Τήν ὥρα τῆς Ἀνάστασης, κάθε Μεγαλοσάββατο βράδυ, τή νιώθω διαρκῶς, κάθε χρόνο, τήν ἴδια μέρα καί τήν ἴδια ὥρα, σάν μία αἴσθηση «αὔρας λεπτῆς» (Γ’ Βασιλειῶν, 19,12), σάν νά λέμε σάν ἕνα ἀνοιξιάτικο μοσχοβόλημα πού σέ φέρνει σ’ ἄλλη διάσταση ἀπ’ αὐτή τῆς καθημερινότητας.
Τό Μεγαλοσάββατο, ἀπ’ τό πρωϊ, ἀνοίγει ἡ καρδιά σου. «Ἀνατέλλει ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τήν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἤτις καθιστά μελαψήν μιγάδα τήν ἡμέραν καί παμμέλαιναν ἀράβισσαν τήν νύκτα …», ὅπως μας πληροφορεῖ ὁ κύρ – Ἀλέξανδρος στή «Παιδική Πασχαλιά» του, δίνοντάς μας παραστατικά τη ροή τῶν ἐναλλασσομένων συναισθημάτων μας, ὡς χριστιανῶν, ἀπό τό πένθιμο τροπάρι τῆς «Ζωῆς ἐν τάφῳ» τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς στό χαρμόσυνο Μεγαλοσαββατιάτικο παιάνα τοῦ «Χριστός Ἀνέστη».
Λές καί ξαφνικά αὐτή τή βραδιά γίνεται ἡ γειτονιά μας ἕνας μικρός ἐπίγειος παράδεισος.
Μεγάλο Σάββατο βράδυ, κοντά στά μεσάνυχτα, στήν ἐνορία μας, στόν Ἀϊ – Σαράντη, μαζί μέ τήν
οἰκογένεια κι’ ἀνάμεσα σέ συγγενεῖς καί σέ φίλους καί ἑκατοντάδες – μᾶλλον χιλιάδες – ἐνορίτες, ἄλλους γνωστούς, ἄλλους ἀγνώστους, τήν ὥρα πού ὁ πάπα – Παῦλος ψέλνει τόν χαρμόσυνο
παιάνα «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτω θάνατον πατήσας καί τοίς ἐν τοίς ἐν μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»,
νοερά, γινόμαστε ὅλοι ἕνα, μία μεγάλη οἰκογένεια, ἕνα σῶμα, τό «σῶμα Χριστοῦ» πού λέει κι΄ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, αὐτό τό «σῶμα» πού συγκροτεῖ στή γλώσσα τῆς χριστιανικῆς θεολογίας τήν Ἐκκλησία μας (A’ Koρ. 12,
27).
Μία μεγάλη οἰκογένεια, ὅλο τό ἐκκλησίασμα, μέ ἀγκαλιές, φιλιά, εὐχές συνοδευμένες μέ τό
τσούγκρισμα τῶν κόκκινων αὐγῶν πού εἴχαμε φυλαγμένα στή τσέπη – τό ἔθιμον, βλέπεις, κι’ ἡ παράδοση: «Χριστός Ἀνέστη!», «Ἀληθῶς Ἀνέστη!». Ὅπου καί νά κοιτάξεις
χαμόγελα, πλημμυρισμένος ὁ Ἀϊ – Σαράντης μέ χιλιάδες χαμόγελα, ἀναστάσιμα χαμόγελα,
χαμόγελα λουσμένα στό ἀναστάσιμο φῶς ἀπό τίς χιλιάδες λαμπάδες πού λαμπυρίζουν φῶς πασχαλινό. Πανηγύρι
πραγματικό, μέ χιλιάδες χαμόγελα, μέσα κι’ ἔξω ἀπ’ τό ναό, ἀναστάσιμα χαμόγελα,
χαμόγελα λουσμένα στό ἀναστάσιμο φῶς ἀπό τίς χιλιάδες λαμπάδες πού λαμπυρίζουν φῶς πασχαλινό, σέ μία ἔκσταση χαρᾶς καί ἀγάπης. «Λαμπρυνθῶμεν τή πανηγύρει, καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπωμεν, ἀδελφοί, καί τοίς μισούσιν ἡμᾶς. Συγχωρήσωμεν πάντα τή Ἀναστάσει…», κατά πώς μας
προστάζει κι’ ἡ ὑμνωδία.
Κι’ οἱ μυρωδιές, τό μοσχοβόλημα ἀπ’ τόν κῆπο πού ἐφτίαξε στόν περίβολο τοῦ ναοῦ, ἐδῶ καί χρόνια, ὁ πάπα – Παῦλος (νά τόν ἔχει καλά ὁ Θεός!), σημάδι ὅτι κι΄ ἡ φύση, ἡ κτίστη ὁλάκερη, πού κι αὐτή «συστενάζει καί
συνωδίνει ἀποκαραδοκοῦσα τήν ἀπολύτρωση τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρώμ. 8, 19 καί 22), συμμετέχει στή γιορτή. Ἄνθρωποι καί φύση
γιορτάζουν, δοξολογοῦν τόν Χριστό πού ἀναστήθηκε καί χάρισε σ΄ ὅλα τά πλάσματα καί τά
κτίσματα ζωή κι΄ ἀθανασία. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τέ καί γῆ καί τά καταχθόνια, ἐορταζέτω γοῦν πάσα κτίσις, τήν Ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ἤ ἐστερέωται» Καί ἡ ὑμνωδία ποῦ ἀκούγεται ἀπ’ τούς ψαλτάδες μία
πραγματικά θαυμαστή εὐωδία – τί ἔχει γράψει αὐτός ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀδελφέ μου; Τί ἀριστούργημα αὐτές οἱ καταβασίες; Ἕνα συγκλονιστικό
προσκλητήριο: «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου
Πάσχα / Ἀναστάσεως ἡμέρα, καί λαμπρυνθῶμεν τή πανηγύρει, καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπωμεν, ἀδελφοί, καί τοίς μισούσιν ἡμᾶς... Συγχωρήσωμεν πάντα τή Ἀναστάσει, καί οὕτω βοήσωμεν... Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…», μία θαυμαστή εὐωδία, ἡ εὐωδία τῆς Ἀναστάσεως.
Σέ κάτι τέτοιες στιγμές μέσα στή πανηγυρική ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς τοῦ Πάσχα, πάντα μου ἔρχεται στό νοῦ ὁ ἐπίκαιρος λόγος τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ὡς ἰδιαίτερος τρόπος εὐχαριστίας, μία ἄλλη ἔκφραση δοξολογίας καί ὕμνου πρός τόν «αἴτιον» τῆς πανηγύρεως. Μοῦ ἀρέσει τό ὕφος τοῦ κύρ – Ἀλέξανδρου γιατί ὁλόκληρο τό ἔργο τοῦ χαρακτηρίζεται ἀπό μία βαθιά ἐλπίδα καί παρηγοριά, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται ὡς μήνυμα ἀναστάσιμο στά πασχαλινά
του διηγήματα. Στά περισσότερα ἀπό αὐτά ἡ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ἀντανακλᾶ ἕνα ἱλαρό ἀσυνήθιστο φῶς καί μία ἄφατη χαρά. Ἡ ἐκκλησιαστική ἐμπειρία ἐκφράζεται, ἐσχατολογικά, ὡς πρόγευση τῆς αἰώνιας εὐφροσύνης καί ὡς ἀνταύγεια τοῦ ἄχρονου φωτός, πού ἐκ τάφου σωματικῶς ἐπέλαμψε, ὅπως, π..χ στό διήγημα «Ὁ Λαμπριάτικος
ψάλτης»: «…Αἵ δυό γυναῖκες ἤρχισαν νά ἀναζωπυρῶσι τά φυτίλια, νά ρίπτωσιν ἔλαιον εἰς τάς κανδήλας καί νά
κάμνωσιν ἐγκαρδίους σταυρούς. Ἠσθάνοντο ἀνέκφραστον χαράν καί
γλύκαν εἰς τά σωθικά τῶν. Ἦτον Ἀνάστασις. Ἀνάστασις! Τό πρόσωπον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἔλαμπε μέ ἅγιον φῶς, δεξιά της Ἱερᾶς Πύλης. Ἡ μορφή τῆς Δεσποίνης Θεοτόκου ἤστραπτεν ἐξ ἀφάτου χαρᾶς ἀριστερόθεν, κρατούσης τό
θεῖον βρέφος της. Ἡ ὄψις τοῦ τιμίου Προδρόμου, μέ ἕναν βόστρυχον τῆς κόμης φρίττοντα πρός τά ἄνω, ἐσελαγίζετο ἐκ μυστικῆς εὐφροσύνης παραπλεύρως ἐκείνου οὗ τήν φρικτήν κεφαλήν ἠξιώθη νά χειροθετήση. Καί ὁ ἠγαπημένος μαθητής ἦτο ἀκόμη ἐκεῖ καί συνέχαιρεν ἐπί τῇ Ἀναστάσει…».
Μέρα «λαμπρή», λοιπόν, ἡ σημερινή, μέρα ἀγάπης, ὅπως μας τήν περιγράφει ὁ Παπαδιαμάντης, ἀλλά καί μέρα ἐλπίδας, ὅπως μας τονίζει καί ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους
χριστιανούς θεολόγους καί στοχαστές τοῦ 5ου αἰώνα, ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος, ἐπίσκοπος Ἰππῶνος, λέγοντάς μας:
«Resurrectio Domini, spes nοstra» (Αὐγουστίνος, «Sermon» (Κήρυγμα / Ὁμιλία): 261,1 ) δηλαδή «Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἐλπίδα μας». Γιά νά τό
καταλάβουμε, νά τό νιώσουμε ἀρκεῖ νά ἀφήσουμε λίγο φῶς Χριστοῦ νά μπεῖ στή καρδιά μας.
Χριστός Ἀνέστη! Χρόνια Πολλά!
Χάρης Ἀνδρεόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου