Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση. Στο αναστοχαστικό πλαίσιο της επετείου εντάσσεται και το ομώνυμο συνέδριο που συνδιοργάνωσε η «Καθημερινή» τον περασμένο Μάρτιο, όπου επιχειρήθηκε με έναν διαλεκτικά πρωτότυπο τρόπο να προσεγγιστεί απολογιστικά η Μεταπολίτευση, με τις ποικίλες συνεπαγωγές και τα ιστορικά συμφραζόμενά της. Κατ’ αρχάς, αναγκαία προβάλλει η εννοιολογική διασάφηση του όρου, ο οποίος διακρίνεται για την αμφισημία του. Ετσι, Μεταπολίτευση νοείται τόσο η στιγμή της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία όσο και η περίοδος από την πτώση της δικτατορίας (1974) μέχρι σήμερα, η οποία πάντως και αυτή δεν είναι αδιαίρετη (Στ. Καλύβας, "Καθημερινή", 9.6.2024). Σε κάθε περίπτωση, τα αποτυπώματά της είναι ευδιάκριτα στην Πολιτεία, στη δημόσια διοίκηση και γενικώς στην ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, στασιάζεται εάν η μεταβολή της 23ης Ιουλίου 1974 άσκησε οποιαδήποτε επίδραση και στον εκκλησιαστικό οργανισμό…
Στη συνάφεια αυτή έχει υποστηριχθεί, μάλλον αφοριστικά, ότι «η Εκκλησία είναι ο μόνος θεσμός στον οποίον δεν συνέβη Μεταπολίτευση [καθώς αυτή] δεν άγγιξε τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας» (Α. Λιάκος, «Το Βήμα», 20.3.2005) ή ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν γνώρισε τη Μεταπολίτευση με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση που αυτή εκδηλώθηκε σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής (Ι. Μ. Κονιδάρης, «Το Βήμα», 21.4.1996). Βρίσκω τη δεύτερη, ευεξήγητη πάντως, προσέγγιση πιο ρεαλιστική.
Είναι γεγονός ότι η άφιξη του Κ. Καραμανλή από το Παρίσι τον Ιούλιο 1974 βρήκε την Εκκλησία της Ελλάδος να διάγει μία περίοδο οιονεί κανονικότητας, με την ανάρρηση στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του από Ιωαννίνων Σεραφείμ [Τίκα], ο οποίος μάλιστα τον όρκισε πρωθυπουργό και να έχει ήδη αποκαταστήσει τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι οποίες είχαν διασαλευθεί κατά τη δικτατορία επί αρχιεπισκοπίας του Ιερωνύμου [Κοτσώνη]. Η πραγματικότητα αυτή αποκτά ιδιαίτερη αξία, καθώς η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας συνάπτεται άμεσα με τη διασφάλιση της σταθερότητας και της ηρεμίας σε κρίσιμους θεσμούς, με επιρροή στην κοινωνία, όπως η Εκκλησία (Χ. Ανδρεόπουλος, 2017).
Στη λογική αυτή εντάσσεται η θέση σε ισχύ του πρώτου Συντάγματος της Μεταπολίτευσης (1975), το οποίο περιλαμβάνει ασφαλώς ειδική μέριμνα για την τυπολογία των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, καθώς και η ψήφιση, έπειτα από μία διετία (1977), του πρώτου μεταπολιτευτικού Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αν και το οριστικό κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος περιείχε ρηξικέλευθες ρυθμίσεις για τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, που στόχευαν στην εκκοσμίκευση του τελευταίου, η κρισιμότητα της ιστορικής συγκυρίας που διερχόταν η χώρα μετά τη δικτατορία και η ανάγκη να διατηρηθεί η θρησκευτική ενότητα του λαού, επέβαλαν μια αυτοσυγκράτηση στην καινοτομία των ρυθμίσεων που τελικώς προκρίθηκαν, χωρίς πάντως αυτό να αναιρεί τον θρησκευτικό φιλελευθερισμό του συνταγματικού κειμένου. Από την άλλη, ο νέος Καταστατικός Χάρτης υπήρξε, κατά κοινή ομολογία, ο καλύτερος απ’ όσους προηγήθηκαν και αποτέλεσε «ίσως μικρόν, αλλά προοδευτικόν βήμα προς περαιτέρω χειραφέτησιν» της Εκκλησίας από την Πολιτεία, η οποία συνιστά αναγκαίο όρο για την αρμονική συνύπαρξή τους.Επομένως, το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση και τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας απελευθέρωνε –έστω με εύλογη διστακτικότητα, από τον σφιχτό εναγκαλισμό– και τις βάσεις για την αυτονομία και τον εκδημοκρατισμό της Εκκλησίας έθετε. Ωστόσο, υπάρχουν τομείς της εκκλησιαστικής ζωής και δράσης όπου ο μεταπολιτευτικός άνεμος της ανανέωσης δεν έπνευσε με την ίδια ένταση και ορμή. Χαρακτηριστικά, πλην ενδεικτικά, παραδείγματα αποτελούν η συμμετοχή αιρετού λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας και το πλαίσιο που διέπει την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, το τέλος της «Μεταπολίτευσης» δεν έχει ακόμη σημάνει για την Εκκλησία…
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.
* * Αρθρο στην Eφημ. "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 19.07.2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου