Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Η δοκιμασία της πίστης και ο σκανδαλισμός των πιστών

 



Toυ Κώστα Νούση, 

Φιλολόγου-Θεολόγου, Μ.Th.


Δεν πρέπει να κλονίζεται η πίστη μας από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Η προβολή της μαζικής προσβολής ορθοδόξων χριστιανών και δη Ιεραρχών τις τελευταίες ημέρες – σκόπιμη εν μέρει – ενδέχεται να δοκιμάσει την πίστη μας στη δύναμη της Εκκλησίας και της Θείας Κοινωνίας. Πώς είναι δυνατό να προσβάλλονται από τον ιό άνθρωποι τόσο στενά δεμένοι με τον Κύριο; Βιάστηκαν, μάλιστα, κάποιοι να επικρίνουν όσους μιλούσαν κατά της προπαγάνδας του ιού και υπέρ της αφοβίας των χριστιανών απέναντί του. Κατηγόρησαν έτσι για φονταμενταλισμό και ζηλωτισμό τους πολέμιους της φοβικότητας και έσπευσαν να δικαιωθούν χάρη στη ραγδαία εξάπλωση της πανδημίας.

Ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Ο Ορθόδοξος δεν είναι ούτε φανατικός ζηλωτής ούτε χλιαρός νεωτεριστής και εκσυγχρονιστής με την κακή έννοια του όρου. Βρίσκεται κάπου στη μέση, με τη ρομφαία της χαρισματικής διάκρισης. Με αγάπη και συμπάθεια κατανοεί την αδυναμία και αμαρτωλότητα – πρώτιστα τη δική του και έπειτα των αδελφών του – και οικονομεί με επιείκεια εαυτόν και αλλήλους. Ειδικότερα αυτό ανήκει στο διακόνημα της πνευματικής πατρότητας, αλλά και όλοι μας οφείλουμε τινί τρόπω να κινούμαστε σε αυτό το πνεύμα.

Ας γίνουμε σαφέστεροι. Θα φορέσω μάσκα, όχι διότι φοβάμαι μήπως κολλήσω μέσα στον Ναό, αλλά χάριν του σκανδαλιζόμενου αδερφού. Η περίπτωση των ειδωλοθύτων των πρώτων χριστιανών και οι παραινέσεις του αποστόλου Παύλου ταιριάζουν γάντι στην περίπτωσή μας. Δεν θα πάψω, επομένως, να ασπάζομαι τις εικόνες και το χέρι των κληρικών, πολλώ δε μάλλον δεν θα φοβηθώ να προσέλθω στο Μυστήριο της Ευχαριστίας. Δεν θα ανεχτώ, όμως, να με πουν αδιάκριτο και ανεύθυνο, όπως ούτε και εγώ θα το παίξω ομολογητής της πίστης και super ορθόδοξος.

Το χαντάκωμα της δημοκρατίας που ζούμε αυτόν τον καιρό συνεπιφέρει αναπόφευκτα και έναν πρωτόγνωρο διωγμό της πίστης, της θρησκευτικής μας ελευθερίας. Πώς θα το ανεχτούμε αυτό; Πόσο θα κωφεύουμε στο χρύσωμα του προκείμενου χαπιού και στην ηχηρή απουσία της έκφρασης και αντίδρασής μας μέσω των εκκλησιαστικών μας ηγετών; Θεωρώ ότι η προσευχή και το κλάμα ενώπιον του Θεού είναι το βασικό εναπομείναν όπλο μας μπροστά στις ακραίες αυτές καταστάσεις που βιώνουμε και οι οποίες θα εντείνονται στο εξής παρά θα θεραπεύονται.

Ήταν να μην αρχίσει το κακό. Οι ναοί κλείνουν για έναν ιό που θα φαντάζει απλή ίωση μπροστά στις πιθανότατα ερχόμενες – κατασκευασμένες και μη – ασθένειες. Αποδείξαμε ότι κλήρος και λαός δεν έχουμε τα κότσια και τις δυνάμεις να υπερασπιστούμε την Εκκλησία. Είμαστε λίγοι από κάθε άποψη. Η Εκκλησία θα πρέπει να αρχίσει να οικονομεί λατρευτικές και ποιμαντικές μεθόδους κατακόμβης, ώστε να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις των καιρών.

