Tου Κώστα Νούση,
Φιλολόγου - Θεολόγου (M.Th)
Πολύ φοβάμαι
ότι σχεδόν πάντοτε ένα πρόβλημα συνιστά αυτό ακριβώς που λέει η λέξη. Μια
προβολή δηλαδή ενός ετέρου, βαθύτερου ζητήματος. Αυτός ο κανόνας φαίνεται να
ισχύει και στην περίπτωση του πρόσφατου αλαλούμ για το μάθημα των θρησκευτικών.
Αφορμή για την τριτολογία αποτέλεσε και πάλι η επικαιρότητα: ένα σχετικό συμβάν
που μου γνωστοποιήθηκε και η επανάγνωση ενός βιβλίου (ο τρόμος του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα, π. Νικολάου
Λουδοβίκου, εκδ. Αρμός, 2009).
Έμαθα λοιπόν
μια αστεία ιστορία, που μαρτυρεί το μέγεθος της νεοελληνικής αφασίας,
εγγιζούσης τα όρια του τραγέλαφου. Σε δημοτικό σχολείο της περιοχής, η κυρά
δασκάλα «τιμώρησε» γονείς και μαθητές, παιδάκια δηλαδή, που επέστρεψαν στο
σχολείο ή αρνήθηκαν να παραλάβουν τα νέα εγχειρίδια των θρησκευτικών. Κάποιοι
μάλιστα από τους γονείς, μέλη πιστά της Εκκλησίας, είναι και οι ίδιοι
εκπαιδευτικοί. Από πού να αρχίσω, λοιπόν, και πού να σταματήσω; Από τη
δασκαλίτσα; Από τους θρησκευομένους γονείς; Προκειμένου να αποφύγω κάθε
αρνητικό σχολιασμό, θα αρκεστώ σε μια ερώτηση: διάβασε κανείς από όλους αυτούς ολόκληρα και σοβαρά τα νέα εγχειρίδια ή,
μήπως, απλά ακροάστηκε τη «μαγική» φωνή του συρμού ή την ομώνυμη κάποιου
πνευματικού πατρός (παραδοσιακού εννοείται!);
Το πρόβλημα,
όπως ανέφερα εξαρχής, είναι καταρχήν πολύ βαθύτερο και δεν έχει σχέση με τα
καημένα τα εγχειρίδια, τα οποία ούτως ή άλλως, μοναχά από την τιτλοφόρησή τους
(φάκελος), δείχνουν πως πρόκειται για
μεταβατικό στάδιο πριν από τη συγγραφή νέων και αρτιότερων βιβλίων ή και πριν
από ένα οριστικό καταστάλαγμα της μακράς έως τούδε συζήτησης για την ταυτότητα
και τον χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών. Και ας μιλήσουμε έξω από τα
δόντια: η αγραμματοσύνη μας (όσον αφορά την Παιδεία) και η εκκοσμίκευση και
απορθοδοξοποίησή μας (όσον την Εκκλησία και την κοινωνία), αυτά είναι τα
προβλήματά μας και τα άλλα όλα είναι διαμάχες περί όνου σκιάς.
Οι
εκπαιδευτικοί στα σχολεία – μιλάω ως αυτόπτης και αυτήκοος – σνομπάρουν τα
παιδιά για την αγραμματοσύνη τους, λησμονώντας ότι και οι ίδιοι φέρουν μερίδιο
για τούτο το κατάντημα. Ο κλήρος είναι κατώτερος των περιστάσεων. Φιλαργυρία,
εκκοσμίκευση, ερωτικά σκάνδαλα, επαγγελματισμός: με αυτά απομακρύνουν το
εκκλησίασμα από την πίστη στον Χριστό και το παραδίδουν στις αιρέσεις και στην
αθεΐα. Τα κατηχητικά υπολειτουργούν έως αφανίζονται. Ο φονταμενταλισμός και ο
θεολογικός επαρχιωτισμός καλά κρατούν ακόμη (βλέπε π.χ. τη συμπόρευση της
εκκλησιαστικής ηγεσίας με τις ευσεβιστικές παρεκκλησιαστικές οργανώσεις μετά και παρά τη θεολογική αφύπνιση από
τη γενιά του ’60 και δώθε!). Η πολιτική ηγεσία του τόπου, εξάπαντος κατ’ εικόνα
των κυβερνωμένων: αγνωστικιστές, εκκλησιομάχοι, διεφθαρμένοι (οι εξαιρέσεις
απλά επιβεβαιώνουν τον δυσειδή κανόνα). Πώς με αυτά τα «γονικά» πρότυπα να
διδαχθεί Χριστό και αρετή η νέα γενιά; Προτιμά να σκύβει πάνω από τις οθόνες
των ταμπλετοκινητών και να ξεχνιέται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της
γενικότερης αφασίας…
Ποιο είναι το
αλάτι να συγκρατήσει τη σήψη; Μα φυσικά η αγιότητα, η ορθόδοξη θεολογία και
ιδιαίτατα ο συνδυασμός τους. Αυτό είναι η οντολογία της εκκλησιαστικής ζωής,
που αναστέλλει και θεραπεύει τη δαιμονική και κοσμική σήψη. Ας περάσουμε όμως
λίγο στις διαπιστώσεις του παπα Νικόλα από το προαναφερθέν βιβλίο: «έχω
αναφερθεί επανειλημμένως στην τεράστια, σχεδόν παραδειγματική, κρίση θεωρίας που σοβεί στον νεοελληνικό
στοχασμό εν γένει και ιδιαίτατα στον θεολογικό. Και τούτο διότι, πολύ
περισσότερο απ’ τη φιλοσοφία, η θεολογία δεν παραχωρείται εύκολα στους λογής,
ακαδημαϊκούς και μη, πολιορκητές της […] Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι
θεολόγοι στην Ελλάδα είναι συχνά και άνθρωποι βαριά πληγωμένοι, πνευματικά και
ψυχικά. Και δικαίως, μια και πολυάριθμες κακές
θεολογίες ξεβράστηκαν στον τόπο,
τσακίζοντας το εκκλησιαστικό κήρυγμα, τυφλώνοντας την ποιμαντική πράξη,
γελοιοποιώντας, νομικιστικά ή ηθικιστικά, την (κακώς λεγόμενη) ‘πνευματική’
ζωή. Εκστατισμοί και καταποντισμοί του φυσικού, αθεολόγητες μέχρις αλλοφροσύνης
υπακοολογίες που τσακίζουν χωρίς να παιδαγωγούν το θέλημα, εξωκοσμικοί,
αλλοκοσμικοί, τριτοκοσμικοί…» (σ. 115-117).
Ποιος, λοιπόν,
θα γράψει και ποιος θα διδάξει το ευαίσθητο μάθημα των ορθόδοξων θρησκευτικών
στη χώρα μας; Ιδού η απορία και μάλλον η πεμπτουσία του προβλήματος. Δεν
χρειάζεται να το μεταθέτουμε – με όρους ψυχολογίας μιλώντας – σε άψυχα
αντικείμενα, όπως στην ουσία είναι τα εγχειρίδια. Το πρόβλημα εστιάζεται στο
αλάτι που δυσκολεύεται πια να αλατισθεί (Ματθ. 5, 13). Και εδώ το θέμα δεν
μπορεί παρά να μας ανησυχεί ιδιαίτερα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου