Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Πολιτικός λόγος vs ποιμαντικής διακονίας


Toυ Κώστα Νούση,
Θεολόγου – Φιλολόγου ΑΠΘ

Προχθές ο αρχιεπίσκοπος ανέφερε ότι «στη σύγχυση συμβάλλουμε και εμείς οι Ιεράρχες, όταν πολιτικολογούμε ή καλλιεργούμε εντάσεις και υποθάλπουμε ιδεολογικές αντιπαλότητες. Τούτο εν τέλει διευκολύνει την πόλωση και αυτούς που την επιθυμούν και την εκμεταλλεύονται αλλά υπονομεύει την προσπάθειά μας». Η λέξη κλειδί «σύγχυση» μου θύμισε τα λόγια του αγίου Σιλουανού: «οι αρχιερείς, αν και έχουν το δώρο του Αγίου Πνεύματος, όμως δεν εννοούν σωστά τα πάντα, και για αυτό οφείλουν την ώρα της ανάγκης να ζητούν φώτιση από τον Θεό. Αυτοί όμως ακολουθούν τη δική τους γνώμη και έτσι προσβάλλουν την ευσπλαγχνία του Θεού και σκορπίζουν σύγχυση». Και θεωρώ πως δεν υπάρχει πιο κατάλληλη λέξη να περιγράψει την εποχή , τον τρόπο του σκέπτεσθαι και παιδαγωγείν, τον εκκλησιαστικό και πολιτικό μας βίο και παν ό,τι γενικά χαρακτηρίζει τις μέρες μας, στις οποίες θα χορηγούσαμε εύλογα την ταυτότητα των εσχατιών των εσχάτων.

Η σύγχυση είναι αιτιατό της αμαρτίας. Ας θυμηθούμε τη Βαβέλ: «δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν» (Γεν.ια’ 7 ). Ο ρόλος της Εκκλησίας είναι προφανέστατα η αποκατάσταση αυτού του πνευματικού χάους που επέφερε ο διάβολος και ο πεπτωκώς άνθρωπος στη γη. Προεξάρχοντες στο έργο αυτό οι ποιμένες και κατ’ εξοχήν οι επίσκοποι. Ενδεικτικά ο προαναφερθείς άγιος συνεχίζει: «και τι να πούμε για τον επίσκοπο; Στους επισκόπους δόθηκε η μεγάλη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αυτοί τοποθετήθηκαν πάνω από όλους και σαν αετοί ανεβαίνουν στα ύψη και από εκεί ατενίζουν το ατέλειωτο διάστημα και με θεολογική γνώση ποιμαίνουν την ποίμνη του Χριστού». Τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πιο καθαρά. Το ύψιστο έργο τους είναι η διαποίμανση του λαού του Θεού, μπροστά στην οποία ωχριά, μάλλον πρέπει να υποχωρεί οιοσδήποτε άλλος υλικός ή «πνευματικός» ακτιβισμός.

Το θέμα κατέστη ιστορικά πολύπλοκο εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας και των περιστασιακών αναγκαιοτήτων. Για το λόγο αυτό θέλει υπερβάλλουσα διάκριση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο εθναρχικός ρόλος της Εκκλησίας σε δύσκολες για το έθνος περιστάσεις που οδήγησε σε «εκτροπές» από το κανονικό δίκαιο πολλούς ιερωμένους και σε πλείστες όσες παρεξηγήσεις τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν σε αυτού του είδους τις αυτοθυσιαστικές εκχωρήσεις του ιερατικού ρόλου τους, κατ’ επέκταση δε στη διεστραμμένη κακή έξωθεν μαρτυρία του πνευματικού χαρακτήρα της Εκκλησίας, στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση μάλλον από ανιστόρητους, ημιμαθείς ή κακοπροαίρετους. Και πάλι όμως δε μιλάμε για πολιτικές παρεμβάσεις αλλά για περιπτώσεις εθνικής προσφοράς, έστω και με τα όποια μελανά σημεία τους.

Το επί του παρόντος ζήτημα είναι εναργές από εκκλησιαστικής κατόπτευσης. Η πολιτικοποίηση είναι καταφανής κανονική διολίσθηση και δη ανεπίτρεπτη, για το λόγο κυρίως ότι έχει μεταλλαχθεί σε κομματικοποίηση, η οποία με τη σειρά της εισάγει στο εκκλησιαστικό (=κοινωνικό) σώμα το διασπαστικό στοιχείο, τουτέστιν αυτήν ταύτην την αμαρτία. Και θα λέγαμε ότι ο χριστιανικός αποχρωματισμός του λαού που επιβάλλει τον άμεσο επανευαγγελισμό του καθιστά περίεργο το γεγονός πού βρίσκουν το χρόνο και τη διάθεση ένιοι ιεράρχες να ασχολούνται με αυτού του είδους τις διάτρητες παρεμβάσεις. Αν τώρα κάποιος φέρει ως αντίλογο πως μιλάμε για πολιτική καλώς εννοούμενη, θα του αναφέραμε τα δυσδιάκριτα όρια πολιτικού και κομματικού στην Ελλάδα σήμερα, όπως και ότι πολλοί με το πρόσχημα ή την καλή διάθεση της θετικής προσφοράς εν τέλει εξέρχονται, υποσυνείδητα έστω, στο χώρο του κομματισμού.

Οι ενστάσεις πολλές. Τα παραδείγματα από την εκκλησιαστική ιστορία ουκ ολίγα με επισκόπους αγίους που έλεγξαν την κατάχρηση της εξουσίας και τους φορείς της με τίμημα και την ίδια τη ζωή τους. Αν δούμε όλες αυτές τις περιπτώσεις, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται αφενός για μεγάλους αγίους, άρα και με διάκριση και φωτισμό του αγίου Πνεύματος ενεργούντες, και αφετέρου για παρεμβάσεις καθαρoύ ποιμαντικού χαρακτήρα με κύριο στόχο τη στηλίτευση της αμαρτίας. Τώρα αν θεωρεί κάποιος ότι έχει την αγιότητα και τη διάκριση του μεγάλου Βασιλείου, ας ενεργήσει αναλόγως. Ειδάλλως ας αρκεστεί στη διακριτική και εν ταπεινώσει ασφαλή υπακοή στους ιερούς κανόνες που και γράμματι και πνεύματι αποτρέπουν την ενασχόληση των κληρικών με τα πολιτικά πράγματα. Ενδεικτικά ο πα’ αποστολικός κανόνας αναφέρει ότι «εἴπομεν, ὅτι οὐ χρή Ἐπίσκοπον ἤ πρεσβύτερον καθιέναι εαυτόν εἰς δημοσίας διοικήσεις, ἀλλά προσευκαιρεῖν ταῖς Ἐκκλησιαστικαῖς χρείαις. Ἤ πειθέσθω οὖν τοῦτο μή ποιεῖν, ἤ καθαιρείσθω. Οὐδείς γάρ δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν κατά τήν Κυριακήν παρακέλευσιν». Και πολλοί άλλοι συναφείς, των οποίων το πνεύμα οδηγεί στο αυτονόητο: τον πατρικό εναγκαλισμό όλου αδιακρίτως του ποιμνίου. Άλλωστε αυτή η διακονική διάσταση των ιερωμένων αναφανδόν δηλώνεται στο όνομα της βασικής τους ιδιότητας: πατέρες.

Συν τοις άλλοις μια ματιά σήμερα στην κακή έξωθεν μαρτυρία των επισκόπων δεν τους επιτρέπει το ρόλο του τιμητή σε δύσκολες μάλιστα για την Εκκλησία και εν γένει εποχές. Απεμπόλησαν πλείστοι εξ αυτών τον «εξουσιαστικό» λόγο του Χριστού – εξ ονόματος του οποίου άλλωστε μιλούν – με την εκκοσμίκευσή τους και κατά συνέπεια το καλώς εννοούμενο προφητικό «ελεγκτικό» δικαίωμά τους. Ο Χρυσόστομος και ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος με τα ύψη της ταπεινοφροσύνης και της ασκητικότητάς τους αποτελούν τούμπαλιν ελεγκτικό κριτήριο της έκπτωσης του επισκοπικού αξιώματος παρά αφορμές επίκλησής τους ως παραδειγμάτων περί της κεκτημένης εξουσιοδότησης πολιτικής παρέμβασης, πράγμα που συνιστά πρόκληση ειδικά σήμερα με την τεράστια διάσταση της δέουσας από τη ρεαλιστική εικόνα των εκκλησιαστικών ηγετών.

Η νατουραλιστική θέαση της πραγματικότητας τραγικά απογοητευτική. Καριερίστες και αδίστακτοι θηρευτές του επισκοπικού αξιώματος και σεσημασμένοι ως εκ τούτου για ανάλογα πολιτικά πάθη – τα οποία καταγγέλλουν και προφασίζονται ότι προσπαθούν να θεραπεύσουν – σίγουρα είναι οι πλέον αναρμόδιοι για πολιτικές παρεμβάσεις παντοίου είδους. Άλλωστε οι ποιμαντικές μέριμνες είναι το μόνο δέον γενέσθαι του θεσμικού τους ρόλου. Σημειώνω εδώ ότι σε καμιά περίπτωση δε θεωρώ ότι πρέπει κανείς να γίνει Χρυσόστομος για να μιλήσει εν προκειμένω και συνάμα θα ήταν και υποχόνδριο και φασιστικό να αναζητούμε αντικειμενικά κριτήρια αγιότητας χορηγούντα πιστοποιητικό δυνατότητας παρέμβασης σε κάποιους. Πέραν τούτου όμως η ταπείνωση και το άρωμα της πνευματικότητας αντανακλούν στα αισθητήρια όλων, όταν κάποιος αναλαμβάνει προφητικό ρόλο στην εκκλησία. Σε αντίθεση περίπτωση διασαλεύει εν γένει την τάξη είτε δια γραφικότητος είτε διά αυθαδείας και γενικά με την εκπεμπόμενη αντιαισθητικότητα που δημιουργεί. Η οδός εξάλλου των εκκωφαντικών διακηρύξεων προσφέρει γρήγορη και άκοπη δημοσιότητα, τροφή στην κενοδοξία μιας αποτυχημένης πνευματικής διαδρομής, στο οποίο συγκεκριμένο ασθένημα δε θέλω καν να διανοηθώ ότι εξέπεσε ούτε ένας πνευματικός μας ηγέτης.

Ο πατέρας και δη ο πνευματικός έχει εκ των πραγμάτων το χάρισμα της αγάπης στο Θεό και στα παιδιά του, και μάλιστα όλα ανεξαιρέτως χωρίς διακρίσεις. Και για να γίνει αυτό πρέπει να ακολουθηθεί η ορθόδοξη πορεία πνευματικής ζωής, δηλαδή «πρώτον καθαρθήναι και είτα καθάραι, πρώτον φωτισθήναι και είτα φωτίσαι». Για να το δούμε αυτό σε ιστορική εφαρμογή αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στη ζωή και να διαβάσουμε τα λόγια του αββά Αμμωνά, μαθητή του μεγάλου Αντωνίου και επισκόπου γενομένου υπό του Μεγάλου Αθανασίου: «μη γαρ νομίσητε ότι εν μέσω των ανθρώπων όντες οι δίκαιοι, μεταξύ αυτών κατώρθωσαν την δικαιοσύνην. Αλλά πολλήν ησυχίαν πρότερον ασκήσαντες εσχήκασιν εν εαυτοίς οικούσαν την δύναμιν την θεϊκήν, και τότε ο Θεός απέστειλεν αυτούς εις το μέσον των ανθρώπων, έχοντας αρετάς, ίνα οικοδομή γένωνται των ανθρώπων και θεραπεύσωσι τας αρρωστίας αυτών… δια ταύτην την χρείαν από της ησυχίας απεσπώντο και προς τους ανθρώπους απεστέλλοντο. Τότε δε αυτούς αποστέλλει, όταν θεραπευθή πάντα αυτών τα νοσήματα… Οι ερχόμενοι δε προ του τελειωθήναι, τω ιδίω θελήματι έρχονται, και ου τω του Θεού. Ο Θεός γαρ λέγει περί των τοιούτων: «εγώ μεν ουκ απέστελλον αυτούς, αυτοί δε αφ’ εαυτών έτρεχον», διά τούτο ουδέ εαυτούς φυλάξαι δύνανται, ουδέ άλλην οικοδομήσαι ψυχήν». Στο μικρό αυτό χωρίο θεωρώ ότι συμπυκνώνεται η βασική γενεσιουργός αιτία της επικρατούσας σύγχυσης, η ερμηνεία πολλών τραγελαφικών σύγχρονων φαινομένων αλλά και το βαθύτερο μυστικό της θεραπείας τους.

5 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια στον συγγραφέα. Είναι ένα πολύ σοφό και εύστοχο άρθρο. Δείτε και ένα δικό μου άρθρο με παρεμφερές, επίκαιρο, αντικείμενο στο προσωπικό μου μπλογκ:

    http://ioannisdandoulakis.blogspot.com/2010/09/blog-post_09.html

    ευχαριστώ,
    Γιάννης Δανδουλάκης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Nα είσθε καλά! Σας ευχαριστούμε για τη συμμετοχή στο διάλογο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. υπάρχει αρθρογραφία του πρωτ. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη στο περιοδικό "Ενοριακή Ευ-λογία" της ενορίας Αγίου ΝΙκολαόυ Πευκακίων στο www.agnikolaos.gr, όπου από το 2007 (τευχ. Οκτωβρίου) παρουσιάζει τις πτυχές αναλυτικά της σχέσης ποιμαίνουσας Εκκλησίας και ποιμαινόμενων(;) πολιτών -κυβερνωμένων και κυβερνώντων.

    Ενδεικτικά το απόσπασμα από την ομιλία του "Εκκλησία και πολιτική. ένα θέμα ταμπού" (Σεπτέμβρης του 2008):
    "...Ο Ορθόδοξος χριστιανός δεν μπορεί να χωρίση το δόγμα από το ήθος. Δεν μπορεί να χωρίση
    το πιστεύω του από την προσωπική του ζωή, αφού, για την Ορθόδοξη θεολογία, το ήθος είναι
    απόρροια της Δογματικής.
    Έτσι, το θέμα που συζητούμε σήμερα δεν είναι πολιτικό, ούτε καν εθνικό. Είναι βαθύτατα
    θεολογικό, δογματικό, και γι’ αυτό αφορά άμεσα και επηρεάζει την πνευματική μας ζωή, και αυτό
    φαίνεται από το σημερινό κατάντημα της πατρίδος μας.
    Δεν συνδέουμε, βεβαίως, την ταύτιση πίστεως και καθημερινής ζωής με την σύζευξη στο
    πρόσωπο του κληρικού της ιερατικής και της πολιτικής εξουσίας. Αυτό το έχουμε ήδη επισημάνει,(Βολουδάκη Βασιλείου Πρωτ., Ο Ρόλος καi ο λόγος, περιοδ. «Ενοριακή Ευλογία», τεύχος 70-71).

    Δεν συζητούμε να αναλάβουν οι κληρικοί κοσμικά και πολιτικά αξιώματα, διότι
    αυτά είναι υποτιμητικά της πνευματικής τους διακονίας και εμπόδια στο λειτούργημά τους. Οι
    κληρικοί είναι «διάκονοι της Καινής Διαθήκης», διαχειρίζονται την πνευματική εξουσία, την
    εξουσία του Χριστού, και η εξουσία τους αυτή υπερέχει τόσο πολύ σε αξία, έναντι των κοσμικών
    αξιωμάτων, όσο υπερέχει η ψυχή από το σώμα...Ενώ, όμως, είναι αδιανόητο να υποβιβασθή ο Ιερεύς σε κοσμικό άρχοντα, καθ’ ότι «Ιερεύς
    άρχων, ανίερος», η πνευματική εξουσία της Εκκλησίας πρέπει να επηρεάζη και να ελέγχη ένα
    χριστιανικό Κράτος. Αυτό, όπως διαπιστώνουμε, έπαψε να ισχύη στην πατρίδα μας από την
    δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας ήταν ο τελευταίος συνειδητός χριστιανός
    Κυβερνήτης, συνεχιστής των αγίων Αυτοκρατόρων, που έκανε βίωμά του το βίωμα της
    Αυτοκρατορίας μας ότι η Εκκλησία είναι η ψυχή του Γένους και η Πολιτεία το σώμα, το οποίο
    σώμα χωρίς την ψυχή του είναι ένα «πτώμα εξαίσιον», όπως κινδυνεύει να γίνη σήμερα."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σας ευχαριστούμε για τις καίριες και σημαντικές επισημάνσεις. Να είσθε καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ο αιώνιος πειρασμός, ο μεσσιανισμός...Ίσως δεν κατάλαβαν ποτέ οι μαθητές του Ιησού το παράδειγμά του. Αφέθηκε στην πολιτική εξουσία έως θανάτου. Δεν άλλαξε τον κόσμο όπως περίμεναν οι Ιουδαίοι ούτε θα τον αλλάξει μέχρι τη δευτέρα παρουσία. Ας το καταλάβουμε πια. Η πνευματική δύναμη της Εκκλησίας αλλάζει ήδη μυστικά και όχι θεαματικά τον κόσμο. Διότι αν το έκανε, τότε θα καταργούσε το ίδιο του το δώρο σε μας: την ελευθερία μας να επιλέξουμε το κακό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή