Toυ Κώστα Νούση
Θεολόγου - Φιλολόγου ΑΠΘ
Η
στάση της Ιεραρχίας της Ελλάδας, ως
απεδείχθη, έστω και μέσα από το «λάθος»
της διπλωματικού χαρακτήρoς
σιβυλλικής της απόφασης, δείχνει προς
την κατεύθυνση της ορθότερης αντιμετώπισης
του ζητήματος του βλάσφημου (ομολογουμένως,
με βάση τα θεολογικά κριτήρια πάντοτε
και όχι εκείνα μιας οιασδήποτε λογοκρισίας
της τέχνης) θεατρικού έργου. Θυμόμαστε
ότι η ΔΙΣ (απόφαση της 7 Ιούνη1)
προέτρεψε τον λαό σε αποδοκιμασία του
έργου. Αυτό αφήνει ανοιχτό ένα ευρύτατο
πεδίο ερμηνευτικών προσεγγίσεων που
επεκτείνονται σαφέστατα από την δια
της περιφρόνησης απαξίωσή του μέχρι
τις πάσης φύσεως βιαιότερες αντιδράσεις,
εξαιρουμένων – προφανώς αυτονοήτως
για χριστιανούς και δια της εις άτοπον
απαγωγής, κατά το πιθανολογούμενο
σκεπτικό των συνοδικών – των ακραίων
σε βάρος της σωματικής και ηθικής
ακεραιότητας των εμπλεκομένων με το εν
λόγω θεατρικό δρώμενο ενεργειών.
Η
Ελλαδική Σύνοδος σίγουρα πριν λάβει τη
συγκεκριμένη απόφαση, θα έλαβε υπόψη
κάθε παράμετρο περί των παρεξηγήσεων
που θα προκαλούσε η στάση της και
φυσικότατα ο κύριος γνώμονας του
σκεπτικού της θα ήταν η αποφυγή παροχής
παντοειδών αφορμών προς εκμετάλλευση
των ανακοινώσεών της είτε προς δυσφήμηση
της Εκκλησίας και διαστρέβλωση του
μηνύματός της και, φυσικότατα, η πρόληψη
των οιωνδήποτε έμμεσων και άμεσων
διαφημίσεων του έργου και, μέσω αυτών
των τελευταίων, της θλιβερής αναπαραγωγής
του βλάσφημου περιεχομένου του.
Προφανέστατα ως απόντες από τη συνεδρίαση
της Ιεραρχίας εκείνης δε γνωρίζουμε
όλα τα τεκταινόμενα εν αυτή, αλλά από
το αποτέλεσμα κρίνουμε πως μάλλον
επρόκειτο για μια από τις καλύτερες
λύσεις, εφόσον διέβλεπε η Σύνοδος τον
εγκλωβισμό της στα στενά της Σκύλας
μιας αμιγώς πνευματικής αντιμετώπισης
του ζητήματος συνάδουσας στη φύση της
και της Χάρυβδης των περίπλοκων δεδομένων
της πραγματικότητας. Θα ήταν μάλλον
άστοχο να υποθέσουμε – και το σενάριο
να συνέβη τοιουτοτρόπως – ότι έγινε
μια μυστική συμφωνία για μια μετριοπαθή
ανακοίνωση, όπως την είδαμε, και για μια
ελεύθερη διαχείριση του θέματος εκ
μέρους των Ιεραρχών σε εξατομικευμένο
επίπεδο. Και τούτο, διότι η Εκκλησία
αντίκειται στο πνεύμα πάσης μυστικιστικής
ή μυστικοπαθούς οργάνωσης και αποφασίζει
με την εν Πνεύματι ελευθερία και διάκριση.
Δεχόμενοι
σε υπόθεση εργασίας ότι λάθεψε η Σύνοδος
στην προκείμενη απόφασή της, εισερχόμαστε
στον φαύλο κύκλο μιας υποχόνδριας και
ψυχαναγκαστικής διαδικασίας κρίσης
και αναζήτησης του ορθού, στο οποίο
πρέπει να κάνουμε υπακοή ως μέλη της
Εκκλησίας. Εννοείται πως η «λαϊκή» κρίση
ούτε καταργείται ούτε υπονομεύεται από
το συνοδικό σύστημα, τουναντίον θα
λέγαμε ότι επιβάλλεται η αδιάλειπτη
διάκριση και νήψη εν πάσι (Β΄ Τιμ. 4:5).
Αυτό όμως δε θα πρέπει να μας οδηγήσει
στην υπέρβαση του μέτρου, στο ανεπαίσθητο
πλην επικίνδυνο σβήσιμο των ορίων και
στην κατάργηση των λειτουργικών
ιεραρχήσεων. Οι επίσκοποι και οι ιερείς
έχουν επωμιστεί το διακόνημα της
διαποίμανσης του Σώματος και μάς
εκπροσωπούν στο πλαίσιο της χαρισματικής
ανακύκλησης της αγαπητικής μας εν Χριστώ
ενότητας και συμφωνίας. Η υποκατάσταση
τους, εκούσια ή ακούσια, συστηματική ή
υπολανθάνουσα, έχει αποδειχτεί κατά
συγκριτικό και στατιστικό πλεόνασμα
αλυσιτελής μέσα στις σελίδες της
εκκλησιαστικής ιστορίας.
Το
αλάθητο στην Εκκλησία ανήκει στο Σώμα
εν συνόλω, όχι σε πρόσωπα και συνόδους,
τοπικές ή οικουμενικές, οι οποίες
πολλάκις κατέληξαν και κατάντησαν
ληστρικές. Αυτό, όμως, δε χορηγεί το
δικαίωμα στο λαϊκό στοιχείο να εξικνείται
σε αυτονομήσεις ούτε σε μεμονωμένους
επισκόπους να θυμούνται κατά το δοκούν
τον Μάρκο Ευγενικό ή τον Θεόδωρο Στουδίτη
και να ανθίστανται στις συλλογικές
αποφάσεις. Σε τελική ανάλυση, το ‘λάθος’
έχει σε πολλές περιπτώσεις μια σχετική
έννοια, όπως και το σωστό. Το σίγουρο
είναι ότι ο Θεός δεν κρίνει αυτόν που
υπακούει στις αποφάσεις των επισκόπων,
των συνοδικών και στον πνευματικό του,
αλλά κρίνει τους τελευταίους. Εξαιρούνται,
εννοείται, ακραίες περιπτώσεις, όπως η
άμεση ή έμμεση προτροπή σε αίρεση και
σχίσμα, οπότε εκ των πραγμάτων καταλύεται
η αγιοπνευματική ενότητα και σχέση
μεταξύ των προαναφερθέντων, αν και σε
πλείστα όσα περιστατικά στα γεροντικά
έκπληκτοι βλέπουμε ‘παράλογες’ υπακοές
που οδηγούσαν σχεδόν νομοτελειακά σε
θαύματα. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο
βιβλίο ‘ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης’
τον διάλογο ανάμεσα στον ηγούμενο Μισαήλ
και στον γέροντα Σωφρόνιο «ότι ο Θεός
δεν κρίνει δυο φορές» και για το μυστήριο
της υπακοής, όπου ο πρώτος
λόγος του πνευματικού είναι το θέλημα
του Θεού.
Και για να έρθουμε λίγο στα δικά μας,
φαίνεται πως ο Πειραιώς δεν «άκουσε»
τον «πρώτο λόγο» της Συνόδου.
Το
της δημοσιότητος επί του προκείμενου
ανάγνωσμα του λαλίστατου μητροπολίτη
φαίνεται πως δεν τέλειωσε ακόμα.2
Δριμύς και καταγγελτικός αυτή τη φορά
κατά της δικαστικής εξουσίας, μέσα στα
πολλά του δίκια, δεν αποφεύγει αυτό που
ευθύς εξαρχής θέλησε να αποτρέψει η
Σύνοδος. Τη διαφήμιση του έργου. Μέσα
από τον πλεονάζοντα ντόρο που συνεχίζει
να κρατεί καλά, μάθαμε άπαντες αισίως
και με λεπτομέρειες το χυδαίο (κατά την
προσωπική μου εκτίμηση) περιεχόμενο
του έργου και, φυσικά, μηδέν εις το
πηλίκον, διότι η κοσμική εξουσία παρέπεμψε
στις καλένδες το ζήτημα, αδειάζοντας
τον μητροπολίτη, που έχει εθιστεί να
μεταβάλλει σε μήνυση το μήνυμα του
χριστιανισμού.
