο χώρο των διεκκλησιαστικών, διαχριστιανικών και οικουμενικών σχέσεων, όσο και στις  σχέσεις μεταξύ εθνών και λαών. (…) Υπηρέτησε τους πιο φτωχούς λαούς του κόσμου και συγκεκριμένα της Ανατολικής Αφρικής και της Αλβανίας (…) Πορεύθηκε χωρίς γογγυσμό μέχρι τα επικίνδυνα δάση της Κένυας, τις στέππες της Τανζανίας και τα υψίπεδα της Ουγκάντας (…)   Το ταπεινό φρόνημα του ανδρός, η αγάπη του για το Χριστό και τον άνθρωπο, η αφοσίωσή του στο καθήκον,  η επιστημονική του εμβρίθεια, η πίστη του στην εντολή του Κυρίου «Μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28,19) και πολλά άλλα συνιστούν το μυστικό της πνευματικής και ποιμαντικής του επιτυχίας και δικαίως ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος έχει χαρακτηρίσει το έργο του ως “εξαίσιο θαύμα προσφοράς και θυσίας” (…)».

Την περίοδο που έγραψα αυτή την βιβλιοπαρουσίαση στην «Ε» ολοκλήρωνα την έρευνα της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας κατά τη διάρκεια της Επταετίας (1967-1974) καταγράφοντας στα περιεχόμενά της, μεταξύ άλλων, την ηρωϊκή πράξη συμπαράστασης και αλληλεγγύης του τότε (τιτουλαρίου) Επισκόπου Ανδρούσης Αναστασίου προς τους φοιτητές, στην κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973. Όταν ξεκίνησε η κατάληψη της Νομικής οι αστυνομικοί δημιούργησαν γρήγορα έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από το ιστορικό κτίριο της οδού Σόλωνος και έτσι οι φοιτητές έμειναν χωρίς φαγητό. Τότε, λοιπόν, τρεις άνθρωποι αποφάσισαν να αναλάβουν δράση παρά το γεγονός πως ήξεραν ότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να βρεθούν στα μπουντρούμια του ΕΑΤ – ΕΣΑ.

Ο ένας από αυτούς ήταν ο τότε Ανδρούσης Αναστάσιος Γιαννουλάτος ο οποίος ήταν έκτακτος καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων στη Θεολογική του ΕΚΠΑ. Μαζί του είχε δύο κληρικοί φοιτητές του: ο ένας ήταν ο Λαρισαίος (από την Αιγάνη του δήμου Τεμπών) πρεσβύτερος Χρήστος Χριστοδούλου (o oποίος υπηρετεί στην Ι. Μητρόπολη Πειραιώς και για τον οποίο προ 6ετίας γράψαμε λίγα λόγια στην «Ε» [21.11.2019, σελ. 2] μετά από συνάντησή μας σε επετειακή εκδήλωση στην Αθήνα της «Χριστιανικής Δημοκρατίας» με θέμα «Εκκλησία και Αντίσταση»)  και ο άλλος ο κρητικός (απ΄ το Ρέθυμνο) διάκονος Τιμόθεος Λαγουδάκης, αμφότεροι φοιτητές, τότε, της Θεολογικής Αθηνών που αγωνίζονταν μέσα από τη φοιτητική παράταξη της (επί προεδρίας του αειμνήστου Νικ. Ψαρουδάκη) «Χριστιανικής Δημοκρατίας» με πρόταγμα ένα (ιδεολογικό/πολιτικό πλαίσιο αναφοράς) «για το λαό με το Χριστό». Οι τρεις τους, λοιπόν, γεμίζουν τσάντες με τρόφιμα και φάρμακα θεωρώντας πως τα ράσα τους θα είναι «διαβατήριο» πηγαίνουν στο μπλόκο των αστυνομικών και ζητούν να περάσουν. Οι αστυνομικοί τους απωθούν βίαια αλλά οι τρεις τους δεν το βάζουν κάτω.

Οπισθοχωρούν προσωρινά, πηγαίνουν σε ένα σημείο που δεν υπάρχει οπτική επαφή, βάζουν μερικά καρβέλια ψωμί και πρόσφορα κάτω από τα ράσα τους και πηγαίνουν ξανά στο μπλόκο. Οι αστυνομικοί ίσως και από ντροπή δεν ελέγχουν τα ράσα και έτσι, όπως θα περιγράψουν αργότερα τότε φοιτητές- μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής κατάληψης της Νομικής και αργότερα στελέχη της ανανεωτικής Αριστεράς (όπως  ο Διονύσης Μαυρογένης και ο Νίκος Μπίστης), «οι παπάδες αυτοί στάθηκαν στο πλευρό μας˙ μας έδωσαν ψωμί, αλλά και μας εμψύχωσαν». Ο δημοσιογράφος (στα «ΝΕΑ») Μηνάς Παπάζογλου που συμμετείχε και αυτός στην κατάληψη, είχε αποκαλύψει πως ο Αναστάσιος με κάποιο τρόπο είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι την ταράτσα της Νομικής προκειμένου να δείξει την αλληλεγγύη του στους εξεγερμένους φοιτητές. Ήταν ο μοναδικός αρχιερέας που τιμώντας το ράσο του τόλμησε και σήκωσε ανάστημα στο δικτατορικό καθεστώς, ήταν αυτός που εκείνες τις ημέρες χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι μπροστά στο διαβόητο διοικητή του ΕΑΤ-ΕΣΑ Νικ. Χατζηζήση ζητώντας να σταματήσουν τα βασανιστήρια φοιτητών. Ήθελε να’ χεις κότσια να το κάνεις - και ο Επίσκοπος Αναστάσιος τα διέθετε. Η Διοικούσα Εκκλησία, όμως, τόσο επί Επταετίας (επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη), όσο στη διάρκεια της Μεταπολιτεύσεως (επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα) δεν του εμπιστεύθηκε εν ενεργεία Μητρόπολη στην Εκκλησία της Ελλάδος. Τον Ιούνιο του 1967 στις εκλογές για τη Μητρόπολη Ύδρας η «Αριστίνδην» Σύνοδος τον κατέταξε  τρίτο,  ενώ στις εκλογές του 1978 για τη Μητρόπολη Πειραιώς και το 1984 για τη Μητρόπολη Κεφαλληνίας η Ιεραρχία θα τον κατατάξει δεύτερο. Ωστόσο οκτώ χρόνια αργότερα (1992) η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου – προτάσει του Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου – θα τον αναδείξει Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας, θέση από την οποία (1992-2024) κατόρθωσε, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, να ανασυστήσει από τα ερείπια τη διαλυμένη επί 25 έτη Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της γειτονικής μας χώρας.  

Τα λόγια για τον Αναστάσιο τής άλλης μεγάλης προσωπικότητας τής Ορθοδοξίας, τού Οικουμενικού μας Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ότι «ο Αναστάσιος υπήρξε δώρο τού Θεού στον κόσμο» τα λένε όλα. Αν ο Ελληνισμός είχε μερικούς ακόμη Αναστάσιους θα ήμασταν πιο πολύ τυχεροί.

 * Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/θμιας (ΠΕ01),δρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr).

 Εφημ. "Ελευθερία" Λαρίσης, 03.02.2025