Οι χαρισματικές προσωπικότητες εκλείπουν. Ζούμε μια ορφάνια πνευματικής πατρότητας. Οι ζώντες άγιοι είναι, χρόνια τώρα, είδος προς εξαφάνιση. Ποιος θα στηρίξει τον λαό του Θεού; Η υπακοή στην επίσημη Εκκλησία παραμένει βέβαια πάντοτε ένας ασφαλής δρόμος για τη σωτηρία. Ωστόσο, οι ηγέτες μας πρέπει να ανθίστανται περισσότερο στο κακό, διότι θα δώσουν λόγο στον Θεό. Και εμείς καλό είναι να είμαστε περισσότερο μετριοπαθείς στις κρίσεις μας για αυτούς και να μην προτεσταντίζουμε, σηκώνοντας ο καθένας το δικό του μπαϊράκι είτε σε γνώμες είτε σε πράξεις. Πρέπει επίσης να αποφεύγουμε την αγανάκτηση και τον γογγυσμό. Το κατά δύναμιν…

Η απαισιοδοξία είναι κάτι άγνωστο για τον χριστιανό. Με όπλο την πίστη και τη συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας, δεν έχει να φοβάται τίποτε. Ο άγιος Πορφύριος έλεγε ότι στην Εκκλησία μας δεν υπάρχουν αδιέξοδα, διότι υπάρχει ο Χριστός, υπάρχει ο πνευματικός. Οι λογισμοί απόγνωσης είναι δαιμονικοί. Πρέπει να αισθανόμαστε βαθιά ότι είμαστε σε μεγαλύτερο βαθμό υπεύθυνοι για όσα παραχώρησε ο Κύριος λόγω της ατελούς βίωσης εκ μέρους μας της εν Χριστώ πίστης. Οι θάνατοι δεν οφείλονται ούτε στους ασπασμούς των εικόνων ούτε στον «συνωστισμό» στους ναούς κατά τις ιερές Ακολουθίες ούτε – φευ! – στη συμμετοχή στα Μυστήρια. Είναι παραχώρηση Θεού για τις αμαρτίες μας. Πολλές φορές δε μάλιστα μέσα στο γενικό κακό την «πληρώνουν» και αγιασμένες και παντελώς ανεύθυνες ψυχούλες, κατά τα ανεξερεύνητα κρίματα του Κυρίου. Ας μη σκανδαλιζόμαστε με τίποτε επομένως. Έχει ο Θεός


Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Θὰ πρέπει νὰ λειτουργοῦμε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν;

 

Τοῦ π.  Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Προϊσταμένου ἱ. ναοῦ ἁγ. Γεωργίου Καρδίτσης

 

Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τελέσαμε τὴν ἀναίμαικτον θυσίαν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Δυστυχῶς! Τὸ γευτήκαμε κι αὐτό!

Ἡ λειτουργία κεκλεισμένων τῶν θυρῶν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι εἰκόνα τῆς κολάσεως καὶ ὄχι εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ θεία λειτουργία. Δὲν εἶναι ὅμως. Ἐν προκειμένῳ, ὑπὸ τὰς παρούσας δηλαδὴ περιστάσεις, δὲν εἶναι. Γιατί;

Ἐν τῇ Δευτέρᾳ τοῦ Χριστοῦ Παρουσίᾳ θὰ συναχθῇ ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὁ διεσκορπισμένος κόσμος, ἡ κτίσις ὁλάκερη. Κέντρον θὰ εἶναι ὁ Χριστὸς. Πέριξ αὐτοῦ θὰ συναχθῇ ὁ κόσμος.

Τοῦτο ἐξεικονίζει ὀντολογικῶς ἡ θεία λειτουργία. Ἐπάνω εἰς τὸ ἅγιον δισκάριον τίθεται ὁ Χριστὸς (ἀμνός), ἡ Παναγία μητέρα του, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἅγιοι, ὁ ἐπίσκοπος, οἱ πρεσβύτεροι, οἱ διάκονοι, οἱ ζῶντες καὶ οἱ κεκοιμημένοι χριστιανοὶ — ἡ ἄλογος κτίσις ἀντιπροσωπεύεται, οὕτως εἰπεῖν, διὰ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Ἐπὶ τοῦ ἁγίου δισκαρίου δηλαδὴ ὁρᾶται ὁ ἄκτιστος Θεὸς καὶ ὁ κτιστὸς κόσμος, σύμπας. Ἔχουμε πλήρη εἰκόνα τῆς οὐρανίου βασιλείας, τῆς συναγωγῆς εἰς ἓν (μία ποίμνη, εἷς ποιμήν).

Εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ (συνάξει) ταύτῃ εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, ὡς εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ ἱστάμενος, μετὰ τῶν πρεσβυτέρων, ποὺ εἰκονίζουν τοὺς ἀποστόλους, καὶ τῶν διακόνων, ποὺ εἰκονίζουν τοὺς ἀγγέλους· τοῦ λαοῦ εἰκονίζοντος τοὺς ἁγίους, τοῦ δὲ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου ὑπομιμνήσκοντος τὴν καὶ κτιστὴ διάσταση τῆς Βασιλείας.

Τοῦ ἐπισκόπου ὅμως μὴ πανταχοῦ παρόντος, στὶς περισσότερες εὐχαριστιακὲς συνάξεις προΐσταται ὁ πρεσβύτερος.

Ἔτσι ἡ ἐνορία (ἢ τὸ μοναστήρι) γίνεται εἰκὼν τοῦ σύμπαντος κόσμου, τῆς οἰκουμένης, ἐκ τῶν περάτων τῆς ὁποίας ὁ διεσκορπισμένος λαὸς τοῦ Θεοῦ συνάγεται ἐπὶ τὸ αὐτό, εἰς ἕνα τόπον, ἐν τῷ ναῷ, πέριξ τοῦ πρεσβυτέρου (ὁ ὁποῖος βεβαίως λειτουργεῖ ἐν ὀνόματι τοῦ ἐπισκόπου).

Στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη κεκλημένοι εἶναι πάντες οἱ βεβαπτισμένοι (καὶ οἱ κατηχούμενοι). Ἄλλο κριτήριο μετοχῆς δὲν ὑπάρχει.

Ἂν πρὸς στιγμὴν θέλαμε νὰ τελέσουμε μία λειτουργία ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον γιὰ μία ὁμάδα πιστῶν, ἀποκλείοντας τοὺς ἄλλους (π.χ. μόνον γιὰ τοὺς λευκούς, μὲ ἀποκλεισμὸ τῶν μαύρων)· ἂν δηλαδὴ τὰ κριτήριά μας ἦταν φυλετικά, ρατσιστικὰ κ.λπ., τότε θὰ καταρτίζαμε ὄχι τὴν εἰκόνα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ μίαν εἰκόνα τῆς κολάσεως, ἤτοι ὄχι εἰκόνα συνάξεως, ἀλλὰ εἰκόνα διασκορπισμοῦ, διαιρέσεως, ἀποκλεισμοῦ, μονώσεως. Ἂν κλείναμε τὶς θύρες τοῦ ναοῦ, ἀποκλείοντας κάποιους ἐκ τῶν πιστῶν, ἡ λειτουργία μας θὰ ἱστοροῦσε εἰκόνα τῆς κολάσεως.

Τώρα ὅμως δὲν κάνουμε κάτι τέτοιο. Οἱ θύρες κλείνουν ὄχι γιατὶ τὸ θέλουμε, ὄχι γιατὶ τὸ ἐπιλέγουμε, ὄχι μὲ κριτήρια ἀποκλεισμοῦ, ἀλλὰ διότι τὸ ἐπιβάλλει μία ἀνάγκη.

Ἀπουσιάζουμε ἐπίσης ἀπὸ τὸν ναὸ ὄχι οἰκείᾳ βουλήσει. Πάντα κάποιοι ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες, γιὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους λόγους. Ἄλλοτε αἰνοῦμε τὸν Κύριον «ἐν ἐκκλησίᾳ πολλῇ, ἐν λαῷ βαρεῖ» (ψαλμ. λδ΄ 18) καὶ ἄλλοτε συνερχόμεθα ὡς «τὸ μικρὸν ποίμνιον». Ποτὲ δὲν εἴμαστε ὅλοι. Καὶ στὰ μοναστήρια ἀκόμη κάποιοι βρίσκονται σὲ ἀναγκαῖα διακονήματα κατὰ τὴν ὥραν μιᾶς ἀκολουθίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται «ὑπὲρ τῶν δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων».

Σήμερα δυστυχῶς εἰς τοὺς δι’ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντας ἀνήκουμε ὅλοι. Δὲν ἀνήκουν μόνον οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ἐργαζόμενοι στὰ νοσοκομεῖα, οἱ ἀστυνομικοὶ κ.λπ. Σήμερα τὸ ἐκκλησίασμα συρρικνώθηκε δραματικά.

Στοιχειωδῶς ὅμως καὶ πάλι, μὲ τὸν παπᾶ ἔστω, τὸν ψάλτη, τὸν νεωκόρο, τὸν ἐπίτροπο, καταρτίζουμε τὴν εἰκόνα τῆς Βασιλείας. Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό. Εἶναι θεμελιῶδες. Ἡ εἰκόνα τῆς Βασιλείας καταρτίζεται καὶ μὲ τοὺς πολλοὺς καὶ μὲ τοὺς λίγους. Ἢ μήπως σὲ ἕνα μοναστήρι, ὅπου ἐγκαταβιοῦν ἐλάχιστοι μοναχοί, ὅταν τελεῖται ἡ θεία εὐχαριστία, δὲν εἰκονίζεται ἡ Βασιλεία; Ἀκόμη καὶ μὲ ἕνα πιστὸ ὁ ἱερεὺς μπορεῖ νὰ τελέσει τὴν λειτουργία. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ καὶ διὰ τοῦ πρεσβυτέρου καταρτίζεται ἡ εἰκόνα τῆς Βασιλείας, ἡ θεία λειτουργία τελεῖται καὶ μὲ στοιχειῶδες ἐκκλησίασμα.

Γι’ αὐτὸ λοιπὸν κατὰ τὶς δύσκολες αὐτὲς ἡμέρες, τὶς ὁποῖες εὐχόμαστε νὰ κολοβώσει ὁ καλὸς Θεός, θὰ πρέπει νὰ τελοῦμε τὴν θεία εὐχαριστία. 

  Εἶναι ἄχαρο θέαμα οἱ ἄδειες καρέκλες. Σίγουρα. Ἂς σκεφτοῦμε ὅμως ὅτι ἴσως νὰ μὴν εἶναι καὶ τόσο ἄδειες ὅσο νομίζουμε. Ἴσως κάποιοι ἐκ τῶν πιστῶν νὰ παρίστανται πνευματικῶς. Κάποτε στὸ ἅγιον Ὄρος ἕνας μοναχὸς εἶδε ἐν ὁράματι τὴν Παναγία νὰ θυμιάζει κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας. Θυμίαζε κάποια ἄδεια στασίδια, ἐνῷ προσπερνοῦσε χωρὶς νὰ θυμιάσει παρόντες μοναχούς. Προφανῶς πολλοὶ ἐκ τῶν εὑρισκομένων εἰς τὰ διακονήματά των ἦσαν ἐν πνεύματι παρόντες, ἐνῷ ἐκ τῶν σωματικῶς παρόντων πολλοὶ ἦσαν πνευματικῶς ἀπόντες.

Μὴ ξεχνοῦμε ὅτι προηγοῦνται οἱ ψυχὲς μέσα στὴν θεία λειτουργία. Αὐτὲς κοινωνοῦν πρῶτες, αὐτὲς δηλαδὴ πρῶτες γεύονται τοῦ ἀχράντου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ μετὰ τὰ σώματά μας.

Μὴ ξεχνοῦμε ἐπίσης, καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκτάκτως σημαντικό, ὅτι πρῶτοι κοινωνοῦν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ οἱ νεκροί, κατὰ τὸν ἱερὸν Καβάσιλα, καὶ μετὰ ἐμεῖς οἱ ζῶντες. Τοῦτο εἶναι συναφὲς πρὸς τὸ ἀνωτέρω: πρῶτα κοινωνοῦν οἱ ψυχές.

Μήπως λοιπὸν σήμερα ποὺ λειτουργήσαμε, καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία εἴμασταν μετρημένοι στὰ δάχτυλα, κοινώνησαν κάποιοι ἐκ τῶν ἐν πνεύματι παρόντων ἀδελφῶν, τρόπῳ μυστικῷ καὶ ἀρρήτῳ, ὃν Κύριος οἶδε;

Πάντως ἐκ τῶν κεκοιμημένων ἀμέτρητοι κοινώνησαν καὶ σὲ αὐτὴν τὴν θεία λειτουργία… κι ἂς εἴμασταν ἐμεῖς ἐκεῖ μέσα μετρημένοι στὰ δάχτυλα!

Ἔχουμε λοιπὸν δικαίωμα νὰ στεροῦμε ἀπὸ αὐτοὺς τὴν θεία μετάληψη; Ἀσφαλῶς ὄχι!

Γι’ αὐτὸ ταπεινῶς φρονῶ ὅτι ἡ θεία λειτουργία θὰ πρέπει νὰ τελεῖται καὶ κεκλεισμένων ἔστω τῶν θυρῶν. Μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει τὴν ἴδια χάρη χωρὶς τοὺς πιστούς. Ὅπως καὶ στὴν τέχνη καὶ στὸν ἀθλητισμό· δὲν ἔχει τὴν ἴδια χάρη χωρὶς τὸ κοινό. Ὅμως ἐδῶ προεχόντως τὸ θέμα δὲν εἶναι αἰσθητικὸ ἢ ψυχολογικό, εἶναι ὀντολογικό, πνευματικό, θεολογικό, ἐκκλησιολογικό.