Δεν
ξέρω κατά πόσο πρέπει να αμνηστευθεί η
ομολογιακή πρόθεση όσων ενεπλάκησαν
με το έργο με τον δικό τους τρόπο ο
καθένας και ανέπαυσαν προτάσσοντες την
ιδία συνείδηση από το ‘κρείττον’ θέλημα
του Κυρίου. Είναι, βέβαια, υπό συζήτηση
ποιο είναι το πιο ευάρεστο στον Κύριο
εν προκειμένω, αλλά ευελπιστώ ότι
κατεγράφη η θεολογική
ασφάλεια της υπακοής, της αγάπης, της
προσευχής και της διάκρισης,
όπως φάνηκε και από φωνές σαν αυτήν του
Σιατίστης. Επίσης, εν παρόδω, αξιομνημόνευτη
στην τελευταία ανακοίνωση του Πειραιώς
η επανάληψη των βολών κατά του σιωνισμού
και η τρομοκρατικού χαρακτήρα – πέρα
από την όποια περιεχόμενη αλήθειά της
– σύνδεση της θεοδικίας με την
επικαιρότητα. Άσχετα με τη δική μου
κρίση – άκομψο κάπως εκεί το συλλογιζόμενο
και περίεργο και δεν ξέρω πόσο εύστοχο
για τις προθέσεις του γράφοντος – είναι
σίγουρα υπό ανάλυση το κλείσιμο της
ανακοίνωσης και το εν γένει ύφος της
δια του πρίσματος του σύγχρονου
ποιμαντικού λόγου, της ουσίας και της
απήχησής του.
Μια
και κλείνει κάπου εδώ, ως ευελπιστώ, ο
κύκλος του έργου και των περί αυτό
αντιδράσεων, καλό θα ήταν να ειπωθούν
δυο κουβέντες για το τι θα μπορούσε να
γίνει καλύτερα. Εκτός και αν μας αρέσει
αυτό το χάλι, να ‘αλληλομαχαιρώνονται’
οι ορθόδοξοι επίσκοποι και ένας
αντικειμενικός εξωτερικός παρατηρητής,
ολίγον άσχετος με το εκκλησιαστικό
γίγνεσθαι, να απορεί στο αν υπάρχει
σύμπνοια στους ορθοδόξους χριστιανούς,
το δε χείρον, αν υφίσταται δογματική
σταθερότητα ή ρευστότητα σε θέματα
πίστης. Αυτό, όμως, ως φαίνεται, δεν
πολυνοιάζει κανέναν, αλλά μάλλον αρέσει
στους περισσότερους να αρέσκουν εις
εαυτούς. Τι θα ήταν καλύτερο, λοιπόν;
Προφανώς η Σύνοδος να βγάλει συγκεκριμένη
ανακοίνωση
που να αποτρέπει το ποίμνιό της από
εκδηλώσεις πάσης μορφής βίας και να
προτρέπει σε αποδοκιμασία του έργου
δια μποϊκοτάζ εκ μέρους των πιστών με
τη σαφή αιτιολόγηση πως στην αντίθετη
περίπτωση θα επιτευχθεί ο στόχος απάντων
των απέναντι, δηλαδή η διαφήμισή του.
Και καθώς θα περνούσε, υποθετικά, η εν
λόγω απόφαση και επειδή ταυτόχρονα
είναι θεμιτό (και εν πολλοίς ευκταίο
και αναγκαίο) να υπάρχουν οι αντιπολιτευτικές
θέσεις και τάσεις, θα μπορούσαν αυτές
να καταγραφούν στη συνοδική ανακοίνωση
και οι φορείς τους να ‘διαχωρίσουν’
τη θέση τους και να τονίσουν στα δικά
τους και μόνο ποίμνια,
στην οικεία και μόνο επισκοπική
δικαιοδοσία –
άντε καθ’ υπέρβασιν και οικονομίαν και
στο διαδίκτυο! – την ασυμφωνία τους,
αλλά συνοδευόμενη από τη ρητή διατύπωση
ότι υπείκουν εν αγάπη και ομονοία στο
θέλημα της πλειοψηφίας – άλλωστε δεν
πρόκειται για δογματικό πρόβλημα.
Το
πιο ωραίο θα ήταν, το πιο ηρωικό, το πιο
αντρίκιο, το πιο έντιμο ενδεχομένως,
ώστε να εξοβελιστεί κάθε πιθανή αντίδραση
και να ικανοποιηθούν όλοι οι ψυχισμοί,
να προβεί σε καταγγελία του έργου – ας
είναι και δι’ ενδίκων μέσων – σύσσωμη
η Ιεραρχία, κυρίως προς την Πολιτεία
(τον μεγάλο φαγοπότη, τον ιταμό λαγωό
και την πονηρή αλεπού των τελευταίων
ετών εν πάσι) και μετά να αφεθεί το ζήτημα
στην κρίση και στην ενέργεια του Θεού,
τις οποίες δε βλέπουμε να έχει σκεφτεί
– άρα, πιθανολογούμε, και να πιστεύει
– κανείς. Υπάρχει και τελευταίο σενάριο:
ακόμα και αν η συνοδική αντίδραση ήταν
πάντη εσφαλμένη ή ενοχλητικά υποτονική,
οι αντιδρώντες μεμονωμένοι επίσκοποι,
αφού ξεκαθάριζαν τη θέση τους με ευγένεια,
να ‘έπνιγαν το δίκιο τους’ και τον
περισσεύοντα ζήλο τους στην ταπείνωση
της υπακοής στην οιαδήποτε τελική
απόφανση των πολλών. Αυτά όλα φυσικά,
εφόσον θέλουμε να μιλάμε για κανονική
πορεία
στην Εκκλησία, που δηλώνει σεβασμό στο
Άγιο Πνεύμα το Οποίο την προσδιορίζει
διαχρονικά. Τα εκ του αντιθέτου έκτροπα
από τους αμέτρητους πλέον πανταχόθεν
γεννώμενους αυτοσχεδιασμούς είναι
ορατά και επαρκώς άχρι τούδε σχολιασθέντα.
Οι
εποχές είναι περίεργες, οι ανακατατάξεις
μεγάλες, οι νοοτροπίες συγκεχυμένες. Ο
Χριστός είναι ανέκαθεν και πολύ
περισσότερο σήμερα το φως του κόσμου.
Αλλά ο Χριστός δεν οράται μόνος, αλλά
εν τη Εκκλησία. Και το συνοδικό σύστημα
στην Εκκλησία δεν είναι πολυτέλεια.
Πρέπει να επαναλειτουργήσει επειγόντως,
ειδικά εν Ελλάδι, διότι οι παρενέργειες
της ανυποστασίας ή της δυσλειτουργίας
του μερικές φορές οδηγούν από σοβαρά
λάθη μέχρι ευτελή παρατράγουδα και δεν
είναι ούτε αισθητικά ευχάριστο να
βλέπουμε την Εκκλησία μας να εκπίπτει
σε ακρότητες και γραφικότητες. Η ευγενής
προθετικότητα δεν αρκεί πάντοτε. Η
ικανότητα και η δυναμικότητα μπορεί να
γυρίσουν μπούμερανγκ στον διαχειριστή
τους. Η ανερμάτιστη, ανεξέλεγκτη και
αδιάλειπτη παρεμβατικότητα καταντά
συνήθως ενοχλητική και αυτοϋπονομευτική.
Η τεχνήεσσα – ενδεικτικά στο εν λόγω
θεατρικό – και η απροκάλυπτη και
προκλητική – π.χ. η εκκλησιαστική
περίθαλψη ενός επισήμως αφορισμένου –
αγνόηση συνοδικών αποφάσεων και η
υπέρβαση (ποικίλη εισπήδηση) των κανονικών
επισκοπικών δικαιοδοτικών ορίων
συνιστούν επικίνδυνες παραβάσεις και
πνευματικά ατοπήματα και εγείρουν
σοβαρότατα εκκλησιολογικά προβλήματα
που χρήζουν θεραπείας. Το καλό που θα
προκύψει από την εφαρμογή του κανονικού
εκκλησιαστικού δικαίου θα έχει ιαματικά
αποτελέσματα σε συλλογικό και σε ατομικό
επίπεδο – ο νοών νοείτω. Διότι πρόθεση
όλων – και του γράφοντος εδώ – πρέπει
να είναι η καυτηρίαση του κακού και όχι
η καταδίκη των προσώπων, η καταγγελία
των αμαρτημάτων και των πεπλανημένων
νοοτροπιών και πρακτικών και όχι ο
αφορισμός, αλλά η θέωση των ανθρώπων.
Κ.Ν.
27/10/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου