Πρωτοπρεσβυτέρου π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου,
Προϊσταμένου Ἱ. Ν. Ἁγ. Γεωργίου Καρδίτσης
Ἤδη ἀπὸ νωρὶς ἐξεδόθη ἀνακοίνωσις τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὴν ὁποίαν μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρεται: «Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία γνωρίζει ἐμπειρικῶς μέσα ἀπὸ τὴν δισχιλιετῆ πορείας της, ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι "ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν" καὶ μένει στὴν μέχρι τώρα Ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως».
Στὴν παραπάνω θέση συναντῶνται ἀσφαλῶς καὶ χωρὶς καμμία ἀπόκλιση ὅλες οἱ ἀνὰ τὸν κόσμον Ἐκκλησίες - οἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίες.
Πρόκειται γιὰ κατάθεση δισχιλιετοῦς ἐμπειρίας. Ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, δὲν εἶναι λίγο. Εἶναι ἕνα διαρκὲς θαῦμα. Τὸ πιὸ μεγάλο καὶ συνάμα τὸ πιὸ συνηθισμένο θαῦμα τῶν Χριστιανῶν, τὸ καθημερινό τους θαῦμα. Εἶναι τόσο μεγάλο, μὰ συγχρόνως καὶ τόσο αὐτονόητο, ποὺ δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ πλέον, δὲν τοῦ δίνουν καμμία σημασία. Εἶναι ὄχι σὰν θαῦμα πιά, ἀλλὰ σὰν ἕνα φυσικὸ γεγονός.
Ὅμως δὲν εἶναι φυσικό. Εἶναι ὑπερβατικὸ τῆς φύσεως. Καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μπορεῖ νὰ πείσει τοὺς πάντες.
Ὑπάρχουν ἀδελφοί μας σήμερα (πεῖτε τους ἀσθενεῖς τῇ πίστει, ἢ ὅπως ἀλλιῶς θέλετε — πρὸς ἀποδιοπόμπευσιν πάντως δὲν εἶναι) οἱ ὁποῖοι φοβοῦνται νὰ προσέλθουν στὸ ἅγιον Ποτήριον. Ἀλλ’ ἂν αὐτοὶ δὲν πείθονται, πῶς θὰ πεισθοῦν οἱ «ἔξω»;
Μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο μακραίωνος ἡ ἐμπειρία, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀδίρητος ἡ γλῶσσα τῶν ἀριθμῶν, ἡ στατιστικὴ ἀλήθεια, ὅμως δὲν παύουν ὅλα αὐτὰ νὰ ἀναφέρονται σὲ γεγονὸς ὑπερβατικὸ τῆς φύσεως, πνευματικό.
Γι’ αὐτὸ καὶ σφάλλουμε, ὅταν προσπαθοῦμε τὸ ὑπερβατικὸ τοῦτο νὰ καταβιβάσουμε εἰς τὸ ἐπίπεδο τοῦ λογικοῦ. Ὅταν τὸ ὑπερβατικὸ ἐκλογικεύεται, καταντᾷ ἅλας μεμωραμένον. Κάτι τέτοιο ἔπαθαν οἱ σχολαστικοὶ τοῦ ΙΒ΄ αἰ., ὅταν προσπάθησαν μὲ ὅρους τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ μυστήριον τῆς μεταβολῆς τῶν τιμίων δώρων — ἔπεσαν στὴν γκάφα τῆς «μετουσιώσεως».
Ἂν προσπαθήσουμε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς σήμερα τὸ ἴδιο, θὰ καταντήσουμε μετ’ ἀκριβείας σὲ ἕναν «ὀρθόδοξο σχολαστικισμό». Διότι πῶς μπορεῖ, ἐπὶ παραδείγματι, ἡ λογική μας νὰ συμβιβάσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ ἀντίδοτον τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου (ὁ ἡγιασμένος ἄρτος καὶ ὁ οἶνος), συγχρόνως ὑπόκειται στοὺς νόμους τῆς φθορᾶς καὶ χρειάζεται τὴν δική μας ἰδιαίτερη φροντίδα γιὰ νὰ μὴ φθαρεῖ (μουχλιάσει κ.λπ.);
Τοῦτο δὲν ἑρμηνεύεται. Ὅμως διδάσκει. Διδάσκει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ ὁρίζει βάσεις ἀπολύτου ἀντικειμενικότητος. Δὲν θέλει ἡ πίστη μας νὰ βασίζεται σὲ ντοκουμέντα. Ἡ πίστις εἶναι καὶ αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἀκόμη ὑπερβατική. Οἱ ἀντικειμενικότητες καὶ τὰ ντοκουμέντα ὑποχρεώνουν, καταθλίβουν, ἐν τέλει παραβιάζουν τὴν ἐλευθερία ποὺ ἀποτελεῖ πρωταρχικὸ καὶ θεμελιῶδες ὀντολογικὸ κατηγόρημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν ἐκείνου πλασθέντος ἀνθρώπου.
Μπορεῖ νὰ βάλω ἕναν ἄνθρωπο μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα ποὺ μυροβλύζει, νὰ τοῦ πῶ «ἔλα μύρισε γιὰ νὰ πεισθεῖς», καὶ ἐκεῖνος νὰ μοῦ πεῖ «δὲν μυρίζω κάτι». Δὲν εἶναι μπουκάλι μὲ ἄρωμα ποὺ ἐξ ἀντικειμένου μυρίζει καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀρνηθεῖς τὴν μυρωδιά του. Εἶναι ὑπερβατικὸ τὸ γεγονός. Θὰ πρέπει καὶ ἐσὺ νὰ θές, καὶ ἡ εἰκόνα (τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο) νὰ ἀνταποκριθεῖ. Ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ πρόσωπα ἐδῶ, ὄχι μὲ ἀντικείμενα, μὲ ἐλευθερία, ὄχι μὲ ἀναγκαστικότητα.
Καὶ δὲν ἔχει νόημα τὸ νὰ κάνω κάποιον νὰ πιστεύσει μὲ τέτοιον τρόπο. Ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ εἶχε κατεβεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν σταυρό, ὅταν τοῦ τὸ ζητοῦσαν γιὰ νὰ πιστεύσουν. Θὰ κυκλοφοροῦσε ἀνάμεσά μας μὲ τὰ σημάδια τῶν ἤλων καὶ ὅλοι θὰ πίστευαν, ἤθελαν δὲν ἤθελαν. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι πίστη. Δὲν θέλει τέτοια πίστη ὁ Θεός. Ὁ Χριστὸς ἔφυγε γιὰ νὰ ἔλθει ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας, ὥστε ὅσοι θέλουν, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, ἤτοι ἐν ἐλευθερίᾳ νὰ ὁδηγηθοῦν στὸν Χριστό. Ἐρωτικῶς ὁδηγεῖται κανεὶς στὸν Χριστό, ὄχι στανικῶς. «Βουλομένων γάρ, οὐ τυραννουμένων τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον» (Ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος).
Ἂν κοινωνήσω κάμποσους ἀνθρώπους ποὺ νοσοῦν ἀπὸ κορωνοϊό, ὕστερα κάνω τὸ test καὶ βγεῖ ἀρνητικό, θὰ ἔχω στὰ χέρια μου ἀκλόνητο τεκμήριο; Κι ἂν τὸ test βγεῖ θετικό, τί τότε ἆράγε· θὰ πεῖ ὅτι κόλλησα ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία;
Ἐπικίνδυνες τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές. Ἀπαράδεκτα τοιουτότροπα πειράματα. Προκαλοῦν μᾶλλον, παρὰ οἰκοδομοῦν. Ἂς μὴ παίζουμε ἐν οὐ παικτοῖς. Ἂς μὴ εὐτελίζουμε τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, τὰ ἱερά μας μυστήρια. Δὲν εἶναι ὅπλα διὰ νὰ κατατροπώσουμε τοὺς ὑπεναντίους. Οὐρανόφοιτες μελῳδίες εἶναι ποὺ καλοῦν εἰς εὐωχίαν μυστικήν. Οὔτε πειράματα χρειάζονται, οὔτε θεολογικὲς ἀκροβασίες. «Εἰ δὲ τὸν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται (ὁ ἄρτος σῶμα καὶ ὁ οἶνος αἷμα Χριστοῦ), ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διὰ Πνεύματος ἁγίου […] ὁ δὲ τρόπος ἀνεξερεύνητος» (Ἰω. Δαμασκηνός)1.
Τὰ ἐπὶ πλέον δὲν χρειάζονται. Δὲν θὰ τὰ ἐξηγήσουμε πιὰ ὅλα μὲ τὴν λογική. Κρείσσων ἡ σιωπή. Ἂς ἀναπαυθοῦμε ἐν ἁπλότητι καρδίας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ μυστηρίου. Ἐνώπιον αὐτοῦ σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία.
1Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, PG 94, 1145.