Η εισήγηση του πρώην Προέδρου του ΠΑΣΟΚ και συνταγματολόγου καθηγητή της Νομικής του Α.Π.Θ. στην ημερίδα του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου ΚΑΙΡΟΣ (Φεβρουάριος 2016) με θέμα: «Μάθημα Θρησκευτικών και Δημόσιος Χώρος»
Χαίρομαι που βλέπω διάφορους φίλους και συναδέλφους από την «περίσεμνο» των Θεολόγων Σχολή που βρίσκεται στην ίδια γειτονιά της Πανεπιστημιούπολης του ΑΠΘ με τη «διάσημη» των Νομοδιδασκάλων Σχολή στην οποία ανήκω. Το ότι η μία αυτοχαρακτηρίζεται «διάσημη» και η άλλη «περίσεμνος» στη καθομολόγηση των διδακτόρων της κάτι σημαίνει για τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα πράγματα αφενός οι θεολόγοι, αφετέρου οι νομικοί! Το λέω αυτό προφανώς αστειευόμενος. Χαίρομαι που έχετε επιλέξει ως χώρο διεξαγωγής της ημερίδας σας το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, και μάλιστα το δεύτερο κτήριό του για το οποίο έχω πολύ αγωνιστεί, και χαίρομαι γιατί έχει ενσωματωθεί στον ιστό της πόλης και το χρησιμοποιείτε για τέτοιου είδους δραστηριότητες.
Ο καθηγητής Π. Βασιλειάδης, παλιός συνάδελφος και φίλος, με πολλή ευγένεια και επιμονή, μου ζήτησε να έρθω να σας παρουσιάσω μερικές σκέψεις, όχι κομματικού, αλλά σίγουρα πολιτικού χαρακτήρα. Θα ήθελα όμως να σας πω μερικά πράγματα υπό την ιδιότητα μου την επιστημονική ως Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και από την εμπειρία μου από το Συμβούλιο της Ευρώπης τα χρόνια της κυβερνητικής μου θητείας τώρα δε από την υποεπιτροπή της Κοινοβουλευτικής του Συνέλευσης που είναι αρμόδια για την εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της οποίας είμαι μέλος.
Όπως ξέρετε, η συζήτηση για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών είναι μακρότατη και στη χώρα μας[1] και παγκοσμίως[2]. Αρκεί να σας πω ότι τα τελευταία 30 χρόνια, η διδασκαλία των Θρησκευτικών αποτελεί ένα από τα μόνιμα πεδία συζήτησης της Διεθνούς Ένωσης Συνταγματικού Δικαίου. Στη συζήτηση αυτή έχουν ειπωθεί τα πάντα και έχει διαμορφωθεί μια τυπολογία μορφών διδασκαλίας των Θρησκευτικών από μια νομική οπτική γωνία και όχι απλώς μέσα από μία παιδαγωγική προσέγγιση με την οποία είστε εξοικειωμένοι.
Ως εκ τούτου, μπορούμε να πάμε κατευθείαν στο κρίσιμο ερώτημα: εάν είναι ανεκτό κατά το Σύνταγμα, κατά το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο και κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία ένα μάθημα Θρησκευτικών το οποίο έχει ομολογιακό/κατηχητικό χαρακτήρα, με διασφαλισμένο πλήρως το δικαίωμα εξαίρεσης του μαθητή, ή αν αυτό είναι συνταγματικά απαγορευμένο και πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε ένα πολιτειοκρατικού χαρακτήρα μάθημα, το οποίο άρα θα έχει έντονα θρησκειολογικό περιεχόμενο και υπό το δεδομένο αυτό, αν μπορούμε πράγματι να φτάσουμε σε ένα μοντέλο μαθήματος που θα είναι παντελώς υποχρεωτικό, με απαγορευμένη ή πολύ δύσκολη την εξαίρεση.
Είδα και τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, το curriculum όπως έχει δημοσιευτεί από τον Ιανουάριο του 2015, και για τη διδασκαλία στο Λύκειο αλλά και για τη διδασκαλία στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, δηλαδή τα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Από την απλή ανάγνωση του curriculum που προτείνεται, αλλά και από αυτά που είπε ο εισηγητής της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου, φαίνεται να διαγράφεται ένα μοντέλο ανοικτού μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο έχει έντονη θρησκειολογική διάσταση, η οποία κλιμακώνεται από τις μικρότερες τάξεις προς τις μεγαλύτερες, αλλά που εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να αποβάλει ούτε τον χριστιανικό ούτε τον ορθόδοξο χαρακτήρα του. Διδάσκεται από καθηγητές της Θεολογίας που έχουν σπουδάσει σε μία Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή και βεβαίως απευθύνεται σε μία κοινωνία, η οποία κατά συνταγματικό τεκμήριο ανήκει, στη μεγάλη της πλειονότητα, στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία[3].
Άρα πρόκειται για τη διδασκαλία Θρησκευτικών σε μία κοινωνία «πλειοψηφικής ορθοδοξίας», που είναι μία εμπειρία τελείως διαφορετική από την εμπειρία που ζει η ελληνική διασπορά ως εκφραστής μίας «μειοψηφικής ορθοδοξίας» σε πάρα πολλά μέρη στον κόσμο. Μέρη στα οποία υπάρχει ουδετερόθρησκο κράτος, υπάρχει κράτος λαϊκό, με την έννοια του secular, του laic, ακόμα και κράτος το οποίο μπορεί να έχει αντικληρικαλικές τάσεις και παράδοση ή μπορεί να υπάρχει και κράτος με επίσημη κρατική θρησκεία, αλλά με θρησκευτικό φιλελευθερισμό, όπως είναι η περίπτωση των ευαγγελικών Σκανδιναβικών κρατών.
Η μελέτη της νομολογίας μόνο των ελληνικών δικαστηρίων δε μας οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Το ΣτΕ[4] ήδη από τη δεκαετία του ’80 έχει προστατεύσει το μάθημα των Θρησκευτικών θεμελιώνοντάς το στο άρθρο 16, παράγραφος 2 του Συντάγματος, το οποίο ήδη από τότε, ήδη από τη δεκαετία του ’90, το ερμηνεύει με έναν καταβάση σωστό συστηματικά τρόπο. Ναι μεν η παιδεία, που είναι βασική αποστολή του κράτους, έχει μεταξύ των συνταγματικών σκοπών της την καλλιέργεια της θρησκευτικής και εθνικής συνείδησης, αλλά είναι προφανές ότι αυτή η θρησκευτική συνείδηση είναι η ελεύθερη κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος συνείδηση. Αυτό το λέει ρητά και το προοίμιο της Υπουργικής Απόφασης για το πρόγραμμα διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Λύκειο. Τα πάντα ανάγονται σε τελική ανάλυση στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Όμως δεν μπορούμε να επιχειρήσουμε καμία ερμηνεία του Συντάγματος, η οποία είναι αδιάφορη για το τι συμβαίνει στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο επίπεδο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για να το πω απλά, είμαστε υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε το σχήμα της σύμφωνης με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της σύμφωνης με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή με τις αξίες και αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ερμηνείας του Συντάγματος.
Όσες φορές ο εθνικός δικαστής δεν ερμήνευσε το Σύνταγμα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση και σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο οδηγήθηκε σε λάθη και ταπεινώθηκε νομολογιακά, γιατί εξέθεσε τη χώρα σε παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ή του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, που καταλογίστηκαν δικαστικά. Το πιο επίκαιρο παράδειγμα είναι η ερμηνεία του άρθρου 14 παράγραφος 9 του Συντάγματος για τον πλουραλισμό στα μέσα ενημέρωσης και για τον λεγόμενο βασικό μέτοχο.
Όταν καταρτίστηκε αυτή η διάταξη, είχα πει σε όλους τους τόνους στη Βουλή ως εισηγητής της αναθεώρησης του 2001, ότι προσέξτε, αυτά όλα θα ερμηνευτούν σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έτσι και έγινε τελικά.
Το Σύνταγμά μας δεν κατοχυρώνει μεν ρητά ένα δικαίωμα όπως αυτό του άρθρου 2 του προσθέτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αλλά πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνεται στο Σύνταγμα, απορρέει από το άρθρο 13 και από το άρθρο 5 παράγραφος 1. Και βεβαίως από το άρθρο 28 παράγραφος 1 που συνιστά το συνταγματικό θεμέλιο της σχετικά αυξημένης ισχύος των διεθνών συμβάσεων που έχουν κυρωθεί με τυπικό νόμο, αλλά και των παραγράφων 2 και 3 του ίδιου άρθρου σε συνδυασμό με την ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 28 που συνθέτουν το θεμέλιο της συμμετοχής της χώρας μας στην ευρωπαϊκή ενωσιακή έννομη τάξη και τη δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Άρα ναι μεν η παιδεία και η καλλιέργεια της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης είναι αποστολή του κράτους (άρθρο 16 παρ. 2), αλλά δικαίωμα των γονέων και κηδεμόνων είναι να καθορίζουν την εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, όπου πεποίθηση βέβαια είναι ένα σύστημα αντιλήψεων με συνεκτικό, συστηματικό και σταθερό χαρακτήρα, αλλά μη ελεγχόμενο ως προς την ειλικρίνεια και τη σοβαρότητα της σχετικής δήλωσης, αφής στιγμής αυτή γίνει. Δεν μπορεί να ελεγχθεί η εσωτερική συνέπεια και σταθερότητα των πεποιθήσεων. Δηλαδή, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, δεν μπορεί να ελεγχθεί συνταγματικά και γενικότερα νομικά το ζήτημα του a la carte πιστού, αγνωστικιστή, άθρησκου, άθεου κοκ που δηλώνει επιθυμία εξαίρεσης του παιδιού του από το μάθημα των θρηςκευτικών στη Β´ τάξη του λυκείου ενώ δεν το είχε κάνει στην Α’ τάξη ή στο γυμνάσιο. Το ίδιο ισχύει και ως προς τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις.
Η a la carte ορθοδοξία, για παράδειγμα, μας δίνει το φαινόμενο ενός ζευγαριού που επιλέγει να μην παντρευτεί, αλλά να κάνει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης και μετά να βαπτίσει τα παιδιά του και μετά ή ταυτοχρόνως με τη βάπτιση να τελέσει και θρησκευτικό γάμο ή ενός πιστού ο οποίος ενεργοποιεί την πίστη του τη Μεγάλη Πέμπτη και τη Μεγάλη Παρασκευή ή ανάβει ένα κερί στην Ανάσταση. Επιθυμεί εκκλησιαστική εξόδιο ακολουθία και αποτέφρωση κοκ. Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να ενοχλεί την Εκκλησία, μπορεί να είναι ένα πνευματικό ζήτημα το οποίο θα το αντιμετωπίσει ο πνευματικός και εν τέλει ο επιχώριος επίσκοπος, αλλά δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει η Πολιτεία. Για την Πολιτεία, το φαινόμενο του a la carte πιστού ή του ατόμου που μεταβάλλει τις απόψεις του και το σύστημα πεποιθήςεων του είναι κι αυτό ένα από τα ενδεχόμενα τα οποία προκύπτουν μέσα σε μία σύγχρονη πλουραλιστική κοινωνία με τις αντιφάσεις της που εκδηλώνονται άλλωστε πρωτίστως εκλογικά και γενικότερα πολιτικά.
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[5] – η οποία είναι και η πιο κρίσιμη – νομίζω ότι είναι πάρα πολύ σαφής ως προς τα θέματα αυτά και φοβούμαι ότι το 2012 παρερμηνεύθηκε από το Διοικητικό Εφετείο Χανίων. Η απόφαση 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, προήλθε από μία οικονομία δίκης, που δεν περιελάμβανε ως διαδίκους αυτούς που έχουν το δικαίωμα που θεμελιώνεται στο άρθρο 2 του προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δηλαδή τους γονείς και κηδεμόνες. Έκρινε μία αίτηση ακύρωσης που υπέβαλαν θεολόγοι καθηγητές κατά του Περιφερειακού Διευθυντού Εκπαίδευσης (κατά του Υπουργού Παιδείας δηλαδή) για την παράλειψη του να ρυθμίσει κανονιστικά με ολοκληρωμένο τρόπο την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών. Η οικονομία της δίκης δεν επέτρεπε συνεπώς να αναπτυχθούν τα κρίσιμα επιχειρήματα. Είδα όμως στο εκτενές σκεπτικό της απόφασης να περιλαμβάνεται παρανάγνωση του γράμματος και του πνεύματος της νομολογίας του Στρασβούργου. Ας πάρουμε τη νορβηγική απόφαση του 2007, τη Folgero κατά Νορβηγίας[6], που είχε προεικονισθεί – για να χρησιμοποιήσω μία θεολογική έκφραση – στην ελληνική υπόθεση Βαλσάμης κατά Ελλάδος[7] και επανελήφθη στις αλεβίτικες τουρκικές υποθέσεις, δηλαδή στη Zengin κατά Τουρκίας[8] και στην πιο πρόσφατη Yalcin κατά Τουρκίας[9] που δημοσιεύθηκε πριν από μερικούς μήνες, το Φεβρουάριο του 2015. Αυτή η απόφαση λοιπόν στις κρίσιμες σκέψεις (98 και 99) λέει ότι και από ένα μάθημα το οποίο είναι εντονότατα θρησκειολογικό, ένα μάθημα που είναι θρησκειολογικό με στοιχεία κοινωνιολογίας και ηθικής, ένα μικτό μάθημα, ανθρωπιστικό, δεν αποκλείεται το δικαίωμα εξαίρεσης. Το οποίο πώς ασκείται; Το δικαίωμα εξαίρεσης ορισμένοι νομίζουν ότι ασκείται όπως ασκείται το δικαίωμα του αντιρρησία συνείδησης να αρνηθεί να αναλάβει όπλα.
Εδώ όμως δεν πρόκειται για μία εξαίρεση από μια συνταγματική υποχρέωση π.χ. συμβολής στην άμυνα του κράτους των δυναμένων να φέρουν όπλα. Αυτό που κάνει ο γονιός (ή ο ενήλικας μαθητής) δεν είναι εξαίρεση από συνταγματική υποχρέωση, αλλά άσκηση ρητού δικαιώματος συνταγματικής και διεθνούς περιωπής να καθορίζει την εκπαίδευσή του παιδιού του (ή του εαυτού του ο ενήλικας) με βάση τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις του. Δεν μπορείς λοιπόν να τον καλέσεις να αποδείξει ότι δεν είναι χριστιανός, ότι δεν είναι ορθόδοξος και έτσι εξαιρείται. Όχι, εξαιρείται άμα τη δηλώσει του. Αυτό με πολύ σαφή τρόπο το είπε και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σε δύο αποφάσεις της, μία ήδη από το 2002[10], την οποία επανέλαβε πολύ πρόσφατα το 2015[11]. Η Αρχή έχει πει ότι, η δήλωση πως «θέλω να απαλλαγώ λόγω πεποιθήσεων», δεν παραβιάζει την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αλλά αυτή η δήλωση. Όχι η εξειδίκευσή της, όχι η δήλωση «δεν είμαι χριστιανός, δεν είμαι ορθόδοξος», ούτε ο έλεγχός της, διότι αυτό θα συνιστούσε πράγματι προσβολή ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου.
Να σας δώσω ένα παράδειγμα, προκειμένου να φανεί τί σημαίνει αυτό. Φανταστείτε μία σχετικά μικρή κοινωνία, ή μία κοινωνία η οποία ζει στο ρυθμό κάποιων αντιλήψεων της τοπικής Εκκλησίας, που ζητά από το σχολείο να πάρει τα ονόματα των εξαιρεθέντων μαθητών και αποκλείει τους γονείς τους και αυτούς από δραστηριότητες λατρευτικές, διότι θεωρεί ότι δεν είναι πιστοί, δεν είναι πιστοί ολοκληρωμένοι, με μία πίστη η οποία είναι ολιστική. Αυτό είναι μία discrimination, μία προσβολή της προσωπικότητας η οποία είναι προφανής. Δεν μπορεί συνεπώς ο διευθυντής του σχολείου ή ο καθηγητής να δώσει τα ονόματα αυτά και δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ούτε ο ιερέας της ενορίας, ούτε ο επιχώριος επίσκοπος, διότι παραβιάζει προσωπικά δεδομένα και διότι κάποιοι από τους εξαιρεθέντες μπορεί να έχουν μία άλλη αντίληψη, δηλαδή να έχουν την αντίληψη ότι είναι μέλη της Εκκλησίας. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που θα κριθεί ενδοεκκλησιαστικά, δεν αφορά την Πολιτεία και εδώ μιλάμε για το σχολείο ως μία πολιτειακή λειτουργία, μιλάμε για μία δραστηριότητα του κράτους, δε μιλάμε για μία δραστηριότητα της Εκκλησίας, ακόμα και αν ο καθηγητής ή ο διευθυντής είναι κληρικός και μπορεί να βρεθεί προ σοβαρού διλήμματος, προ συγκρούσεως καθηκόντων. Τοποθετούμεθα συνεπώς στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου που σέβεται και προστατεύει τα δικαιώματα και στο πλαίσιο μίας πλουραλιστικής αντίληψης η οποία είναι συνταγματικώς και διεθνώς κατοχυρωμένη και εκτός πάσης συζήτησης.
Βεβαίως έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως και για κάθε κοινωνία, γιατί αποκαθιστά την πλήρη εικόνα της πολιτισμικής μας ταυτότητας, της ιστορίας μας. Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι αποκαθιστά το corpus της ελληνικής γλώσσας. Δεν μπορείς να έχεις πλήρη αίσθηση της ελληνικής γλώσσας, που είναι το σώμα του πολιτισμού μας, εάν δεν διαβάσεις πχ τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος. Ο μισός λεξικολογικός πλούτος των μεσαιωνικών ελληνικών περιλαμβάνεται στις ακολουθίες της Μεγάλης Πέμπτης, του όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής. Προφανώς, έχετε συζητήσει πάμπολλες φορές για το τι ήθελε να κάνει ο Ζακ Λαγκ με την εισήγηση που ανέθεσε στο Ρεζί Ντεμπρέ στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας με κοσμικό χαρακτήρα όπως η Γαλλία. Προφανώς δεν μπορείς να καταλάβεις πλήρως τις εξελίξεις από την αρχιτεκτονική μέχρι τη γλώσσα, δεν μπορείς να συγκροτήσεις την ταυτότητά σου, δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις την ιδιοσυστασία σου χωρίς αναφορά στη θρησκεία και την Εκκλησία. Όμως αυτό στο σχολείο, που είναι κρατική ευθύνη, πρέπει να γίνει σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
Άρα, ανοικτό, σύγχρονο και ελκυστικό μάθημα θρησκευτικών, μάθημα που τραβά την προσοχή του μαθητή, που αναπτύσσει την προσωπικότητά του και την κριτική του σκέψη, μάθημα με έντονα θρησκειολογικά στοιχεία αλλά που δεν μπορεί να μην έχει χριστιανικό και ορθόδοξο περιεχόμενο, γιατί διαφορετικά θα ψεύδεται. Είναι όμως προτιμότερο να λέει την αλήθεια παρά να ψεύδεται και να εμφανίζεται ως δήθεν ουδέτερο και «αντικειμενικά» θρησκειολογικό ενώ θα υφέρπει η σύνδεση του με τον Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία. Θρησκειολογία δεν είναι άλλωστε ο πρόχειρος συγκρητισμός ή ένας άτεχνος δεϊσμός. Το μάθημα των θρησκευτικών δεν μπορεί βεβαίως να είναι κατηχητικό μάθημα, ούτε μπορεί να ορίζεται ως ομολογιακό με την θεολογική έννοια του όρου. Το σχολείο είναι κρατική δραστηριότητα και όχι εκκλησιαστική. Το μάθημα των θρησκευτικών έχει τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζει όχι η εκκλησία της επικρατούσας θρησκείας, αλλά ο κρατικός νόμος στο πλαίσιο μιας συνταγματικής αντίληψης περί επικρατούσας θρησκείας που, όπως ξέρετε, είναι η θρησκεία της πλειοψηφίας, για την ακρίβεια η εκκλησία της θρησκείας της πλειοψηφίας και όχι η επίσημη κρατική θρησκεία ή η πολιτειοκρατικά επιβεβλημένη και υποχρεωτική θρησκεία. Ο σκοπός του άρθρου 3 του Συντάγματος – το τονίζω εν παρόδω – δεν είναι να περιορίσει τη θρησκευτική ελευθερία, ο σκοπός ο ιστορικός και κανονιστικός, του άρθρου 3, είναι να κατοχυρώσει τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μόνο για το λόγο αυτό υπάρχει το άρθρο 3 ιστορικά στα Ελληνικά Συντάγματα. Για να κατοχυρωθεί στην αρχή ο τόμος του 1850 και στη συνέχεια και η συνοδική πράξη του 1928 και ο τρόπος συγκρότησης της Ιεράς Συνόδου και τα πολλαπλά εκκλησιαστικά καθεστώτα που υπάρχουν στην ελληνική επικράτεια.
Το τι σημαίνει μάθημα θρησκευτικών ανοικτό, σύγχρονο, θα το ορίσετε εσείς που έχετε τα τεκμήρια της επιστημονικής και παιδαγωγικής γνώσης. Οι ειδικοί επιστήμονες και παιδαγωγοί αντιλαμβάνονται τι σημασία έχει να αναδειχθεί η ορθόδοξη παράδοση και η σύγχρονη χριστιανική μαρτυρία σε ένα κόσμο πολύπλοκο και απειλητικό που πρέπει να βρει δρόμους προς την καταλλαγή και την ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών και των θρησκευτικών κοινοτήτων, με στόχο την αποτροπή του θρησκευτικού φονταμενταλισμού που λειτουργεί ως αφετηρία για την διατύπωση ρατσιστικού και ξενοφοβικού λόγου και για την ενθάρρυνση πράξεων βίας.
Άλλωστε η καταδίκη του λόγου μίσους, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της μισαλλοδοξίας κάθε είδους συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής πρέπει να είναι αντικείμενο ενός μαθήματος δημοκρατικής παιδείας που εξοικειώνει τους μαθητές με τις αρχές και τις πρακτικές του δημοκρατικού πολιτεύματος, του κράτους δικαίου, της πολυφωνίας, της ανεκτικότητας. Η δε ενημέρωση του μαθητή για τα αίτια των πολεμικών συρράξεων όχι μόνο στην Αφρική ή την Ασία αλλά και στην Ευρώπη, στα οποία δυστυχώς συμπεριλαμβάνεται ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, πρέπει να είναι αντικείμενο ενός μαθήματος εισαγωγής στις διεθνείς σχέσεις και την οργάνωση και λειτουργία της διεθνούς κοινωνίας.
Ως νομικός πρέπει να τονίσω ότι σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα εξαίρεσης από το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να μπορεί να ασκείται με απλό και εύκολο τρόπο. Άλλωστε θα ήταν μάταιο να γίνει οτιδήποτε άλλο. Αν μπείτε στη βάση δεδομένων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και βρείτε τις αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκα, ας πούμε την απόφαση Folgero και διαβάσετε προσεκτικά τις σκέψεις 98 και 99, θα δείτε πώς τίθεται το ζήτημα αυτό ακριβώς. Στη Νορβηγία – το επαναλαμβάνω – επρόκειτο για ένα εξόχως θρησκειολογικό μάθημα που συνδυάζονταν με αρχές φιλοσοφίας και ηθικής. Όμως και από ένα μάθημα ηθικής υπάρχει δικαίωμα εξαίρεσης, και από ένα μάθημα καθαρά φιλοσοφικού περιεχομένου υπάρχει δικαίωμα εξαίρεσης γιατί κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 του προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ το δικαίωμα του γονιού και του κηδεμόνα και επί των φιλοσοφικών πεποιθήσεων του παιδιού. Συνεπώς δεν μπορείς να τον δελεάσεις με την «απειλή» της υποκατάστασης, να πεις ότι όχι, θα πας εσύ τώρα και θα παρακολουθείς, την ίδια ώρα, ένα μάθημα ηθικής που θα σου διδάσκει ο φιλόλογος, διότι μπορεί να σου πει ότι εγώ διαφωνώ και με τις αντιλήψεις αυτές.
Είδα την προσπάθεια που κάνει το πρόγραμμα σπουδών να συγκροτήσει ένα μάθημα θρησκειολογικό τουλάχιστον στο λύκειο. Όταν όμως το πρόγραμμα σπουδών ξεκινά με την έννοια της αγιότητας ή με την έννοια της αμαρτίας και εκεί θεμελιώνεται μία ολόκληρη αντίληψη, πόσο θρησκειολογικό μπορείς να πεις ότι είναι το μάθημα αυτό; Εγώ σας λέω 100%. Και 100% να είναι, πάλι μπορεί να σου πει κάποιος ότι εγώ ανήκω στην περίπτωση του ανεκδότου, με το οποίο θα κλείσω. Σταματά μία ένοπλη περίπολος πριν από χρόνια κάποιον στη Βόρεια Ιρλανδία και του λέει, «ψηλά τα χέρια, τί είσαι, καθολικός ή προτεστάντης;» Και λέει αυτός, μέσα στην αγωνία του, «παιδιά, προσοχή είμαι αγνωστικιστής». Και του λένε αυτοί, «εντάξει, αγνωστικιστής, αλλά τί αγνωστικιστής, καθολικός ή προτεστάντης;» Από το μάθημα των θρησκευτικών, ακόμη και το καθαρά θρησκειολογικό, θα μπορούσε να ζητήσει κάποιος εξαίρεση, με βάση το άρθρο 2 του (πρώτου) προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, όπως και όποτε και αν ορίζει την ταυτότητα του.
[1] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Θρησκεία και εκπαίδευση, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1993, Ν-Κ. Χλέπα/Π. Δημητρόπουλου, Ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας στο χώρο της εκπαίδευσης, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1993, Κ. Χρυσόγονο, Εκπαίδευση και επικρατούσα θρησκεία, ΕΝΟΒΕ, 2000, Αν. Μαρίνο, Η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών κατά το Σύνταγμα σε: Θρησκευτική παιδεία και σύγχρονη κοινωνία. Θέσεις και αντιθέσεις, Εν Πλω, 2006, σελ. 107-126. Π. Μαντζούφα, Θρησκεία και εκπαίδευση. Το ιστορικό και συνταγματικό πλαίσιο της θρησκευτικής εκπαίδευσης, Book’s Journal, 7/2001. Γενικότερα για την θρησκευτική ελευθερία υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ, Γ. Κτιστάκις, Θρησκευτική ελευθερία και Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Αντ. Ν. Σάκκουλας.
[2] Βλ. ενδεικτικά J. L. Martínez López-Muñiz, J. De Groof, G. Lauwers (Eds.), Religious Education in Public Schools: Study of Comparative Law, Yearbook of the European Association for Education Law and Policy, Volume II, Springer, 2005. Επίσης International Association for Religious Freedom (IARF), Religious Education in Schools: School Education in Relation with Freedom of Religion and Belief, Tolerance and non-discrimination, 2002.
[3] Για λόγους οικονομίας της παρουσίασης δεν αναφέρομαι εδώ στη θρησκευτική εκπαίδευση των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ούτε στις προβλέψεις της νομοθεσίας (π.χ. άρθρ. 14 παρ. 17 ν. 1566/1985) για τη διδασκαλία των θρησκευτικών σε σχολεία με επαρκή αριθμό μαθητών που ανήκουν στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα (π.χ. στα νησιά των Κυκλάδων). Όλες αυτές οι περιπτώσεις προφανώς αναφέρονται σ΄ ένα μάθημα θρησκευτικών με ομολογιακό χαρακτήρα.
[4] Βλ. κυρίως ΣτΕ (Γ΄ Τμ.) 3356/1995 (που αναφέρεται στη δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και από την υποχρέωση συμμετοχής στη σχολική προσευχή ακόμη και αν αναγράφεται η ιδιότητα του Ορθόδοξου Χριστιανού στο απολυτήριο γυμνασίου ενός μαθητή που ζητά εξαίρεση από τα θρησκευτικά στο λύκειο) και ΣτΕ (Γ΄Τμ.) 2176/1998 (για τις ελάχιστες ώρες διδασκαλίας θρησκευτικών στο αναλυτικό πρόγραμμα).
[5] Βλ. αντί πολλών European Court of Human Rights/Research Division, overview of the Court’s case- law on freedom of religion (επικαιροποίηση 31.10.2013).
[6] Affaire Folgerø et autres c. Norvège, απόφαση της 29 Ιουνίου 2007.
[7] Affaire Valsamis c. Grèce, απόφαση της 18 Δεκεμβρίου 1996.
[8] Affaire Hasan et Eylem Zengin c. Turquie, απόφαση οριστική της 9 Ιανουαρίου 2008.
[9] Αffaire Mansur Yalçın et autres c. Turquie, απόφαση οριστική της 16 Φεβρουαρίου 2015.
[10] ΑΠΔΠΧ 77 Α/2002.
[11] ΑΠΔΠΧ 94/2015.
* Πηγή: Θεολογικά Δρωμενα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου