Χαιρετισμός στην Ημερίδα της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, που είχε σαν θέμα "Το μάθημα των Θρησκευτικών στην Εκπαίδευση"
Του κ. Ιωάννη Κογκούλη
Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Καθώς σήμερα μου δίδεται η ευκαιρία να χαιρετίσω ως Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την Ημερίδα της Θεολογικής Σχολής Αθηνών με θέμα: «Το μάθημα των Θρησκευτικών στην Εκπαίδευση», τα όσα εν μέσω καλοκαιριού έλαβαν χώρα σχετικά με το μάθημα αυτό, μου δημιουργούν συναίσθημα χαρμολύπης. Αισθάνομαι χαρά, γιατί βρίσκομαι εν μέσω αγαπητών συναδέλφων και όχι μόνο αλλά, και λύπη γιατί τα εν λόγω γεγονότα, αποκάλυψαν την ύπαρξη μερίδας απογόνων των ηρωικών ραγιάδων που ως σύγχρονοι νεογενίτσαροι πολεμούν όχι απλά το πολύπαθο μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά την ελληνορθόδοξα προσανατολισμένη Παιδεία μας.
Στόχος κάποιων φαίνεται ότι είναι η μετάλλαξη της ιδιοπροσωπίας ημών των σύγχρονων Ελλήνων, η οποία και καλλιεργείται ή πρέπει να καλλιεργείται στο χώρο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και όχι μόνο. Και επειδή κυκλοφορεί η άποψη πως το πρόβλημα που ατυχώς δημιουργήθηκε το καλοκαίρι με το μάθημα των Θρησκευτικών αντιμετωπίστηκε με την τελευταία εγκύκλιο του Υπουργείου, επισημαίνω ότι στην εν λόγω εγκύκλιο δεν αναφέρεται ρητά πως το συγκεκριμένο μάθημα είναι υποχρεωτικό για τους ορθόδοξους μαθητές. Αλλά το πιο σημαντικό είναι το εξής: αυτό που σήμερα παρατηρούμε είναι ότι τα ελληνόπουλα και όχι τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών είναι εκείνα που ζητούν απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών. Για το μείζον αυτό πρόβλημα η ελληνική κοινωνία, παρά τη φαινομενική σιωπή της, έχει ευαισθητοποιηθεί και διακατέχεται από έντονη ανησυχία. Αυτό φαίνεται, εκτός των άλλων, και στις μετά το καλοκαίρι του 2008 δημοσκοπήσεις, όσο και αν αυτό κάποιοι επιχειρούν να το αποσιωπήσουν. Μάλιστα όσοι πιστεύουν πως το πρόβλημα αυτό με την πάροδο του χρόνου θα ξεχαστεί κάνουν σοβαρό λάθος.
Η τοποθέτηση κάποιων ότι η «άσκηση του δικαιώματος δεν πρέπει να συνοδεύεται από την υποχρέωση αποκάλυψης, έστω και αρνητικά (λ.χ. <δεν είμαι χριστιανός ορθόδοξος>, των θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων των μαθητών και μαθητριών» δεν εξηγεί, γιατί, για παράδειγμα, στη Γερμανία δεν παραβιάζονται τα προσωπικά δεδομένα, όταν ο Γερμανός γονιός δηλώνει πως το παιδί του θα παρακολουθήσει τον Ρωμαιοκαθολικό ή Προτεστάντη ή Ορθόδοξο θεολόγο. Κανείς δεν μας λέγει πώς συμβαίνει στον ελληνικό χώρο να επιτρέπεται με βάση την ποσόστωση σε Έλληνες μουσουλμάνους, με δήλωση του θρησκεύματός τους, να εισάγονται άνευ εξετάσεων στα Πανεπιστήμια; Επίσης, πώς επιτρέπεται σε Έλληνες μουσουλμάνους και πάλι με ποσόστωση, χωρίς ΑΣΕΠ, να διορίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι; Πού είναι εδώ τα «προσωπικά δεδομένα»;
Προσωπικά δε θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι είναι άχρηστο το σχολείο που απλά καθιστά τους μαθητές «ρεζερβουάρ» πληροφοριών και δεν προσφέρει σ’ αυτούς Παιδεία με την τρισυπόστατη διάστασή της ως εκπαίδευση, μόρφωση και ηθική καλλιέργεια. Σημειώνω επίσης πως δεν υπάρχει ουδέτερη γνώση, ενώ παράλληλα η άχρωμη ηθική οδηγεί τον νέο σε καταστάσεις ανασφάλειας, απάθειας και απροσάρμοστης συμπεριφοράς. Οι υπηρετούντες στο συνδικαλισμό γνωρίζουν πως η «αποκαθήλωση» της Ορθόδοξα προσανατολισμένης Παιδείας στο ελληνικό σχολείο ξεκίνησε με τη μετάλλαξη άλλων μαθημάτων.
Δεν εμμένω τούτη τη στιγμή στο γεγονός ότι το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ένα μάθημα που, εκτός των άλλων, στοχεύει στην καλλιέργεια της ανεκτικότητας, στην προώθηση της αλληλογνωριμίας των πολιτισμών, στην υποβοήθηση της ανάπτυξης ολοκληρωμένης προσωπικότητας στους μαθητές. Ούτε εμμένω διεξοδικά σε αναλυτικά προγράμματα και διδακτικά βιβλία, όπως για παράδειγμα στα βιβλία «Η γλώσσα μου» στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όπου, με κείμενα αναιμικά, αποτυπώνεται μια παγκοσμιοποιημένη καθημερινότητα, ή στα βιβλία Νεοελληνικής γλώσσας του Γυμνασίου, στα οποία, κατά τους επιστήμονες του Συλλόγου «Ο Μέγας Βασίλειος», υπάρχουν «προκλητικές λεπτομερείς περιγραφές σκηνών συναισθηματισμού, εκφράσεις χυδαίες και βλάσφημες, χωρίς σεβασμό σε πρόσωπα ιερά και αξίες σεβαστές αιώνων» (Φεβρουάριος 2007). Θα εμμείνω για λίγο μόνο στα βιβλία της Ιστορίας. Εδώ φαίνεται να μη «διασφαλίζεται πλήρως η επιστημονική βάση και η αντικειμενικότητα», όπως αυτό το ζητούν από τα βιβλία του πολύπαθου μαθήματος των Θρησκευτικών, και μάλιστα, προκειμένου, όπως λένε να μην «προκαλέσουν», την μεταλλάσσουν. Αρθρογραφώντας φαίνεται να αρνούνται την ελληνικότητα ημών των βλαχόφωνων Ελλήνων στους οποίους, μεταξύ των άλλων, ανήκουν οι σύζυγοι του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Παιδείας. Για να καταλάβει κανείς ότι στον τόπο μας η ιστορία παρουσιάζεται με παραμορφωτικούς φακούς σημειώνω κάτι που αποκρύπτεται επισταμένα ιδιαίτερα από τους βορειοελλαδίτες Έλληνες. Στις 14 Μαΐου του 1941 με την ανοχή των Γερμανών οι Βούλγαροι έκαναν την προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης στο Βουλγαρικό κράτος. Μέχρι σήμερα η ενέργεια αυτή της παράνομης προσάρτησης δεν έχει αρθεί. Ούτε ποτέ οι Βούλγαροι ζήτησαν συγγνώμη γι’ αυτή τους την ενέργεια.
Η πληροφόρηση για τη δική μας παράδοση και ζωή και η προσφορά στα παιδιά σχετικών μ’ αυτήν εμπειριών είναι αναγκαία για ΟΛΟΥΣ τους μαθητές που ζουν στον ελλαδικό χώρο. Έτσι, για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, παράλληλα με το Φίλιππο και τον Μέγα Αλέξανδρο, για τη σωστή κοινωνική ένταξη των μαθητών, είναι αναγκαίο να γνωρίσουν τον άγιο Δημήτριο, τους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο κ.λπ. Επίσης, παράλληλα με τη Βεργίνα, πρέπει να γνωρίσουν την Αχειροποίητο, την Παναγία Χαλκέων, την Αγία Σοφία.
Προσωπικά, πιστεύω επιπλέον πως για να διευρυνθεί η γνωστική ικανότητα των μαθητών της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, χάρη της ανάπτυξης της πνευματικής και κοινωνικής συνείδησής τους, το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να διδάσκεται σ’ όλες τις τάξεις του Δημοτικού σχολείου, όπως αυτό συμβαίνει σε χώρες του εξωτερικού, για παράδειγμα στη Γερμανία, και μάλιστα από εξειδικευμένους θεολόγους καθηγητές.
Ο όλος προβληματισμός που αναπτύσσεται από τους πολέμιους άμεσα του μαθήματος των Θρησκευτικών και έμμεσα της ελληνορθόδοξα προσανατολισμένης αγωγής καταλήγει στην πρόταση πως «επιβάλλεται άμεσα να προχωρήσει ο χωρισμός εκκλησίας και πολιτείας». Για όλους αυτούς σημειώνω πως, αφού τόσο πολύ θέλουν τον εν λόγω χωρισμό ας απαιτήσουν από τους τριακοσίους εθνοπατέρες και εθνομητέρες της βουλής να αποφασίσει για το θέμα αυτό Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΛΑΟΣ και να διενεργηθεί ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ. Ο κυρίαρχος ελληνικός λαός πρέπει γι’ αυτό και για άλλα πολλά με ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΑ να μπορεί να αποφασίζει και όχι κάποιοι άλλοι με «δημοκρατικά» τερτίπια να παίρνουν κρίσιμες αποφάσεις γι’ αυτόν, χωρίς αυτόν. Αν κάποτε οι εξωγενείς και ενδογενείς δυνάμεις καταφέρουν να πραγματοποιηθεί «ο χωρισμός εκκλησίας και πολιτείας», αυτό που θα πληγωθεί βαρύτατα και θα υποστεί ανεπανόρθωτη μετάλλαξη θα είναι το Γένος μας. Η Εκκλησία θα παραμείνει αλώβητη.
Και κάτι ακόμη. Ας συνειδητοποιήσουν, ιδιαίτερα οι νεογενίτσαροι, πως οι υπεύθυνοι της Πολιτείας και της Εκκλησίας υπηρετούν τον ίδιο λαό και μάλιστα με κίνητρο την πληθωρική αγάπη προς αυτόν. Ας βιώσουν πως αυτό που χρειάζεται ο λαός μας σήμερα είναι να βλέπει τους διακόνους τόσο της Πολιτείας όσο και της Εκκλησίας, όταν μπαίνουν στην πολιτική ή εκκλησιαστική αντίστοιχα διακονία πλούσιοι, με το τέλος της διακονίας τους να φεύγουν φτωχοί και να μη χρησιμοποιούν τα δύο είδη της διακονίας για ίδιο πλουτισμό. Παράλληλα, ας εντρυφήσουν στον ορισμό που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για τη δικαιοσύνη, όταν γράφει: «Δικαιοσύνη δε μη πλέον ζητείν ἔχειν˙ της δ’ ισότητος έκβασις, τούτ’ αδικία».
Με τις σκέψεις αυτές εύχομαι ως Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκης κάθε επιτυχία στην παρούσα ημερίδα.
Πηγή: www.zoiforos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου