Του Χάρη Ανδρεόπουλου *
Με
ενδιαφέρουσα θεματολογία επί επικαίρων ζητημάτων που αφορούν σε εξελίξεις στο
χώρο της εκκλησιαστικής νομοθεσίας, όπως το θέμα των θρησκευτικών κοινοτήτων
και της καύσεως των νεκρών, αλλά και της εκκλησιαστικής ζωής, όπως το θέμα των
μικτών γάμων με το οποίο ασχολήθηκε η πρόσφατη (17 – 27 Ιουνίου) Πανορθόδοξη
Σύνοδος στη Κρήτη, κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (1/2016) του επιστημονικού
περιοδικού (τα) «Νομοκανονικά». Στην ύλη του νέου τεύχους περιέχονται, επίσης,
σημαντικές δικαστικές αποφάσεις αφορώσες αφ΄ ενός στη διοίκηση της Εκκλησίας της
Ελλάδος και των λοιπών εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ και αφ΄ ετέρου στις εξ επόψεως
Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου ειδικές λειτουργικές σχέσεις που
διαμορφώνονται από την εν εξελίξει νομολογία μεταξύ αυτής - της Εκκλησίας, υπό
τον διφυή αυτής χαρακτήρα, ήτοι ως θείου
καθιδρύματος αφ΄ ενός και νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου αφ΄ ετέρου - και
των εις αυτήν υπηρετούντων κληρικών.
Τα «Νομοκανονικά» είναι η εξαμηνιαία Επιθεώρηση που επιδιώκει να καλύψει
δύο σύνθετους και δυσχερείς επιστημονικούς κλάδους, το Εκκλησιαστικό και το
Κανονικό Δίκαιο, τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο
και δικαστηριακής πράξεως. Αποτελούν το
επιστημονικό όργανο της
Eταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου και
απευθύνονται σε δικηγόρους, δικαστές, θεολόγους και σε κάθε ερευνητή επιστήμονα
από τον χώρο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών (ιστορικό,
κοινωνιολόγο, κ.λ.π.) που εντρυφεί στο πεδίο των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας
/ θρησκευτικών κοινοτήτων. Εκδίδονται ανελλιπώς από τον Μάιο του 2002 και ήλθαν,
σύμφωνα με την πρόθεση του ιδρυτού και Διευθυντού τους, καθηγητού
Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ.
Ιωάννη Μ. Κονιδάρη, να καλύψουν την απουσία που είχε από ικανού
χρόνου καταστεί ευκρινώς ορατή, μιας περιοδικής εκδόσεως, η οποία να προάγει την
επιστήμη στα ζητήματα του Εκκλησιαστικού και του Κανονικού Δικαίου και ευρύτερα
τον δημόσιο διάλογο στα ζητήματα των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, τα οποία εμφανίζονται
στο προσκήνιο με αξιοζήλευτη περιοδικότητα αποτελώντας - το τελευταίο διάστημα
όλο και συχνότερα, όλο και εντονότερα – θέμα «ημερησίας διατάξεως» στην ατζέντα
του δημοσίου διαλόγου. Παραλλήλως, τα «Νομοκανονικά» φιλοδοξούν να αποτελέσουν
το κατάλληλο εκείνο βήμα που θα επιτρέψει στις νέες επιστημονικές δυνάμεις του
κλάδου να εμφανισθούν στο προσκήνιο και να δοκιμασθούν.
ΜΕΛΕΤΕΣ / ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
Στην ύλη του
περιοδικού περιλαμβάνονται τρεις ενότητες, που περιέχουν άρθρα, μελέτες ή / και
γνωμοδοτήσεις, αποφάσεις ελληνικών και διεθνών δικαστηρίων, ιδίως του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά το δυνατόν με σχόλια και
παρατηρήσεις, καθώς και βιβλιοκρισίες και βιβλιοπαρουσιάσεις. Στο νέο τεύχος
(1/2016) περιέχονται οι ακόλουθες
μελέτες / άρθρα:
α) του
λέκτορος του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών κ. Γεωργίου Ι.
Ανδρουτσοπούλου με θέμα «Οι μικτοί γάμοι κατά την πολιτειακή νομοθεσία: Στο
μεταίχμιο νομιμότητας και κανονικότητας», το οποίο ο συγγραφέας προσεγγίζει
ιστορικά και νομοκανονικά από την βυζαντινή περίοδο μέχρι σήμερα,
εξειδικεύοντας και αναλύοντας τα νομικώς και εκκλησιαστικώς ισχύοντα στις
περιπτώσεις των θρησκευτικών γάμων μεταξύ δύο χριστιανών διαφορετικού δόγματος
β) της Ειδικής
Επιστήμονος στον «Συνήγορο του Πολίτη», διδάκτορος Νομικής κ. Ζωής Ι.
Καραμήτρου, με θέμα «Ο Ν. 4301/2014 περί θρησκευτικών κοινοτήτων», μέσω του
οποίου επιχειρείται μια κριτική θεώρηση του νομοθετήματος που χαρακτηρίζεται ως
«άτολμο», καθώς η κ. Καραμήτρου υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης βαθιά επηρεασμένος
από την ορθόδοξη παράδοση αγνόησε στοιχεία διαφορετικότητας, διάκρισης και
μοναδικότητας κάθε μιας θρησκευτικής κοινότητας καταλήγοντας έτσι, κατά την
άποψη της αρθογράφου, όχι στην προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά στον
κρατικό έλεγχο και περιορισμό της, και,
γ) των κ.κ. Γ.
Ι. Ανδρουτσοπούλου λέκτορος της Νομικής και
Βασιλείου Κ. Μάρκου, δικηγόρου, διδάκτορος Νομικής, με θέμα
«Νομοθετικές παλινωδίες περί την καύση των νεκρών», όπου διατυπώνονται
ενστάσεις και εγείρονται ερωτήματα περί της συνταγματικότητος τινών διατάξεων,
π.χ. του αρθ. 49 § 3 του Ν. 4277/2014 για την δυνατότητα αποτεφρώσεως των οστών
που προέρχονται από την ανακομιδή των ενταφιασμένων νεκρών. Οι κ.κ.
Ανδρουτσόπουλος και Μάρκου, επισημαίνοντας ότι η επιλογή του ατόμου περί του
τρόπου διαθέσεως του σώματός του μετά θάνατον απορρέει από την συνταγματικώς
προστατευομένη ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητος (αρθ. 1 § 5 του Συντάγματος),
θεωρούν ότι η εν λόγω διάταξη καταστρατηγεί τη συγκεκριμένη θεμελιώδη
συνταγματική αρχή καθώς θεσπίζεται για ενταφιασμένο άτομο, το οποίο αυτονοήτως
δεν είχε επιλέξει ρητώς ούτε είχε εκδηλώσει οποιαδήποτε επιθυμία για την
αποτέφρωσή του, άλλως θα έπρεπε να είχε συντελεσθεί εξαρχής η αποτέφρωση της
σορού του. Λίαν ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, και η παρατήρησή τους σχετικώς με
τι θα πρέπει να πράξει η Εκκλησία σε περιπτώσεις κηδεύσεως ατόμων που είχαν
επιλέξει την αποτέφρωση. Είναι αδιανόητο – τονίζουν – να επιβάλει ο νομοθέτης
δια νόμου στην Ορθόδοξη Εκκλησία τον τρόπο αντιμετωπίσεως όσων εκ των μελών της
επιλέξουν, παρά την αντίθετη παράδοση και πρακτική της, αντί της ταφής, την
καύση. Οι δύο νομικοί επιστήμονες θεωρούν πως είναι προφανές ότι μια τέτοια
ρύθμιση που θα υποχρέωνε την Εκκλησία να τελέσει θρησκευτική κήδευση θα
προσέβαλλε την συνταγματικώς κατοχυρωμένη θρησκευτική ελευθερία και ακριβέστερα
την αυτοδιοίκηση της «επικρατούσης» εν προκειμένω Ορθοδόξου Εκκλησίας,
αυτονόητη προϋπόθεση της οποίας είναι η εξασφάλιση και ο σεβασμός του κύρους
και της ισχύος του εσωτερικού της δικαίου.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Στο ίδιο
τεύχος των «Νομοκανονικών» παρουσιάζονται και αναλύονται σημαντικές δικαστικές
αποφάσεις που άπτονται ζητημάτων εκκλησιαστικής φύσεως. Ο δικηγόρος (LLM / Μaster Εκκλησιαστικού Δικαίου) κ. Ιωάννης Ε. Καστανάς σχολιάζει την υπ΄ αριθμ. 4596/2014 απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας (Γ΄ Τμήμα), βάσει της οποίας απερρίφθη η αίτηση που
είχε καταθέσει κληρικός ζητώντας την ακύρωση της επιβληθείσης εις αυτόν, από
εκκλησιαστικό δικαστήριο, ποινής της καθαιρέσεως λόγω παραβάσεως σειράς Ιερών
Κανόνων τα οποία τυποποιούν την αντικειμενική υπόσταση του κανονικού
παραπτώματος της αρσενοκοιτίας. Ο
αιτών κληρικός προέβαλλε μεταξύ άλλων ότι η απόφαση καθαιρέσεώς του αντίκειται
στο αρθ. 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) περί
προστασίας του ιδιωτικού βίου σε συνδυασμό με τον αρθ. 14 της ιδίας Συμβάσεως
που απαγορεύει την αρχή των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Το
δικαστήριο, όμως, ορθώς κατά την άποψη του κ. Καστανά προβαίνοντας σε μια ad hoc στάθμιση
των ιδιοτήτων και δικαιωμάτων του πρσφυγόντος, ως κληρικού από την μία και ως
πολίτη από την άλλη, απέρριψε την αίτηση, καθώς δέχθηκε ότι οι κληρικοί της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχοντας συνταχθεί με το δόγμα της, έχουν εν γνώσει τους
και εκουσίως αποδεχθεί την υπακοή στις θεμελιώδεις πνευματικές αρχές και
παραδόσεις και στους αποστολικούς και συνοδικούς της κανόνες. Ως εκ τούτου
υπόκεινται, λόγω του δημοσίου λειτουργήματός τους, σε περιορισμούς και
ιδιαίτερες υποχρεώσεις ως προς τη συμπεριφορά τους στον ιδιωτικό τους βίο. Λόγω
αυτών, τελούν προφανώς σε ειδικές συνθήκες και σχέσεις οι οποίες επιτρέπουν την
παρέμβαση της Εκκλησίας, ως έναν βαθμό, στην άσκηση ορισμένων ατομικών
δικαιωμάτων και ελευθεριών τους, ως πολιτών, όπως είναι και το δικαίωμα
σεβασμού της ατομικής και οικογενειακής τους ζωής, στον πυρήνα του οποίου
ανάγεται και η δραστηριότητά τους σχετικώς με την ερωτική τους ζωή και τις
ερωτικές τους προτιμήσεις. Περαιτέρω δημοσιεύονται οι δικαστικές αποφάσεις:
1111/2015 και 3240/2015 του Γ΄ Τμ. του ΣτΕ που αφορούν σε αιτήσεις ακυρώσεως
επί επιβληθεισών ποινών καθαιρέσεως η πρώτη και αργίας από πάσης ιεροπραξίας με
ταυτόχρονη αφαίρεση των οφφικίων του αρχιμανδρίτου και της πνευματικής
πατρότητος η δεύτερη, σχολιαζόμενες αντιστοίχως από τον δικηγόρο Κ. Β. Μάρκο
και τον λέκτορα της Νομικής κ. Γ. Ι. Ανδρουτσόπουλο. Σε αμφότερες τις
περιπτώσεις το δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές κρίνοντας ότι οι εν λόγω
επιβληθείσες σε κληρικούς ποινές, ως «αμιγώς πνευματικού χαρακτήρος», δεν
προσβάλλονται ακυρωτικώς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην 1111/2015 απορρίφθηκε
επιπροσθέτως και το επιχείρημα του προσφυγόντος κληρικού ότι η καθαίρεσή του
από δικαστήριο της Εκκλησίας της Ελλάδος του στερεί τη δυνατότητα, υπό την
ιδιότητά του ως Επισκόπου και Εξάρχου του «Πατριαρχείου Κιέβου» στην Ελλάδα, να
εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες των μελών της εν λόγω θρησκευτικής
κοινότητος. Οπως ορθά παρετήρησε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, το εν λόγω
αυτοαποκαλούμενο «Πατριαρχείο» είναι σχισματική Εκκλησία, αποκεκομμένη από την
ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και δεν αναγνωρίζεται από την Εκκλησία της
Ελλάδος. Ετσι ο ισχυρισμός του προσφυγόντος θεωρήθηκε αόριστος και ότι το
συγκεκριμένο επιχείρημα προβλήθηκε αλυσιτελώς. Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η
2480/2015 Γ΄ Τμ. του ΣτΕ η οποία θέτει νομολογιακή γραμμή επί σημαντικών
ζητημάτων που αφορούν στην ειδική κατηγορία των ιεροκηρύκων – εκκλησιαστικών
υπαλλήλων. Το ΣτΕ έκρινε ότι το επιτίμιο της ακοινωνησίας δεν στερεί το
δικαίωμα ασκήσεως, παραδεκτώς, αιτήσεως ακυρώσεως κατά αποφάσεως που επέβαλε
ποινή με άλλη νομική βάση και ότι οι πειθαρχικού χαρακτήρος αποφάσεις του
Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας (ΑΥΣΕ) εις βάρος του ιεροκήρυκος
και κάθε κληρικού θα πρέπει να είναι πάντοτε ειδικώς αιτιολογημένες.
Σχολιάζοντας εν προκειμένω την απόφαση αυτή του ΣτΕ, που αφορά σε πολυετή
δικαστική διένεξη μεταξύ ιεροκήρυκος και Μητροπολίτου, ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Χ. Τρομπούκης, διδάκτωρ
Νομικής και LLM / Master Θεολογίας,
επισημαίνει αφενός «την αδυναμία των εκκλησιαστικών ανδρών να επιλύουν τις
όποιες διαφορές τους εντός των πλαισίων της αγάπης του Ευαγγελίου» και εφ΄
ετέρου «την προχειρότητα των θεσμικών οργάνων της Εκκλησίας στην εφαρμογή της
κειμένης νομοθεσίας». Στο ίδιο τεύχος των «Νομοκανονικών» δημοσιεύεται και
σχολιάζεται σχετικώς από τον κ. Γ. Ι. Ανδρουτσόπουλο η υπ΄ αριθμ. 40/2014
(ασφαλιστικά μέτρα) απόφαση του Πρωτοδικείου Σπάρτης βάσει της οποίας
υποχρεώθηκε Ιερός Ναός να απέχει προσωρινώς από την κρούση της καμπάνας για την
σήμανση της ώρας, καθώς ο σχετικός ήχος, που δεν συνδέεται άλλωστε «με τον
προορισμό του Ιερού Ναού και τα λατρευτικά καθήκοντα των πιστών», δεν ήταν
αντικειμενικά ανεκτός. Τέλος δημοσιεύονται δικαστικές αποφάσεις που αφορούν
στις προϋποθέσεις για την αναγνώριση
θρησκευτικού νομικού προσώπου υπό μελών της «Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων
Χριστιανών (Γ.Ο.Χ.)» (Πρωτοδικείο Θηβών, απόφαση 165/2015) και σε θέματα που
αφορούν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, τη μεταβίβαση κτητορικού δικαιώματος Ιερών
Μονών των «Γ.Ο.Χ.» της Κύπρου (Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος, απόφαση της 30ης
Νοεμβρίου 2015).
Τα
«Νομοκανονικά» διευθύνονται υπό του ομοτίμου καθηγητού του Εκκλησιαστικού
Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννη Μ. Κονιδάρη και
κυκλοφορούν τον Μάϊο και Νοέμβριο κάθε έτους από τις Εκδόσεις «Σάκκουλας Α.Ε.»
(
http://www.sakkoulas.gr).
*
Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Θρησκευτικών (ΠΕ01) στη Β/θμια Εκπαίδευση, Διδάκτωρ (PhD) Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr)